Μ. Πέμπτη: «Στον καθρέφτη…»
Γράφει ο Στέφανος Δορμπαράκης
Μεγάλη Πέμπτη…
Ξύπνησα από ένα βαθύ λήθαργο που είχα πέσει από καιρό…
Κοίταξα τον «μαγικό» καθρέφτη, όπως συνήθως κάνω, κι είδα στο είδωλο πάνω του παράδοξες μορφές και μάτια…
…Μία συντριμμένη γυναίκα, πόρνη φαινόταν, που ‘ριχνε μύρο, ή μήπως δάκρυα, στα πόδια του Σωτήρα της – με τα ξέπλεκα μαλλιά της τα σκούπιζε τρέμοντας.
…Ένα μαθητή που κρυφά έψαχνε απεγνωσμένα να «αρπάξει» δυο λόγια από τον Δάσκαλό του.
…Μία αριστοκράτισσα που με αγωνία προσπαθούσε να εμποδίσει την άδικη απόφαση του Ηγεμόνα άνδρα της.
Περίεργοι σχηματισμοί που ολοένα όμως άλλαζαν μορφή…
Είδα… να γεννιούνται τα μάτια κάποιου ανθρώπου που βοηθούσε στη μεταφορά ενός μεγάλου ξύλου.
…να πλάθονται τα μάτια ενός εκατοντάρχου που βεβαίωναν με σιγουριά για κάτι.
…να απεικονίζονται τα μάτια μίας μάνας που σχιζόταν η καρδιά της βλέποντας το μοναχοπαίδι της πάνω σε Σταυρό.
Και ξαφνικά ο καθρέφτης θόλωσε… Δεν μπορούσα πια να διακρίνω τη νέα μορφή που είχε σχεδιαστεί μπροστά μου.
Έκανα να πλησιάσω πιο κοντά. Ο καθρέφτης είχε πλημμυρίσει από… δάκρυα με αποτέλεσμα να μην μπορώ να καταλάβω ποιος κρύβεται από πίσω – ήμουνα σίγουρος όμως για την καινούργια ζωγραφιά. Κι όμως το θάμπωμα δεν έφευγε όσο κι αν πάλευα να δω το παραμέσα…
Μ’ απόσπασε καμπάνα που ηχούσε πένθιμα. Κάτι με ώθησε να πάω να ανάψω ένα κερί στην εκκλησιά – πόσα χρόνια είχα να το κάνω.
Μπήκα και στάθηκα σε μια γωνιά. Άκουγα τα λόγια του παπά ενώ Εκείνος μόλις είχε σταυρωθεί… Έκατσα μέχρι τέλους με τα δάκρυα να ρέουν απ’ τα μάτια μου ποτάμι.
Γύρισα σπίτι. Ο «μαγικός» καθρέφτης σαν κάπως είχε ξεθολώσει. Μα μήπως δεν τον είχα πια ανάγκη; Σκέφτηκα να του δώσω μια να γίνει χίλια κομμάτια. Και τότε… τα πράγματα καθάρισαν και είδα!
Ήταν τα μάτια του που αντιφέγγιζαν στα δικά μου μάτια. Τα μάτια του σταυρωμένου ληστή, του ευγνώμονα ληστή, που μ’ ένα «μνήσθητι» είχε κερδίσει τον Παράδεισο! Πήραν και τα δικά μου χείλη να ψελλίζουν ανεπαίσθητα το «μνήσθητι». Κι όσο τον κοιτούσα και δάκρυζα, τόσο με κοιτούσε και δάκρυζε. Το «μνήσθητι» δυνάμωσε κι έγινε κραυγή που τράνταξε τη θύρα και για μένα του Παράδεισου.
Κοίταξα το ρολόι… Ήτανε η ώρα της Ανάστασης!