Από την Άνοιξη προς το Καλοκαίρι: Λαϊκές Τελετουργικές Μεταβάσεις
Γράφει ο Μ. Γ. Βαρβούνης, Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης
Το Σάββατο πριν την Πεντηκοστή, αποτελεί το τελευταίο, και κατά την λαϊκή αντίληψη σπουδαιότερο, Ψυχοσάββατο του ετήσιου εορτολογικού κύκλου. Καθώς πίστευαν ότι από το Πάσχα ως το Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής οι ψυχές κυκλοφορούν ελεύθερες, κάθονται πάνω στα δέντρα και γι’ αυτό δεν πρέπει να κοπούν τα καινούργια κλαδάκια , μήπως και βρίσκεται κάποια ψυχή πάνω τους και πέσει και κλάψει και δεν ξεσκονίζουν τις γωνίες του σπιτιού γιατί κι εκεί βρίσκονται οι ψυχές και βλέπουν τους αγαπημένους τους ζωντανούς, Ψυχοσάββατο ορίστηκε και το Σάββατο της Πεντηκοστής, οπότε και οι ψυχές πίστευαν ότι επιστρέφουν στον Άδη.
Σύμφωνα με ορισμένες παγανιστικές αντιλήψεις οι ψυχές των νεκρών έπρεπε να εξευμενισθούν, για να δώσουν καρπό στη γη και να επιτρέψουν το ξεφάντωμα στους ζωντανούς. Σε πολλά μέρη της Ελλάδας, το Ψυχοσάββατο που προηγείται του εορταστικού διήμερου της Πεντηκοστής και του Αγίου Πνεύματος συνδέεται με μια ιδιαίτερη τελετουργία. Ακόμα και το λαϊκό όνομά της, «Ρο(υ)σάλια» ή «Αρουσάλια», σε αρχαία έθιμα παραπέμπει, αφού μια ρωμαϊκή γιορτή, γνωστή ως dies rosationis ή rosalia, η οποία γινόταν τον Μάιο ή τον Ιούνιο οπότε τα μέλη της οικογένειας έφερναν τριαντάφυλλα στους τάφους των αγαπημένων τους, αλλά και τα αρχαία νεκρόδειπνα συνιστούν τις προχριστιανικές καταβολές των σχετικών εθιμικών αντιλήψεων και τελετουργικών πρακτικών.
Έτσι ακόμη και σήμερα οι άνθρωποι στολίζουν τους τάφους με φρεσκοκομμένα τριαντάφυλλα και φέρνουν στην εκκλησία κόλλυβα, ψυχόπιτες, αρνί και άλλα τρόφιμα που έχουν ευλογηθεί από τον ιερέα. Μετά τη λειτουργία τα φαγητά απλώνονται σους τάφους και διανέμονται μεταξύ των παρόντων, ενώ μερίδιο σ’ αυτά έχουν και οι ψυχές οι οποίες είναι βαθύτατα θλιμμένες γιατί πρέπει να αφήσουν τον πάνω κόσμο στον οποίο τριγυρνούσαν ελεύθερες από την Κυριακή του Πάσχα. Γι’ αυτό, όπως αναφέρει σχετικό δημοτικό τραγούδι «Όλα τα Σάββατα να ‘ρθουν, να ‘ρθουν και να ματάρθουν / Το Σάββατο τ’ Αρουσαλιού να μην ξαναγυρίσει…».
Σ’ αυτό το διάστημα της παραμονής των νεκρών ανάμεσα στους ζωντανούς, οι τελευταίοι έκαναν στους νεκρούς πολλές τιμές και τους τάιζαν με πανσπερμία δηλαδή ένα παρασκεύασμα από σπόρους δημητριακών και οσπρίων, κάτι σαν τα κόλλυβα. Παρόμοια γιορτή των ψυχών βρίσκουμε και σε άλλους λαούς. Η ημέρα των ψυχών και η πιθανή σύνδεσή της με την γιορτή των λουλουδιών και της άνοιξης είναι πολύ παλιά, ίσως ινδογερμανική κληρονομιά – και ο Διόνυσος αργότερα μόνον, σαν Θεός της άνοιξης, συνδέθηκε με την γιορτή των νεκρών. Για τους λόγους αυτούς, τα Ψυχοσάββατα, ιδιαίτερα δε το τελευταίο της Πεντηκοστής, αποτελούν σημαντικές στιγμές της θρησκευτικής λαογραφίας.
Όσον αφορά την Κυριακή της Πεντηκοστής, πρόκειται για την ουσιαστική πανηγυρική λήξη του κύκλου των εορτών του Πάσχα, την Κυριακή πενήντα μέρες μετά την Λαμπρή. Ήδη η παραμονή της εορτής, το Σάββατο της Πεντηκοστής διακρίνεται για τον έντονο νεκρολατρικό και γονιμικό χαρακτήρα των εθίμων του. Συνηθίζουν σε πολλές περιοχές να προσφέρουν στο ναό κόλλυβα ή γαλατόπιτες, για να διανεμηθούν στους πιστούς μετά τη θεία λειτουργία, ώστε να συγχωρέσουν τις ψυχές των νεκρών τους. Στην Καστοριά συνήθιζαν όταν γονάτιζαν να αφήνουν μπροστά τους λουλούδια που είχαν φέρει από το σπίτι τους, και να κρατούν ένα αναμμένο κερί, ενώ αλλού όταν γονάτιζαν έκλειναν τα μάτια τους με άνθη ή με φύλλα, κυρίως φύλλα καρυδιάς, με την πίστη ότι την ώρα εκείνη περνούν μέσα από το ναό οι ψυχές των νεκρών που επιστρέφουν στον Άδη και δεν πρέπει να τους δουν και να τους γνωρίσουν, γιατί τότε θα στεναχωρηθούν και θα κλαίνε.
Στη Θράκη πάλι συνήθιζαν να γονατίζουν πάνω σε κλαδιά ή σε φύλλα καρυδιάς. Στην Ίμβρο οι γυναίκες όταν γονάτιζαν έβαζαν μικρή πέτρα στη ράχη τους, ευχόμενες να είναι γερή η μέση τους όλο το καλοκαίρι, ενώ στην Κάρπαθο έβαζαν το σιδερένιο κλειδί του σπιτιού στο κεφάλι ή στα δόντια τους, για να μην πονούν όλο το χρόνο. Αλλού παίρνουν μαζί τους λίγο χώμα σε μαντήλι, το βάζουν μπροστά στις εικόνες του τέμπλου, και κατόπιν το ρίχνουν στη ρίζα των άκαρπων οπωροφόρων δένδρων, με την πίστη ότι έτσι θα αρχίζουν να καρπίζουν.
Στην Άνω Αμισό του Πόντου συνήθιζαν να χτυπούν ο ένας τον άλλο τελετουργικά με κλαδιά καρυδιάς, για να αποκτήσουν τελετουργικά δύναμη, θαλερότητα και υγεία. Τηρούν γενική εθιμική αργία, και μάλιστα οι νοικοκυρές δεν άνοιγαν τα σεντούκια, πιστεύοντας ότι θα πάνε τα ποντίκια να καταστρέψουν τα ασπρόρουχά τους, ενώ συχνά πραγματοποιούσαν εξοχικά συμπόσια και διασκεδάσεις, κάποτε δε μαρτυρείται όχι μόνο η χρήση και άσεμνων γονιμικών τραγουδιών, αλλά και η φυτομορφική μεταμφίεση των γυναικών με χλωρά κλαδιά και φύλλα.
Η Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος εορτάζεται την Δευτέρα μετά την Κυριακή της Πεντηκοστής. Στην ελληνική λαϊκή λατρεία, η ημέρα αυτή έχει κυρίως νεκρολατρικό περιεχόμενο, καθώς κοινή είναι η πίστη ότι οι ψυχές των νεκρών που είχαν βγει από τον Άδη με την Ανάσταση επέστρεψαν στον κόσμο των πνευμάτων το προηγούμενο Σάββατο της Πεντηκοστής. Έτσι, στον Πόντο πήγαιναν στους τάφους των συγγενών τους με ρυζόγαλο, σφουγγάτο και ξινόγαλα, μετά δε το τρισάγιο του ιερέα γευμάτιζαν γύρω από τον τάφο, ενώ πριν επισκεφθούν το κοιμητήριο έτρωγαν τρία κουτάλια ξινόγαλα. Συνήθιζαν επίσης στον Πόντο να μην αναβαίνουν σε δένδρα, ούτε να λούζονται, αλλά και να μην κοιμούνται, ώστε η ψυχή τους να μην πάει κοιμισμένη στον Άδη μαζί με τους επιστρέφοντες εκεί νεκρούς.
Στη Ζάκυνθο κάθονταν τελετουργικά πάνω σε ρόδα παιδιά που είχαν αναρρώσει από βαριά ασθένεια, για να παγιωθεί η καλή υγεία τους. Στην Κύπρο πάλι γιόρταζαν την πανήγυρη του «κατακλυσμού», καθώς κατέβαιναν στην παραλία – στον «Άι Γιαλό» – και βρέχονταν τελετουργικά με θαλασσινό νερό. Πολλές επίσης ήταν οι μαντικές ενέργειες της ημέρας, με τις οποίες προσπαθούσαν να προμαντεύσουν το μέλλον, φανερώνοντας τον διαβατήριο χαρακτήρα που ο λαός προσέδιδε στην εορτή. Ακόμη, η εορτή αποτελούσε και ορόσημο για ορισμένες αγροτικές ασχολίες, και μάλιστα για τον ερινασμό των σύκων.