Ναύπακτος, το διαμάντι του Κορινθιακού
Του Δρος Σταύρου Γουλούλη
Ναύπακτος, το αρχαίο όνομα του μεσαιωνικού Έπαχτου, ενετικού Λεπάντο (η μία ονομασία παράγει την άλλη), σήμερα είναι μια πόλη που αστράφτει στη δυτική άκρη του Κορινθιακού κόλπου, ενός από τους πιο ασφαλείς για τη ναυπήγηση και συντήρηση πλοίων. Εξού και το όνομα, «ναυς» και «πήγνυμι». Ο Κορινθιακός κόλπος υπήρξε η κλειστή θάλασσα που ένωσε τη νήσο του Αχαιού Πέλοπα και την (παλαιά) Ελλάδα, από όπου δημιουργήθηκε κατά μεγάλο μέρος αυτό που λέμε «Αρχαία Ελλάδα». Από εδώ είχε αφετηρία η μεγάλη έξοδος προς τη Δύση στον εποικισμό του 8ου αιώνα, στον οποίο κυριάρχησε η Κόρινθος.
Η Ναύπακτος είναι ένα λιμάνι απέναντι ακριβώς από τον χιονισμένο όγκο του Χελμού. Όσοι κατεβαίνουν από Βορρά προς Νότον έχουν προσανατολισμό εκτός από το αστέρι του Βοριά, την κορυφή του. Η πόλη περιβάλλεται από όρη, δασώδεις εκτάσεις, που τροφοδοτούσαν με πρώτη ύλη την κατασκευή πλοίων, οπότε δικαιολογείται το όνομά της. Τα πλοία φτιάχνονταν και κυκλοφορούσαν με ασφάλεια στον εσωτερικό κόλπο, αποφεύγοντας τα άγρια ρεύματα πέραν του Ρίου-Αντιρρίου, του Πατραϊκού κόλπου. Ουσιαστικά η Ναύπακτος είναι ένα ναυτικό προάστιο των Πατρών, αλλά με σύνδεση από θαλάσσης. Η μισή τροφοδοσία της προερχόταν από την απέναντι ακτή, το Αίγιο, την Πάτρα. Όμως τα όρη της Αιτωλίας ουσιαστικά την περιορίζουν από τα όσα διαδραματίζονται στην Αιτωλία, της προσφέρουν όμως δασική ύλη.
Στον Κορινθιακό υπάρχουν τρία επίνεια της Στερεάς Ελλάδας και ταυτόχρονα όλου του βυζαντινού και μεταβυζαντινού ελλαδικού κορμού, από τη λίμνη Αχρίδα ως το Ταίναρο, περιλαμβάνοντας τη ραχοκοκαλιά της Πίνδου, ένθεν και ένθεν, με εμπορικούς δρόμους που καταλήγουν: στην Ιτέα, επίνειο της Φθιώτιδας (Αμφίκλεια) και Ανατολικής Φωκίδας (Άμφισσα, Δελφοί), στο Γαλαξείδι, επίνειο της (Δυτικής) Φωκίδας, ομοίως ναυτικό κέντρο του 19ου-20ού αιώνα, και τη Ναύπακτο επίνειο της Αιτωλίας. Δείγμα ότι οι εξαρτήσεις της Ναυπάκτου ήταν από την Πίνδο είναι ότι υπήρξε έδρα Μητροπόλεως που κάλυπτε και την Ήπειρο. Επίσης είναι και το Μεσολόγγι, επίνειο της Ακαρνανίας, αλλά πάει προς το Ιόνιο πέλαγος. Ταυτόχρονα από Ναύπακτο περνούσαν οι ερχόμενοι μέσω του λιμανιού των Πατρών από τη Δύση, για να συνεχίσουν μέσω Μπράλου ή Θήβας στην Κων/πολη ή και αντιστρόφως να μεταβούν στην Ιταλία.
Η Ναύπακτος ήταν έδρα του θέματος της Κεφαλληνίας, ελέγχοντας το Ιόνιο, ως ασφαλέστερη περιοχή για να ναυλοχείται ιδίως τον χειμώνα το πλεονάζον ναυτικό. Το Έπαχτο-Λεπάντο αξιοποίησε η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη στη Μεσόγειο, από τον Μεσαίωνα ως τον 18ο αι., η Βενετία, που παρέδωσε το λιμάνι στους Οθωμανούς (1499). Δεν είναι τυχαίο που βρέθηκε στην περιοχή ο στόλος των ενωμένων δυτικών δυνάμεων την 7 Οκτ.1571, στον Πατραϊκό κόλπο, δίπλα στις Εχινάδες νήσους, αλλά δόθηκε η ονομασία από το πιο παλαιό ενετικό κάστρο-λιμάνι, ναύσταθμο. Στη μάχη συμμετείχε και ο Θερβάντες, το άγαλμα του οποίου διακριτικά κλέβει την παράσταση στο λιμάνι της Ναυπάκτου. Ο χώρος της ναυμαχίας και όσα ακολούθησαν λίγο έλειψε να κάνουν τη Ναύπακτο ορμητήριο για περεταίρω απώθηση των Οθωμανών. Το 1687 (24 Ιουλίου) καταλήφθηκε ξανά από τους Βενετούς για 12 χρόνια. Τελικά με την Συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699) η Ναύπακτος όπως και η υπόλοιπη Στερεά Ελλάδα περιήλθε στους Τούρκους. Στις 18 Απριλίου 1829 απελευθερώθηκε οριστικά από τους Τούρκους, όταν ο Ανδρέας Μιαούλης απέκλεισε το λιμάνι της.
Το βυζαντινό φρούριο της Ναυπάκτου δεσπόζει στην κορυφή του βουνού, και στην ενετική περίοδο κυριαρχίας το τείχος κατέβηκε μέχρι την ακτή, περικλείοντας το μικρό λιμάνι. Το ενετικό λιμάνι που οπωσδήποτε βελτίωσε το βυζαντινό, είναι το κέντρο της πόλης, σήμερα όμως το ελέγχει ο τουρισμός. Πιο πάνω ο καθεδρικός ναός είναι αφιερωμένος σε πολεμιστή άγιο, τον Δημήτριο, και υπολογίζεται ότι ο σημερινός ναός είναι στη θέση του παλαιού, κοντά στο βυζαντινό τείχος και στο ανοικτό εκτός τειχών χώρο, όπου ήταν το εμπόριο της πόλης. Υπάρχει μία μνεία για την Παναγία Ναυπακτιώτισσα (της Ναυπάκτου), που είχε φήμη στη Βοιωτία (Θήβα), προϋποθέτοντας έναν ναό με ομώνυμη εικόνα μάλλον από την παλαιοχριστιανική εποχή. Έφτασε λόγω και της Ναυμαχίας να γίνει γνωστή στην Ευρώπη, Madonna di Lepanto. Σώζεται ακόμη και ένα από τα παλαιότερα ελλαδικά τζαμιά, το Φετιχιέ, του Κατακτητή (1499, ο Βαγιαζήτ Β΄), αλλά φυσικά δεν επιβίωσε ο μιναρές του.
Όλο το τείχος, περικλειόμενο από πευκοδάσος, εντυπωσιάζει πραγματικά, απλώνεται σαν βεντάλια, παρέχοντας αίσθημα ασφάλειας σε μια περιοχή όπου περνούν στρατοί και καράβια. Αλλά και κλείνει σαν ισχυρή ψαλίδα στους δύο μικρούς πύργους, ο ένας απέναντι από τον άλλον στο λιμάνι. Το τείχος διατηρεί οπτικά την κυρίαρχη γραμμή του στην πόλη, η οποία μη έχοντας μεγάλο πληθυσμό (κάπου 15.000 κατοίκους) δεν ανέπτυξε τις οικίες καθ’ύψος, με τις αντιαισθητικές από τα περιβάλλοντα μπαλκόνια πολυκατοικίες. Σώθηκαν αρκετά παραδοσιακά και νεώτερα σπίτια με πλακόστρωτα έως και τον Μεσοπόλεμο, που δίνουν μία ανάλαφρη όψη στην πόλη. Αλλά μία είναι ονομαστή: η οικία-μουσείο των Μποτσαραίων στη μετεπαναστατική Ελλάδα.
Ό,τι γνωρίζουμε ως ιστορικά γεγονότα αποκαλύπτουν τις δυνατότητες ενός τόπου. Κι όσο πιο σημαντικά είναι τόσο πιο σημαντικός είναι ο τόπος. Σήμερα ο καταναλωτικός τουρισμός που θέλει θέαμα, μεγαλείο, αδυνατεί να κατανοήσει τη λογική, σήμανση και σημαντικότητα ενός τόπου, αγνοώντας τα συναισθήματα που προκαλεί η χώρα (και όχι χώρος όπως θέλουν μερικοί καιροσκόποι της πολιτικής).