Οι δύο νέοι Άγιοι της Ορθοδοξίας – Κωδωνοκρουσίες σε Φθιώτιδα και Σπάρτη
Όσιος Βησσαρίων και Άγιος Ανανίας, οι δύο νέοι Άγιοι στο Ορθόδοξο Αγιολόγιο.
Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου
Χαρά και συγκύνηση επέφερε η απόφαση τησ Στυνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εχθές, Τρίτη, 14 Ιουνίου 2022, με την οποία γνωστοποιεί την αγιοκατάταξη δύο νέων Αγίων στο Ορθόδοξο Αγιολόγιο της Ανατολικής Εκκλησίας.
Πρόκειται για τον μακαριστό Ιερομόναχο Βησσαρίωνα, το σκήνωμα του οποίου διατηρείται άφθαρτο στην Ι. Μονή Αγάθωνος, στη Φθιώτιδα και για τον Ιερομάρτυρα Ανανία, Αρχιεπίσκοπο Λακεδαιμονίας.
Στο άκουσμα της αγιοκατάταξης των δύο νέων αγίων, τόσο στη Φθιώτιδα όσο και στη Σπάρτη, οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυναν, εκδηλώνοντας τη χαρά και τη συγκίνηση των τοπικών Εκκλησιών, καθώς αμφότεροι οι άγιοι κατά τόπους, προσέφεραν άοκνα τη διακονία τους και ανέπαυσαν πολύ κόσμο κοντά τους.
Στη Μητρόπολη Φθιώτιδος, όταν έγινε γνωστή η είδηση, ο Μητροπολίτης κ. Συμεών κατευθύνθηκε αμέσως στο μοναστήρι του Οσίου Βησσαρίωνα, στη Μονή Αγάθωνος και έγινε δεκτός μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού και συγκίνησης από τους μοναχούς, τον κλήρο και τους πιστούς της περιοχής.
Προσκυνώντας το σκήνωμα του Οσίου, ο κ. Στυμεών, αφού ευχαρίστησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τον ίδιο τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου, αλλά και τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, μεταξύ άλλων, τόνισε: «Ο Πανάγαθος Θεός επέλεξε σήμερα την ημέρα αυτή, 14 Ιουνίου, μία ημέρα για εμάς πολύ σημαντική, διότι σαν σήμερα 14 Ιουνίου του έτους 2017 ο μακαριστός Γέροντάς μας π. Δαμασκηνός τέλεσε την τελευταία του Θεία Λειτουργία μέσα στο Ιερό Παρεκκλήσιο του Αγίου Χαραλάμπους, όπου ευρίσκεται το Άγιο Σκήνωμα του Οσίου Βησσαρίωνος. Αυτή την ημέρα τοποθέτησε πάνω στο σκήνωμα του Οσίου το πόνημα που είχε συγγράψει για τον Όσιο, τον Βίο, την Πολιτεία του, την αποκάλυψη του αφθάρτου σκηνώματός του και τα αναρίθμητα θαύματα που επιτέλεσε και συνεχίζει να επιτελεί, του ζήτησε να το εγκρίνει και να το ευλογήσει και όταν τελείωσε την Θεία Λειτουργία ο μακαριστός Γέροντας είπε στον Θεό και στην Παναγία Μητέρα, αλλά και σε όλους μας: «Θεέ μου, Παναγία μου, η αποστολή μου τελείωσε.
Σας ευχαριστώ που με κρατήσατε στην ζωή και τελείωσα αυτό το έργο. Τώρα θέλω να αναπαυθώ στο κοιμητήριο της Μονής». Στις 23 Ιουνίου, μετά από 9 μέρες ο Γέροντας αιφνίδια εκοιμήθη.
Η σημερινή μέρα δεν είναι λοιπόν τυχαία, αλλά η πρόνοια του Θεού μας χαρίζει όλα αυτά τα θαυμαστά και εξαίσια».
Ομοίως και στη Μητρόπολη Σπάρτης, ο οικείος Μητροπολίτης κ. Ευστάθιος, συνοδευόμενος από τον Πρωτοσύγκελλο της Μητροπόλεως, Αρχ. Θεόφιλο Μαντζαβράκο και άλλους κληρικούς της τοπικής Εκκλησίας, τέλεσε, εμφανώς συγκινημένος, δέηση στην προτομή του Αγίου, έμπροσθεν της ιερής εικόνας του, στον προαύλιο χώρο του Μητροπολιτικού Ναού Ευαγγελιστρίας Σπάρτης, ενώ στη Σπάρτη και στη Μητρόπολη Γόρτυνος, όπου ο κ. Ευστάθιος αυτή την περίοδο τελεί χρέη Τοποτηρητού, οι κωδωνοκρουσίες μετέδιδαν παντού τη χαρα και τον ενθουσιασμό των τοπικών Εκκλησιών.
Ποιος ήταν ο Όσιος Βησσαρίων
Ο Όσιος Βησσαρίων Κορκολιάκος, ο Αγαθωνίτης, γεννήθηκε στο Πεταλίδι Μεσσηνίας το έτος 1908, όπου έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ανδρέας. Στα 18 του χρόνια πήγε στην Καλαμάτα, όπου συνδέθηκε με πνευματικούς ανθρώπους και αποφάσισε να εισέλθει στον ιερό κλήρο. Έγινε Μοναχός και πήρε το όνομα Βησσαρίων. Έπειτα χειροτονήθηκε Διάκονος, Ιερέας και έλαβε το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτου.
Ανώτερες σπουδές του ήταν το Σχολαρχείο. Ωστόσο η συνεχής μελέτη των ιερών βιβλίων, των κειμένων της Εκκλησίας μας, των βιβλίων του αναλογίου, είχαν κάνει τον π. Βησσαρίωνα άνθρωπο ευρύτατα και βαθύτατα μορφωμένο θεολογικά.
Γεμάτος πνευματικά εφόδια το έτος 1935, ύστερα από πρόσκληση του επίσης Μεσσήνιου Μητροπολίτη Καρδίτσας Ιεζεκιήλ, ο π. Βησσαρίων πήγε στην Καρδίτσα, όπου αφοσιώθηκε στο έργο της διακονίας του Κυρίου μας. Εκεί ασκήθηκε στο έργο της φιλανθρωπίας και μέσα σε αυτό ανάλωσε ολόκληρη τη ζωή του σε σημείο που ευρισκόμενος στο Νοσοκομείο «Σωτηρία», λίγο πριν το θάνατό του, να ρωτάει από το κρεβάτι του πόνου με ακαταπόνητη έγνοια για τα παιδιά, τους φτωχούς, για τα πράγματα της Εκκλησίας και της κοινωνίας.
Ανέλαβε πολλές και δύσκολες αποστολές. Μεταξύ αυτών έπαιξε σημαντικό ρόλο στη γερμανική κατοχή, κατά την οποία αναφέρεται ότι βοήθησε πολλούς πατριώτες και έσωσε με προσωπικές παρεμβάσεις του παιδιά που είχαν συλλάβει οι Γερμανοί.
Μετά την Απελευθέρωση και τον Εμφύλιο ο π. Βησσαρίων έφυγε από την Καρδίτσα. Ήδη Αρχιμανδρίτης με πολύχρονο ασκητικό βίο και πλούσιο πνευματικό και κοινωνικό έργο, ήρθε στην Ιερά Μονή Αγάθωνος μετά το 1955, επηρεασμένος από τον επίσης Πελοποννήσιο π. Γερμανό Δημάκο. Εκεί ανέλαβε να διακονεί τον πνευματικό τομέα του Μοναστηριού. Είχε εσωτερικό διακόνημα μέσα στο Μοναστήρι, αλλά είχε και εξωτερική υπηρεσία στον κόσμο. Κάθε Δευτέρα και Τρίτη πήγαινε στα Νοσοκομεία της Λαμίας, έβλεπε τους ασθενείς, τους παρηγορούσε και τους εξομολογούσε. Με τη χαρισματική προσωπικότητά του, την αγάπη του για τον άνθρωπο και τον γλυκύ και απλό τρόπο του κατάφερνε να ανακουφίζει τις πονεμένες ψυχές. Τις λοιπές ημέρες καθόταν στο Μοναστήρι, μπροστά στην Εκκλησία, υποδεχόταν με το ευπροσήγορο χαμόγελό του τον κόσμο και άκουγε τα προβλήματά του. Οι άνθρωποι που έρχονταν φορτωμένοι με πόνο, βάσανα και άγχος, έφευγαν από το Γέροντα ανακουφισμένοι. Πολλούς από αυτούς τους βοηθούσε και οικονομικά. Όσα πράγματα και χρήματα του έφερναν πολλοί άνθρωποι που τον εμπιστεύονταν, ο παππούλης τα μοίραζε στους φτωχούς και όσους είχαν ανάγκη. Έλεγε συνεχώς: «Έξω οι άνθρωποι είναι φτωχοί, έξω πεινάνε, πρέπει να τους βοηθήσουμε».
Κάθε Σαρακοστή έφευγε από το Μοναστήρι με την ευχή του Γέροντα Γερμανού και έφτανε από τη μια άκρη του Νομού Φθιώτιδος στην άλλη. Πήγαινε σε όλα τα σπίτια και βοηθούσε. Πολλές φορές κοιμόταν και εκεί. Η περιοδεία του περιλάμβανε κατ΄ αρχήν την εξομολόγηση, για την οποία τον ανέμεναν με αδημονία σε όλα τα χωριά. Ο π. Βησσαρίων εξομολογούσε και τα παιδιά στο Εκκλησιαστικό Λύκειο της Λαμίας και ήταν ο πνευματικός τους. Εξομολογούσε τα παιδιά και στο τέλος πάντοτε τους έβαζε «κάτι» στο χέρι, για να τα ενισχύσει.
Όταν λειτουργούσε ο π. Βησσαρίων, έλαμπε ολόκληρος, καθώς τελούσε τη Θεία Λειτουργία με όλο το σεβασμό και την ιεροπρέπεια που αρμόζει. Παρά το γεγονός ότι δεν μπορούσε να μιλήσει καλά, καθώς η φωνή του ήταν φθίνουσα, εξαιτίας ενός περιστατικού με τους Γερμανούς, δεν παραιτήθηκε από το Άγιο Θυσιαστήριο. Έλεγε πως: «ο δε έχω, Κύριε, τούτο σοι δίδωμι»(Πρ. γ΄, 6). Με συμβουλές που η Θεία Χάρις παραχωρούσε στην προσευχή του, με εμπνευσμένη κατήχηση, με μυστική εξομολόγηση, φιλοτεχνούσε το έργο του ο λειτουργός του Θεού. Ήταν Μέγας Εξομολόγος. Τον έβλεπαν οι άνθρωποι ευπροσήγορο, απλό, ταπεινό, με την αδύναμη φωνούλα του και έλκονταν.
Ο π. Βησσαρίων ήταν και ο «κουβαλητής» του Μοναστηριού. Έβγαινε με την εικόνα της Παναγία στα χωριά, όπου με λαχτάρα τον περίμεναν στους δρόμους οι πιστοί. Τελούσαν ακολουθίες, ο παππούλης τους εξομολογούσε, τους μιλούσε με λόγους πνευματικούς και οικοδομητικούς και εκείνοι έδιναν ευλογίες από τα προϊόντα τους. Ο π. Βησσαρίων όσα μάζευε τα μοίραζε σε δύο «σακιά». Ένα σακί έφερνε στο Μοναστήρι για τις ανάγκες του, καθώς τότε λειτουργούσε εδώ η Γεωργοτεχνική Σχολή και η Ιερά Μονή φιλοξενούσε 82 άπορα παιδιά. Όσα περιείχε το άλλο σακί τα μοίραζε κατευθείαν στους φτωχούς. Γνώριζε ποιες ήταν οι ανάγκες κάθε οικογένειας και ανάλογα έκανε τη διανομή.
Ο Γέρων Βησσαρίων πέρασε τη ζωή του νουθετώντας, συμβουλεύοντας, διακονώντας με παντοειδείς τρόπους το ποίμνιο του Θεού. Ήταν ο καλός ποιμήν, που θυσίασε τη ζωή του υπέρ των προβάτων. Τα του κόσμου όλα τα θεωρούσε σκύβαλα, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, «ίνα Χριστόν κερδήσει». Και τον κέρδισε το Χριστό. Ο π. Βησσαρίων είναι σήμερα κοντά στον Κύριο, ο οποίος οικονόμησε εξαιρετικά να του δώσει ιδιαίτερη τιμή. Δεν τον αγίασε απλά, του κράτησε το σώμα σε αφθαρσία, για να το δούμε όλοι εμείς ιδίοις όμμασι και να πιστέψουμε, να δυναμωθούμε, να συνετιστούμε, να συγκλονιστούμε.
Ο π. Βησσαρίων ήταν καλά στην υγεία του σε γενικές γραμμές. Δεν είχε μεγάλα προβλήματα. Προς το τέλος της ζωής του ήρθαν η κόπωση και τα γεράματα. Λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο «Σωτηρία» στην Αθήνα, όπου κοιμήθηκε από πνευμονικό οίδημα την 22 Ιανουαρίου 1991.
Η πρόσβαση στο Μοναστήρι εκείνες τις ημέρες ήταν δύσκολη λόγω έντονης χιονόπτωσης. Με δυσκολία ανέβηκε η νεκροφόρα. Για δύο ημέρες τοποθετήθηκε στην Εκκλησία, όπου πολύς κόσμος περνούσε για να χαιρετήσει το Γέροντα και να κλάψει. Έλαμπε το πρόσωπό του μέσα στο φέρετρο και το σώμα του ευωδίαζε. Το σώμα του δεν μπορούσε να ενταφιαστεί στο κοιμητήριο λόγω των καιρικών συνθηκών και ως εκ τούτου κηδεύτηκε στα Βαπτιστήρια, όπου υπήρχαν δωμάτια προορισμένα για την εξομολόγηση. Πολλοί άνθρωποι για χρόνια κατέβαιναν για να προσκυνήσουν το σκήνωμα, δείχνοντας την ευσέβειά τους. Μάλιστα πολλοί του έφερναν αφιερώματα, σαν να τα προσέφεραν σε Άγιο, χωρίς να περιμένουν οποιοδήποτε σημείο για να αποδείξει την αγιότητά του. Μάλιστα υπάρχουν αναφορές των θαυμαστών εμπειριών και των βιωμάτων που είχαν στον τάφο του Γέροντα. Πολλοί είχαν ταραχή μέσα στο σπίτι τους, μα όταν είδαν τον π. Βησσαρίωνα στον ύπνο τους, ήρθε η γαλήνη πάλι στην οικογένεια, και άλλα παρόμοια. Αποφασίστηκε να μη γίνει εκταφή, αλλά αναβάθμιση του χώρου των Βαπτιστηρίων. Ωστόσο η καθίζηση που παρουσιάστηκε στην ανατολική πλευρά του Μοναστηριού απαιτούσε το γκρέμισμα και την ανοικοδόμηση αυτής με νέα στηρίγματα. Επομένως η εκταφή ήταν απαραίτητο να γίνει. Αφού τελέστηκε Τρισάγιο, ξεκίνησε η αφαίρεση των τούβλων. Φάνηκε το φέρετρο σε άριστη κατάσταση. Αφού μεταφέρθηκε στο κοιμητήριο, άνοιξαν οι Μοναχοί το φέρετρο για να αφαιρέσουν τα οστά. Όταν όμως το άνοιξαν, διαπίστωσαν με έκπληξη ότι το σώμα του κάτω από το σάβανο ήταν άφθαρτο.
Αυτό αποτελούσε θαυμαστό γεγονός και θεία οικονομία. Παρά το γεγονός ότι όλοι οι Μοναχοί πίστευαν στην αγιότητά του, η Αγία Εκκλησία έπρεπε να επιληφθεί της υπόθεσης. Ο μακαριστός Μητροπολίτης Φθιώτιδος κυρός Νικόλαος, όταν το έμαθε συγκλονίστηκε, επισκέφθηκε το Μοναστήρι και προσκύνησε συγκινημένος το ιερό σκήνωμα. Το άφθαρτο σώμα του Γέροντα μεταφέρθηκε στο παρεκκλήσιο της Αγίας Τριάδας για να προστατεύεται και έκτοτε εκεί βρίσκεται προς προσκύνηση από χιλιάδες πιστούς.
Ο ήσυχος παππούλης με τη χάρη του Θεού τάραξε το πανελλήνιο. Μετά από δεκαπέντε χρόνια βρέθηκε το σκήνωμα αυτού του ανθρώπου σε πλήρη συνοχή, απλώς συρρικνωμένο, αφυδατωμένο, να κρατά μάλιστα το Ιερό Ευαγγέλιο και να μην είναι εύκολο να του το αποσπάσει κανείς. Σαν να θέλει να μας πει ότι ξεφύγαμε από το Ευαγγέλιο και να μας προτρέπει, κυρίως τους Ιερείς: «Γυρίστε πάλι στις γάργαρες πληγές της Πίστεώς μας, στην Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση. Πάψτε να ασχολείστε με τις κοσμικότητες και τα κοινωνικά ζητήματα, είναι άλλοι αρμόδιοι για αυτά τα θέματα. Εσείς έχετε χρέος να οδηγήσετε τις ψυχές εις νομάς σωτηρίους, να ανεβάσετε τον άνθρωπο από τη Γη στον Ουρανό!…» .
Ποιος ήταν ο Άγιος Εθνομάρτυς Ανανίας Λαμπάρδης
Ο ιερομάρτυρας Ανανίας Λαμπάρδης γεννήθηκε στις αρχές του ΙΗ” αιώνα στη Δημητσάνα Αρκαδίας λαμβάνοντας το κατά κόσμον όνομα Αναστάσιος. Ο πατέρας του ήταν ο προύχοντας Στασινός της Άκοβας και η μητέρα του από την ισχυρή οικογένεια Λαμπάρδη ή Λαμπαρδόπουλου της Δημητσάνας. Ο Ανανίας μορφώθηκε στην Μονή Φιλοσόφου και πριν το 1741 μ.Χ ανεδείχθη Επίσκοπος Καρυουπόλεως στη Μάνη. Το 1747 ανέλαβε Αρχιεπίσκοπος Δημητσάνης, η οποία τότε ήταν ανεξάρτητη Αρχιεπισκοπή. Όταν το 1750 απεβίωσε ο Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας Παρθένιος Καλημέρης, ο Δημητσάνης Ανανίας ανέλαβε και αυτή την Επισκοπή. Το 1754 ανακαίνισε την Μητρόπολη του Μυστρά φτιάχνοντας νέο μητροπολιτικό κτίριο με δικές του δαπάνες.
Διακρίθηκε και στον πολιτικό τομέα ως γόνος δύο ισχυρών οικογενειών της Πελοποννήσου και αναδείχθηκε στο αξίωμα του μοραγιάνη (= αγιάνης του Μωριά). Αυτοί ήταν ανώτερα στελέχη της τότε τοπικής αυτοδιοίκησης, του θεσμού των προεστών που εκλέγονταν από οικογένειες προυχόντων.
Από τη θέση του αυτή και λόγω του κύρους του εργάστηκε στη διοργάνωση απελευθερωτικού κινήματος. Με το πρόσχημα της οικιακής βιοτεχνίας ίδρυσε στη Δημητσάνα τους πρώτους μπαρουτόμυλους που τροφοδότησαν τις μετέπειτα επαναστάσεις. Επίσης κατασκεύασε στη Δημητσάνα υδραγωγείο με δικά του έξοδα, στο οποίο οφείλεται το τοπωνύμιο “Βρύση του Δεσπότη” στην είσοδο της πόλης. Σε μερικές επαρχίες της Πελοποννήσου δημιούργησε δίκτυο ιερέων μυημένων στην εξέγερση. Σε συνεννοήσεις ερχόταν και με τους κλέφτες.
Τότε βεζύρης της Πελοποννήσου ήταν ο ήπιος Τοπάλ Οσουμάν πασάς κατά του οποίου αντέδρασαν άλλοι Τούρκοι αξιωματούχοι που πήγαν στην Κωνσταντινούπολη ζητώντας τη μετάθεσή του. Υπέρ του βεζύρη τάχθηκαν οι Έλληνες πρόκριτοι και πέντε εξ αυτών με επικεφαλής τον Ανανία πήγαν επίσης στην Κωνσταντινούπολη το 1762 και πέτυχαν την παραμονή του Τοπάλ Οσουμάν πασά στη θέση του και την καταδίκη σε θάνατο των εναντίον του κινηθέντων αγάδων, γεγονός που αναπτέρωσε το ηθικό των υποδούλων.
Όμως, μετά από μια διετία, βεζύρης της Πελοποννήσου τοποθετήθηκε ο σκληρός Χαμζά πασάς από την Κάρυστο οπότε οι φανατικοί Τούρκοι βρήκαν ευκαιρία να ενοχοποιήσουν τον Ανανία και τους άλλους τέσσερεις επιτρόπους και να προκαλέσουν την έκδοση μυστικού φιρμανιού που τους καταδίκαζε σε θάνατο. Το 1764 απαγχονίσθηκαν οι Δεληγιάννης, Ζαΐμης, Κρεββατάς και Νοταράς που βρέθηκαν στην έδρα του βεζύρη στην Τρίπολη, ενώ ο Ανανίας βρισκόταν στον Μυστρά. Εναντίον του στάλθηκε σώμα από 150 ιππείς, αλλά ο Ανανίας ειδοποιήθηκε κρυφά από ειδικό απεσταλμένο. Στη Μητρόπολη του Μυστρά αμύνθηκαν περί τον Ανανία 20 Μανιάτες και 10 Δημητσανίτες επί εννέα ημέρες, έως ότου εξαντλήθηκαν τα εφόδιά τους. Έτσι, αφού σκοτώθηκαν δώδεκα, οι υπόλοιποι κατάφεραν να δραπετεύσουν, ενώ ο Ανανίας παρέμεινε να υποστεί τον θάνατο. Προσευχήθηκε και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και κατόπιν αποκεφαλίστηκε μέσα στο ναό ή στο δωμάτιό του. Το κεφάλι του έφεραν οι Τούρκοι στον βεζύρη, το δε σώμα του τάφηκε στον Μυστρά. Μαζί με τον Ανανία εκτελέστηκε και ο δραγουμάνος που είχε ως μοραγιάνης. Αυτά συνέβησαν στις 15 Απριλίου 1764.
Ο ιερομάρτυρας Ανανίας Λαμπάρδης διακρίθηκε για την θυσιαστική του αγάπη προς τον Θεό και το ποίμνιό του, τον χριστιανικό του βίο, τον αδαμάντινο χαρακτήρα, την φιλανθρωπία και το ψυχικό του σθένος. Η θυσία του δε προσομοιάζει με αυτή του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου Ε΄, αφού και οι δύο δεν αναζήτησαν δρόμο διαφυγής, αλλά επέλεξαν το μαρτυρικό τους τέλος θέλοντας να ποτίσουν με το αίμα τους το δέντρο της Πίστεως και της Ελευθερίας.