Γιώργος Σαραντάρης, ο μεταφυσικός ποιητής
Γράφει ο Δημήτριος Λυκούδης, Φιλόλογος
«Πέφτει απ΄το στερέωμα το αστέρι. Ρυτιδώνει την ψυχή , τη φωνή μας. Όμως, η μοναξιά τέρπεται. Οδηγεί κύματα την ηδονή, στ΄ανοιχτά της ύπαρξης. Στα ενδόμυχα της μελλούμενης σιωπηλής ζωής»[1]. Και μόνο αυτοί οι στίχοι είναι αρκετοί για να αναδείξουν τη συγγραφική υπεροχή και να κατατάξουν τον Γιώργο Σαραντάρη στη χορεία των ¨φιλοσόφων-οραματιστών¨ , στα μέσα περίπου του περασμένου αιώνα στην ελληνική επικράτεια.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στα 1908. Σε μικρή ηλικία πέρασε από τον Πειραιά , για λίγο βέβαια , γιατί συνέχισε και εγκαταστάθηκε στην πόλη Ματσεράτα της Ιταλίας, κοντά στον θείο του Παναγιώτη Σαραντάρη [2]. Εκεί σπούδασε νομικά , αλλά η ανήσυχη φιλοσοφική του σκέψη τον οδηγεί στην Αθήνα , στα 1929, οπότε και παρακολουθεί μαθήματα φιλοσοφίας , στη Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρωτοεμφανίζεται στα ελληνικά Γράμματα από τις στήλες του περιοδικού ¨Νέα Ζωή¨ με το διήγημά του «Μάρθας βίος». Αυτό αποτελεί το ἐναυσμα , το εφαλτήριο που αναζητούσε ο Σαραντάρης για να ανελιχθεί και να εδραιωθεί σύντομα στους λογοτεχνικούς κύκλους της Αθήνας. Ο πόλεμος, στα 1940, αναγκάζει τον ποιητή να στρατευτεί και να βρεθεί αντιμέτωπος με τις κτηνωδίες και τις κακουχίες στην πρώτη γραμμή. Οι δυσκολίες , οι αδυσώπητες ώρες και ημέρες του ¨πολεμικού γίγνεσθαι¨, υπέσκαψαν την υγεία του ποιητή. Πέθανε από τύφο σ΄ένα στρατιωτικό νοσοκομείο, το Φεβρουάριο του 1941 , σε ηλικία μόλις 33 χρόνων. Η λογοτεχνική όμως μορφή , το πνευματικό μεγαλείο του Γιώργου Σαραντάρη είχε ήδη κατακτήσει τις ανήσυχες καρδιές του αναγνωστικού κοινού.
Η ποίηση του Σαραντάρη είναι ξεχωριστή , εμπνέεται από έντονο λυρισμό. Τα κείμενά του , κυρίως φιλοσοφικά δοκίμια , είναι μοντέρνα , λιτά , επιγραμματικά , ευαίσθητα. Είναι κείμενα που κομίζουν και προτρέπουν στη μεταφυσική αναγωγή των όντων και της συμπαντικής πραγματικότητας [3]. Γράφει χαρακτηριστικά: «Ο χρόνος διαφθείρει αόρατος την θέα του κόσμου. Ο άνθρωπος αφαιρείται , δεν κυττάζει (sic), και αν κυττάξει, δεν βλέπει. Μέχρι τον θάνατο, τρώγεται από αόριστο πόθο , ενώ τον διαφθείρει κάποια δύναμη , πιο αόρατη από τον χρόνον»[4].
Το έργο του, ιδιαίτερο, δύσκολο στους πολλούς , καθώς προσεγγίζει την παρούσα πραγματικότητα επιδερμικά , νωχελικά ως προς τις παροντικές αισθήσεις. Έ χει την πλήρη γνώση και πεποίθηση ότι προοριζόμαστε για κάτι ιδανικότερο, υψηλότερο και επιχειρεί να μετουσιώσει αυτή την ευαισθησία του και να παρακινήσει τους αναγνώστες του, να δυνηθούν να αντιληφθούν αυτή την αύρα των υπεραισθητών και επουρανίων. Εξαίρει τη σημασία και αξία της υπέρβασης στη ζωή του ανθρώπου και τονίζει τη συμπόρευσή του με τη σιωπή , καθώς , πιστεύει , χωρίς τη σιωπή ο λόγος είναι ανεπαρκής , γι΄ αυτό μπορεί κανείς να μιλάει σιωπώντας και να σιωπά μιλώντας [5]. Πολύ γλαφυρά καταθέτει: «Εμείς θα διώχνουμε μπροστά μας το σκοτάδι. Στα φύλλα μιας μεγάλης χαράς. Σαν όρθρους που τους χαρίζουμε τα νειάτα, θ΄ αφήνουμε πίσω μας τον κόσμο»[6].
Το προσωπείο , η ψευδαίσθηση που κυριαρχεί γύρω του , έχει ως αποτέλεσμα να οδηγήσει τον ποιητή στην προσωπική του ”υπερπραγμάτωση”, διακρίνοντας το δικαίωμα του ανθρώπου να λειτουργεί με βάση το ¨αυτεξούσιον¨. Πιό συγκεκριμένα , ο Σαραντάρης αναγνωρίζει δύο είδη θανάτου: α) το «χυδαίο» και β) το συνολικό θάνατο. Ο δεύτερος είναι η αποτυχία του ανθρώπου να ολοκληρώσει την επάνοδο στον εαυτό του , η αδυναμία της επιστροφής και της επανένταξης και επαναδραστηριοποίησης του ατόμου. Ο δε ¨χυδαίος¨ θάνατος, επαναλαμβάνεται κάθε φορά που ο άνθρωπος αδυνατεί ή και αρνείται πεισματικά να θεαθεί τη δόξα του Θεού στον άμεσο κοινωνικό του περίγυρο αλλά και εντός του , πάντοτε μέσω της σιωπής και της πνευματικής αναγωγής [7].
H στάση του Σαραντάρη απέναντι στο θάνατο είναι απόλυτα Χριστοκεντρική και χριστιανική. Εστιάζει τη φιλοσοφική του σκέψη στην Αναστάσιμη χαρά και κατορθώνει σε προσωπικό επίπεδο , να ¨κοινωνεί ¨ με αυτή την ουράνια ποιητικότητα , χωρίς ενδοιασμούς , κατορθώνοντας να μετατρέψει το φυσιολογικό θάνατο σε ¨δίοδο¨ αιώνιας χαράς και ευφροσύνης , στη μετάβαση από τη νίκη του θανάτου στην Αναστάσιμη πραγματικότητα του Θεανθρώπου Χριστού , στην ¨όντως ζωή¨: «Πάλι ο θάνατος πεθαίνει, σαν εκείνος ο διαβάτης που μας έβρισε και φεύγει. Σαν το φυτό που δεν βλασταίνει πια […] σαν το τραγούδι που δεν είναι πια τραγούδι. Δεν το μαθαίνουμε από τα πουλιά, αλλά έγινε φωνή ολάκερη δική μας. Ώ το τραγούδι της ζωής , που μας σηκώνει όρθιους»[8].
Η επιβλητική μορφή του Γιώργου Σαραντάρη, η αδάμαντη σκέψη και προσωπικότητα της φιλοσοφικής και ποιητικής εργογραφίας στο μέσο του περασμένου αιώνα , το μετάρσιον θεοκεντρισμού και ανθρωποκεντρισμού, η ¨ζωτική ορμή¨ που χαρακτήριζε τον στοχασμό και την προσωπική του ευαισθησία , όλα αυτά, είναι στοιχεία της αρχοντικής μορφής του ποιητή , που δεν μπορούν να αποδωθούν καλύτερα , παρά με τα κάτωθι: «Τέτοιος ήταν ο Σαραντάρης όταν φώναξε: ¨Σε μένα ο θάνατός μου, σε μένα η ζωή μου¨. Και ζητούσε μια ασπίδα να προφυλαχτεί. Ο Σαραντάρης δεν πέθανε, απλώς ¨πέρασε¨ στην άλλη μπάντα, στην μπάντα με τα πολύφυλλα και ισκιερά δέντρα. Εκεί ήταν το σπίτι του»[9].
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
1. Βλ.σχ.,Σαραντάρη Γιώργου, Έργα 1, Τα Δημοσιευμένα από 1933 έως 1942, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 2001. Το σχετικό απόσπασμα ανήκει στο ποίημα ¨Αστέρι¨ της συλλογής ¨Αστέρια” [1935].
2. Βλ.σχ.,Βιογραφίες και γραμματολογικό λεξικό, εκδ, Αγγελάκη, Αθήνα 1990, σελ. 169-170, Καράγιωργα Ολυμπίας, Γιώργος Σαραντάρης, ο Μελλούμενος, Δίαυλος, Αθήνα 1995.
3. Βιογραφίες και γραμματολογικό λεξικό, σελ.169.
4. Σαραντάρη Γ., Έργα 1, στο ποίημα ¨ Την θέα του κόσμου¨, από τη συλλογή ¨ Οι αγάπες του χρόνου¨ (1933).
5.Πρβλ., Γουνελά Σωτήρη, Ο ποιητικός οραματισμός του Γιώργου Σαραντάρη, Ίνδικτος, ΑΘΗΝΑΙ 2006, σελ. 43-47.
6. Από το ποίημα ¨Μόλις θα φέξει ο άνεμος¨, βλ.σχ., Σαραντάρης Γ., Έργα 1, σελ. 83.
7.Πρβλ., Γουνελά Σ., Ο ποιητικός οραματισμός του Γιώργου Σαραντάρη, κυρίως τις σελ. 83-96.
8.Αυτόθι, σελ. 92, πρβλ., Λορεντζάτου Ζησίμου, Διόσκουροι, Γιώργος Σαραντάρης – Δημήτριος Καπετανάκης, Δόμος, Αθήνα 1997.
9.Σφακιανάκης Γ., Νεκρολογία στο Γιώργο Σαραντάρη, στο περιοδικό Γράμματα και Τέχνες ,(αναδημοσίευση), 1984, σελ. 33.