Ομιλία στην Κυριακή των Προπατόρων (ΙΑ’ Λουκά)
Γράφει ο Αρχιμ. Φώτιος Ιωακείμ
Ὁμιλία, σὺν Θεῷ ἁγίῳ, εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Κυριακῆς τῶν Προπατόρων (ΙΑ´ Λουκᾶ [Λουκ. 14,16-24])
Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, περιέχει μία θαυμάσια παραβολὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ προβάλλει ὁλοζώντανα μπροστά μας, μὲ ὅλο τὸ ἐποπτικό της μεγαλεῖο, δύο σπουδαιότατα ζητήματα: Πρῶτο, αὐτὸ τῆς ἄκρας ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ προσκαλεῖ κάθε ἄνθρωπο στὴ μέθεξη τῆς βασιλείας του, ποὺ ἐδῶ παρομοιάζεται μὲ ἕνα δεῖπνο καί, δεύτερο, αὐτὸ τῆς ἄκρας ἀδιαφορίας καὶ ἀπόρριψης ἀπὸ πλείστους ὅσους ἀνθρώπους τῆς οὐράνιας τούτης πρόσκλησης τοῦ παναγάθου Θεοῦ, μὲ τὴν πρόφαση εὐτελῶν γηίνων πραγμάτων, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο, παρὰ «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις», κατὰ τὸν ψαλμῳδὸ Δαβίδ. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ φοβερὴ ἀλλὰ καὶ δικαία ἀπόφαση τοῦ δικαιοτάτου Κριτοῦ: «οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου».
Ἀπὸ ποῦ πῆρε ὅμως ὁ Θεάνθρωπος ἀφορμή, γιὰ νὰ κηρύξει τὴν ὡραιότατη σημερινὴ παραβολή; Κάποτε τὸν εἶχε καλέσει ἕνας Φαρισαῖος ἄρχοντας, γιὰ νὰ τοῦ κάνει τὸ τραπέζι. Ἐκεῖ εὑρισκόμενος ὁ Κύριος, πρῶτα θεράπευσε ἕνα ἀσθενή, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ ὑδρωπικία, καὶ ὕστερα ἀπεύθυνε στοὺς συνδαιτυμόνες διδα-σκαλία περὶ ταπεινοφροσύνης καὶ ἀποφυγῆς τῆς ἀνθρώπινης δόξας. Τέλος, στράφηκε πρὸς τὸν ἄρχοντα ποὺ τὸν εἶχε καλέσει καὶ τὸν συμβούλευσε νὰ μὴν προσκαλεῖ φίλους, συγγενεῖς καὶ πλούσιους γνωστούς του, ὅταν παραθέτει γεῦμα, ἀλλὰ πτωχούς, τυφλούς, ἀνάπηρους καὶ χωλούς, ποὺ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ τοῦ τὸ ἀνταποδώσουν, γιὰ νὰ λάβει ἔτσι πλήρη τὴν ἀνταπόδοση στὴν αἰώνια ζωή. Τοῦτο ἀκούγοντας ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ παριστάμενους, ἄνθρωπος ὅπως φαίνεται ἀμαθὴς καὶ παχυλὸς στὸν νοῦ, ἐπειδὴ νόμισε πὼς στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ τρώγουν καὶ πίνουν, φώναξε ἐνθουσιασμένος: «Εὐτυχισμένος ἀληθινὰ ἐκεῖνος, ποὺ θὰ τρώγει ἄρτο στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ»! Θέλοντας ὁ Χριστὸς νὰ διορθώσει καὶ ἐκεῖνον καὶ ὅσους φρονοῦσαν καὶ φρονοῦν τὰ ὅμοια, διακήρυξε ἀμέσως στὴ συνέχεια τὴν παραβολή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε.
Συνήθεια ἀρχαιότατη τῶν ἀνθρώπων, σὲ σπουδαῖα γεγονότα τῆς ζωῆς τους καὶ σὲ ἀνάμνησή τους ἢ σὲ τακτὲς ἡμέρες, νὰ ἀπευθύνουν πρόσκληση σὲ ἄλλους, φίλους καὶ γνωστοὺς καὶ συγγενεῖς, νὰ παρακαθήσουν μαζί τους σὲ γεῦμα, ὥστε νὰ συμμεριστοῦν τὴ χαρά τους, νὰ βρεθοῦν πιὸ κοντὰ ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, νὰ περάσουν στιγμὲς οἰκογενειακῆς θαλπωρῆς καὶ ἐπικοινωνίας. Ἡ λήψη μιᾶς τέτοιας πρόσκλησης συνήθως μᾶς χαροποιεῖ καί, μάλιστα, ὅσο πιὸ σημαῖνον εἶναι τὸ πρόσωπο ποὺ μᾶς καλεῖ, καὶ ἰδιαίτερα ἂν θὰ παραστοῦν καὶ ἄλλα σημαντικὰ πρόσωπα. Αἰσθανόμαστε τότε τιμὴ καὶ σπεύδουμε νὰ ἀνταπο-κριθοῦμε θετικὰ στὴν πρόσκληση. Σὲ ἐπίσημο καὶ μέγα δεῖπνο καὶ ἐξαίρετα τιμητικὴ πρόσκληση ἀναφέρεται καὶ ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή. Δεῖπνο ὅμως ὄχι ἀνθρώπινο, ἀλλὰ οὐράνιο καὶ Θεῖο. Καὶ πρόσκληση, ποὺ ἀπευθύνει ὄχι ἄνθρωπος, ἀλλ᾽ ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Ποιό εἶναι ἀκριβῶς τοῦτο τὸ «μέγα δεῖπνον»; Κατεξοχήν, εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Σ᾽ αὐτὴν καλεῖ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α´ Τιμ. 2, 4), ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, διὰ τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ του, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐνανθρώπησε, προσέλαβε ἀπὸ ἄκρα συγκατάβαση καὶ ἀγάπη τὴν ἀνθρώπινη φύση, γιὰ νὰ τὴν ἀποκαταστήσει στὸ ἀρχαῖο ἀξίωμα, νὰ τὴ θεώσει. Ἐκεῖνος μᾶς ἔσωσε καὶ μᾶς καλεῖ μὲ μία ἁγία κλήση, ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «εἰς τὴν ἑαυτοῦ βασιλείαν καὶ δόξαν» (Α´ Θεσ. 2, 12). Ἐκεῖνος ὑποσχέθηκε νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ μετέχουμε στὸ τραπέζι του στὴ βασιλεία του. Καί, ὅπως σαφῶς ὁρίζει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, «δεῖπνο λοιπὸν εὔλογα ἔχει ὀνομαστεῖ ἡ ἐν Χριστῷ κλήση».
Ἡ εἴσοδός μας, ἡ μετοχή μας σ᾽ αὐτὴ τὴ βασιλεία προϋποθέτει ὅμως τὴν ἔνταξή μας στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι καὶ λέγεται τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, παρατεινόμενο στοὺς αἰῶνες. Μέσῳ αὐτοῦ τοῦ Σώματος, τῆς Ἐκκλησίας, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἤδη παροῦσα καὶ στὸν κόσμο τοῦτο. Στὴν Ἐκκλησία ἐντασσόμαστε μὲ τὴν ἀκράδαντη πίστη στὰ πρόσωπα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, τοῦ ἀνάρχου Tου Πατρὸς καὶ τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρῖσμα τοῦ ἁγίου Μύρου. Ἔτσι δικαιούμεθα συμμετοχῆς «εἰς τὸ δεῖπνον τοῦ γάμου τοῦ ἀρνίου», κατὰ τὴν Ἀποκάλυψιν τοῦ Ἰωάννου (Ἀποκ. 19, 9). Ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μποροῦμε νὰ μετέχουμε στὸ τραπέζι τῆς Θείας Εὐχαριστίας, νὰ κοινωνοῦμε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ ὑπὲρ ἡμῶν σφαγέντος ἑκουσίως Χριστοῦ. Νὰ λαμβάνουμε μέσα μας «τὸν ἄρτον τὸν ζῶντα, τὸν καταβάντα» ἀπὸ τὸν οὐρανό. Καὶ εἰκονίζει ἐπὶ τῆς γῆς ἡ Θεία Εὐχαριστία ἐκεῖνο τὸ «μέγα δεῖπνον», στὸ ὁποῖο θὰ παρακαθήσουν, ὅσοι τὸ ἀξιωθοῦν, κατὰ τὴν ἀνέσπερη ἡμέρα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Θεία Λειτουργία ἀρχίζει μὲ τὴν ἐκφώνηση ἀπὸ τὸν ἱερέα, «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος…». Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἕνα ἐσχατολογικὸ μυστικὸ δεῖπνο.
Καί, γιατί μέγα τὸ δεῖπνο τοῦτο; Διότι μέγας εἶναι ὁ ἑστιάτορας, αὐτὸς ποὺ τὸ ἑτοίμασε καὶ τὸ προσφέρει, ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ! Μέγα, γιατὶ μέγιστο, τρισμέγιστο εἶναι τὸ προσφερόμενο: Σὲ τοῦτο τὸν κόσμο τὸ ἄχραντο σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Καὶ σ᾽ ἐκεῖνον, τὸν μέλλοντα, ἡ κοινωνία τοῦ Θείου Φωτὸς τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ. Μέγα ἀκόμη, γιατὶ πολλοὶ οἱ προσκεκλημένοι, ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα.
Ποιά ὅμως ἡ ἀνταπόκρισή μας σ᾽ αὐτὸ τὸ «μέγα δεῖπνον»; Ἀλίμονο! Οἱ πλεῖστοι ἄνθρωποι ἀπορρίπτουν τὴν οὐρανόσδοτη τούτη πρόσκληση καί, ὅπως οἱ καλεσμένοι τῆς παραβολῆς, ἐπιστρατεύουν μύριες ὅσες φτηνὲς δικαιολογίες. Οἱ ἀρνούμενοι τὴν πρόσκληση χωρίζονται θεόπνευστα σὲ τρεῖς μεγάλες κατηγορίες.
Πρώτη: Ὅσοι «ἀγρὸν ἠγόρασαν». Ἐδῶ ἐντάσσονται ὅσοι ἀπορροφοῦνται πλήρως ἀπὸ τὶς γήινες φροντίδες, τὸ ἄγχος τοῦ πλουτισμοῦ. Δεύτερη: «Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά». Ἐδῶ ὑπάγονται ὅσοι προτάσσουν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ τὴν κοσμικὴ ἰσχὺ καὶ ἐπίδειξη. Κάποιοι ἑρμηνευτὲς στὸ «ζεύγη πέντε» βλέπουν τὶς πέντε διπλὲς αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου, τὶς ὁποῖες οἱ ἀρνητὲς τοῦτοι προσηλώνουν στὰ γήινα καὶ ἔτσι δὲν τοὺς ἀφήνουν νὰ κινηθοῦν, νὰ ὑψωθοῦν στὰ οὐράνια, ἀλλὰ τοὺς ὑποδουλώνουν στὸν ζυγὸ τῆς ἁμαρτίας, ὅπως τὰ ζευγμένα βόδια, ποὺ στρέφουν τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω. Καὶ τρίτη: «Γυναῖκα ἔγημα καὶ οὐ δύναμαι ἐλθεῖν». Ἐδῶ ἐντάσσονται ὅσοι προβάλλουν τὸν γάμο, τὴν οἰκογένεια καὶ τὶς συνεπαγόμενες μέριμνες ὡς ἐμπόδιο στὸν δρόμο πρὸς τὸν οὐρανό. Στὶς τρεῖς τοῦτες κατηγορίες οἱ ἅγιοι Πατέρες βλέπουν τὴν προσωποποίηση τῶν τριῶν μεγάλων καὶ γενικῶν παθῶν: Τῆς φιλαργυρίας, τῆς φιλοδοξίας καὶ τῆς φιληδονίας.
Ὅλες ὅμως αὐτὲς οἱ φτηνὲς δικαιολογίες δὲν εἶναι παρὰ «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις». Ὅλες φανερώνουν πόση λίγη μέριμνα ἔχουμε γιὰ τὰ οὐράνια, τὰ αἰώνια, καὶ πόση λίγη ἀγάπη τρέφουμε στὴν καρδιά μας γιὰ τὸν Χριστό. Κι αὐτὰ τὴ στιγμή, ποὺ βλέπουμε τὸν θάνατο νὰ ἀφανίζει σὲ δευτερόλεπτα τὶς ὕλες τῶν παθῶν, ἐκεῖνα, γιὰ τὰ ὁποῖα ἐναγωνίως μοχθοῦμε καὶ στὰ ὁποῖα προσηλώνουμε νοῦ καὶ καρδιά.
Ἡ πίστη στὸν Χριστό, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, εἶναι ἄθλημα ἐλευθερίας. Ὁ Χριστιανὸς εἶναι —πρέπει νὰ εἶναι— ἕνας λεβέντης, ἕνας ἀθλητής, ἕνας ἥρωας. Χρειάζεται αὐταπάρνηση, χρειάζεται θυσία ὁ δρόμος πρὸς τὸν Θεό. Κάθε πρόφαση καὶ αἰτιολογία νὰ μπεῖ στὴν ἄκρη. Μακάριοι, ὅσοι κάνουν ὑπέρβαση τοῦ ἑαυτοῦ τους, ὅσοι παραμερίζουν τὰ ὅποια ἐμπόδια, ὅσοι κατανικοῦν πειρασμοὺς καὶ θέλγητρα πρόσκαιρα καὶ ἀπατηλά, ὅσοι ἀπαντοῦν στὸ φιλεύσπλαγχνο κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ μ᾽ ἕνα ὁλόθερμο ναί!
Κύριε, ἔρχομαι! Δέξου με, βοήθησέ με! Ἀξίωσέ με ἐτούτη τὴ ζωή, μὲ μετάνοια, πίστη, καθαρότητα ψυχῆς καὶ σώματος καὶ ταπείνωση νὰ μετέχω «τοῦ δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ», τῶν ἀχράντων Σου Μυστηρίων, καὶ σ᾽ ἐκείνη τὴν ἀτελεύτητη βασιλεία σου νὰ γίνω μέτοχος μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀπ᾽ αἰῶνος ἁγίους σου τοῦ ἀνεσπέρου Σου φωτός, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς μακαρίας Τριάδος· στὴν ὁποία ἀνήκει τὸ κράτος καὶ ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες! Ἀμήν!