Η ορατότητα του αοράτου
Η χριστιανική πίστη, μια πίστη η οποία σκέφτεται αυτό που πιστεύει –αυτή είναι και η κεντρική γραμμή του περιοδικού–, αρχίζει, κατά τον Μαριόν, από τη στιγμή που δέχεται (και άρα κατανοεί) ότι ο Ιησούς διεκδίκησε τον τίτλο του Χριστού, του Μεσσία, επειδή παρουσιάστηκε και παρουσιάζεται πάντα ως Υιός του Πατρός: «εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί έστιν» (Ιω. 14:10).
Του Σταύρου Ζουμπουλάκη
Το τελευταίο τεύχος του διμηνιαίου καθολικού περιοδικού «Communio» (τχ. 280, Μάρτιος – Απρίλιος 2022) είναι αφιερωμένο στο θέμα «Le Christ, icône du Dieu invisible» («Ο Χριστός, εικόνα του αόρατου Θεού»), με εξαιρετικά κείμενα θεολόγων και φιλοσόφων.
Το τεύχος ανοίγει με εκτενές εισαγωγικό κείμενο (σ. 8-17) του Ζαν-Λικ Μαριόν, του μεγαλύτερου εν ζωή σήμερα φιλοσόφου της γαλλικής γλώσσας, και από τα ιδρυτικά μέλη του περιοδικού, στο οποίο ουσιαστικά εκθέτει συμπυκνωμένα τη χριστολογία του. Το θέμα της σχέσης ορατού και αοράτου είναι προσφιλές στον Μαριόν και έχει επανειλημμένως ασχοληθεί με αυτό.
Η χριστιανική πίστη, μια πίστη η οποία σκέφτεται αυτό που πιστεύει –αυτή είναι και η κεντρική γραμμή του περιοδικού–, αρχίζει, κατά τον Μαριόν, από τη στιγμή που δέχεται (και άρα κατανοεί) ότι ο Ιησούς διεκδίκησε τον τίτλο του Χριστού, του Μεσσία, επειδή παρουσιάστηκε και παρουσιάζεται πάντα ως Υιός του Πατρός: «εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί έστιν» (Ιω. 14:10). Η ταυτότητα του Χριστού συνίσταται στην ταύτισή του με έναν άλλον, με τον Πατέρα – αντίθετα προς την κλασική μεταφυσική αρχή που ορίζει ότι τίποτε δεν μπορεί να είναι διαφορετικό από τον εαυτό του και αντίθετα προς τις τρέχουσες αντιλήψεις περί ταυτότητος.
Χάρις σε αυτήν ακριβώς την ταυτότητα διά της κοινωνίας (communio), ο Υιός φανερώνει τον Πατέρα: «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον πατέρα» (Ιω. 14:9), αρκεί βεβαίως να θελήσει ο άνθρωπος να δει αυτό που του χαρίζεται να δει – γιατί μπορεί και να αρνηθεί.
Το γεγονός ότι ο Χριστός είναι «εικών του Θεού» (2 Κορ 4:4), «εικών του Θεού του αοράτου» (Κολ 1:15), ότι στο πρόσωπό του γίνεται ορατός ο Πατήρ, δεν μπορεί να κατανοηθεί παρά μόνο από την τριαδική ταύτιση του Χριστού προς τον Πατέρα. Για τον Μαριόν είναι αδιανόητη μια χριστολογία κλειστή στον εαυτό της, αποκομμένη από το τριαδολογικό θεμέλιο, εξ ου και η αντίθεσή του στη χριστολογία του Καρλ Ράνερ και του Μορίς Μπλοντέλ. Σε όλο το κείμενο ο Μαριόν κάνει λόγο για εικόνα, μεταφράζοντας το «εικών» του Παύλου ως icône. Θα εξηγηθεί: «Ας μην παραξενέψει που αποδίδουμε εδώ το ”εικών” ως icône, αντί να κρατήσουμε, όπως οι περισσότερες μεταφράσεις, την τρέχουσα απόδοση image.
Μια πρώτη απάντηση βασίζεται στο γεγονός ότι η image, όπως την εννοούμε στην καθημερινή χρήση της, αναπαράγει (λιγότερο ή περισσότερο πιστά) αυτό που παρουσιάζεται ήδη στην ορατότητα, ενώ, στην περίπτωση του Χριστού, πρόκειται να παρουσιάσουμε μέσα στην ορατότητα όχι το ορατό, αλλά το αόρατο, τον Θεό, εκείνον που ”ουδείς εώρακε πώποτε”, αλλά τον οποίο μόνο ”ο μονογενής υιός […] εξηγήσατο” (Ιω. 1:18). Δεν υπάρχει επομένως, υπό αυστηρή έννοια, image του αοράτου. Αρα, αν πρέπει το αόρατο να είναι ορατό, τότε οφείλουμε να εννοήσουμε τη λέξη eikôn με μια σημασία τόσο εξαιρετική όσο και το παράδοξο το οποίο πραγματώνει, την ορατότητα του αοράτου, την ανθρώπινη φανέρωση του Θεού.
Μπορούμε επίσης, μάλλον είμαστε υποχρεωμένοι, να ονομάζουμε, όσο πιο κοντά στο ελληνικό κείμενο, τούτη τη φανέρωση icône. Αυτή η κυριολεκτική μεταγραφή από τα ελληνικά μπορεί να φαίνεται ασυνήθιστη, μια εξαίρεση, αλλά ταιριάζει ακριβώς στην περίπτωση –εξαιρετική επίσης– όπου πρόκειται να κάνουμε ορατό το αόρατο και όχι, ως συνήθως, να [ανα]παραγάγουμε την ορατότητα του ήδη ορατού» (σ. 10-11). Ναι, αλλά πώς γίνεται αυτό; Πώς είναι δυνατόν να βλέπει κανείς το αόρατο στο ορατό; Ο Μαριόν δεν θα σταθεί μόνο στην εικονομαχική έριδα και στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, αλλά θα στραφεί στον τριαδολογικό πυρήνα της συζήτησης, στο πλαίσιο άλλωστε της οποίας διατυπώθηκε και η περίφημη φράση του Μεγάλου Βασιλείου («η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει», PG 32, 149C), μερικούς αιώνες πριν από την εικονομαχική έριδα, στο έργο του «Περί του Αγίου Πνεύματος».
Ολα, μα εντελώς όλα, όσα λέει ο Μαριόν εν προκειμένω τα στηρίζει ρητά σε όσα γράφει ο Μέγας Βασίλειος λίγες αράδες πριν από τη διάσημη φράση: «Θεόν γαρ εκ Θεού προσκυνούντες, και το ιδιάζον των υποστάσεων ομολογούμεν, και μένομεν επί της μοναρχίας, εις πλήθος απεσχισμένον την θεολογίαν μη σκεδαννύντες [χωρίς να διαλύουμε τη θεολογία (δηλαδή την Τριάδα) σε πολλά μέρη αποκομμένα μεταξύ τους], διά το μίαν εν Θεώ Πατρί και Θεώ μονογενεί την οιονεί μορφήν θεωρείσθαι, τω απαραλλάκτω της θεότητος ενεικονιζομένην. Υιός γαρ εν τω Πατρί, και Πατήρ εν τω Υιώ· επειδή και ούτος τοιούτος, οίος εκείνος, κακείνος οίοσπερ ούτος· και εν τούτω το εν. Ωστε κατά μεν την ιδιότητα των προσώπων εις και εις, κατά δε το κοινόν της φύσεως εν οι αμφότεροι». Ο Χριστός είναι εικών του Θεού, επειδή φανερώνει μέσα στην ανθρώπινη ορατότητα τον αόρατο Πατέρα ως Υιός του. Στον Χριστό και διά του Χριστού το αόρατο γίνεται ορατό. Ο Χριστός «ώφθη», σύμφωνα με το ρήμα των πασχάλιων εμφανίσεων, και όποιος τον ομολογεί ακριβώς ως Χριστό βλέπει στο πρόσωπό του το αόρατο, δηλαδή τον Θεό Πατέρα, ο οποίος είναι και παραμένει αόρατος.
Εχω επίγνωση ότι δεν είναι ζητήματα αυτά για επιφυλλίδες. Τα έγραψα ωστόσο απλώς και μόνο για να υποδηλώσω ότι εξακολουθούν να υπάρχουν στοχαστές, σε πολλές γωνιές του κόσμου (περιοδικά, εκδοτικές σειρές κ.λπ.), που δεν έχουν πάψει να συζητούν ορισμένα από τα ζητήματα που συγκλόνισαν επί αιώνες την ευρωπαϊκή σκέψη και για τα οποία γράφτηκαν πολύ μεγάλα έργα.
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/