Καλοκαιρινά Λατρευτικά: Ιούνιος Β’
Γράφει ο Μ. Βαρβούνης, Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης
Αξίζει εδώ να αναφερθεί ένα ιδιαίτερο τελετουργικό λαϊκό δρώμενο της εορτής του Γενεσίου του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου (24 Ιουνίου) που τελούνταν στη Λίτσιστα του Ορτάκιοϊ, στην περιοχή της Αδριανούπολης. Εδώ την παραμονή της εορτής χώριζαν το χωριό με μια γραμμή από ασβέστη σε δύο τμήματα, τον «απάνω» και τον «κάτω» μαχαλά, και απαγόρευαν με αυστηρούς τελετουργικούς περιορισμούς το πέρασμα από το ένα μέρος του χωριού στο άλλο. Ακολουθούσε ο γονιμικός στολισμός με πρασινάδες και η προετοιμασία της μαντικής τελετουργίας, όπως περιγράφεται από τον Κ. Καραπατάκη.
Ο διαβατήριος χαρακτήρας της όλης τελετουργίας φαίνεται από την ευχή που εκφωνούσαν το ίδιο βράδυ όλοι οι κάτοικοι του χωριού, όταν σχεδόν υποχρεωτικά πηδούσαν την τελετουργικά επίσης προετοιμασμένη και αναμμένη φωτιά: «Αφήνω την κακοχρονιά και μπαίνω στην καληχρονιά».
Τελετουργικό χαρακτήρα έχει επίσης και το γλέντι της επόμενης, της κυριώνυμης μέρας, που γίνεται κατά μαχαλάδες, και πάλι με αυστηρό διαχωρισμό των ορίων, και υπό την αυστηρή επιτήρηση σχετικής επιτροπής γερόντων. Αν κάποιο κορίτσι περνούσε τα όρια και αιχμαλωτιζόταν από τον άλλο μαχαλά, το έλεγαν «καdίνα», το έντυναν με τούρκικα ρούχα και το κρατούσαν απομονωμένο, για να το αφήσουν ελεύθερο στο τέλος του εορτασμού, το βράδυ της ίδιας μέρας.
Παρά τον παιγνιώδη χαρακτήρα της όλης τελετουργίας, είναι νομίζω εμφανής η ύπαρξη και η λειτουργία εδώ των τριών σταδίων των διαβατήριων τελετουργιών, όπως τα αποσαφήνισε ο Arnold van Gennep: στο πρόσωπο των κοριτσιών αυτών ολόκληρη η κοινότητα πεθαίνει και ανασταίνεται, αποχωρίζεται και επανεντάσσεται, μυείται και αναγεννάται, καταστρέφεται και αναδημιουργείται τελετουργικά, στο πέρασμα από την μία περίοδο στην άλλη, στην οριακή και κρίσιμη συγκυρία που ορίζει το θερινό ηλιοστάσιο και καμπή του ήλιου προς μικρότερης διάρκειας ημέρες.
Η εορτή του Γενεσίου του Προδρόμου σχετίζεται επίσης με την τέλεση διαφόρων μαντικών τελετουργιών, με σκοπό την πρόγνωστη του μέλλοντος: Ο «κλήδονας» με την μαντική ερμνηνεία των «σημαδιών» του σχετικά με το οικογενειακό, το ερωτικό και το επαγγελματικό μέλλον των νέωφν που τον τελούν, αλλά και μορφές παραδοσιακής ονειρομαντείας, τεφρομαντείας, κατοπτρομαντείας, μολυβδομαντείας, αβγομαντείας, υδατομαντεία, σκιομαντείας, αγγουρομαντείας, μαζί με τη συλλογή λουλουδιών σε στεφάνια, τους παιδικούς αγερμούς και την έναρξη, σε ορισμένα μέρη, των θαλάσσιων λουτρών, συμπληρώνουν την λαογραφική φυσιογνωμία της συγκεκριμένης εορτής.
Ειδικότερα για τον κλήδονα θα πρέπει να σημειώσουμε ότι πρόκειται για αρχαιότατο μαντικό έθιμο, που συνεχίζει την παράδοση της «από κληδόνων φωνών» αρχαίας μαντικής. Το δρώμενο του κλήδονα αποτελεί μια ιδιαίτερη εθιμική εκδήλωση, για την οποία αντλούμε πληροφορίες από τους αρχαίους έλληνες συγγραφείς αλλά και από τους βυζαντινούς Μιχαήλ Ψελλό (11ος αι.), Θεόδ. Βαλσαμώνα, Ιω. Ζωναρά (12ος αι.) και Ιωσήφ Βρυέννιο (15ος αι.). H λέξη «κλήδονας» προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη κληδών, που σημαίνει τον μαντικό ψίθυρο, την προφητική ρήση και γι’ αυτό κατ’ επέκταση σημαίνει τον οιωνό, το προμήνυμα, τη φήμη, το μάντεμα. Οι αρχαίοι την ημέρα της εορτής των Νουμηνιών είχαν και τη συνήθεια του κληδονισμού, εκληδονίζοντο, δηλαδή μάντευαν το μέλλον με τον κλήδονα. Η ίδια τακτική συνεχίστηκε και κατά την έλευση του χριστιανισμού και την ένταξη των παγανιστικών εθίμων στο χριστιανικό εορτολόγιο.
Το δρώμενο μάλιστα μαζί με άλλα έθιμα που ανάγονται στις θερινές τροπές του ηλίου συνδέθηκε με την εορτή του Γενεσίου του αγ. Ιωάννη του Προδρόμου, του μεγαλύτερου προφήτη που προμήνυσε την έλευση του Χριστού, παρόλο που η Εκκλησία επιχείρησε αρχικά να το καταδικάσει και να το καταργήσει, παρομοιάζοντάς το με παγανιστική τελετή. Η πολεμική που ασκήθηκε από την Εκκλησία για την εξάλειψη του εθίμου εκφράζεται με τη σχετική απαγόρευση της εν Τρούλλω Έκτης Οικουμενικής Συνόδου (680 μ.Χ.): «τας εν ταις νουμηνίαις υπό τινων προ των οικείων εργαστηρίων ή οίκων αναπτομένας πυράς, ας και υπεράλλεσθαί τινες κατά τι έθος αρχαίον επιχειρούσιν, από του παρόντος καταργηθήναι προστάσσομεν. Oστις ουν τοιούτό τι πράξει αφοριζέσθω».
Ο καθηγητής Δ. Σ. Λουκάτος χαρακτηρίζει τη γιορτή του Αη Γιαννιού από τις «ειδωλολατρικότερες» του εορτολογίου μας, καθώς «μαζί με τον Αη Γιάννη λατρεύεται, με παλιά υποσυνείδητη εθιμολογία, ο Ήλιος των θερινών τροπών, ανάβονται διαβατήριες και καθαρτήριες πυρές, για τον κρίσιμο χρόνο, ασκούνται με τελετουργική δεξιοτεχνία η μαντεία και η μαντική, εκβιάζεται σχεδόν η καλή τύχη, επιδιώκεται η υγεία και το σωματικό κάλλος, με τη συγκομιδή θεραπευτικών και αρωματικών ανθόφυτων». Την παραμονή της εορτής παίρνουν «αμίλητο νερό», το τοποθετούν σε αγγείο, το οποίο καλυμμένο με κόκκινο πανί εκθέτουν το βράδυ στα άστρα, για να «αστρισθεί», ενώ μέσα τοποθετούν κοσμήματα και προσωπικά είδη τα κορίτσια της γειτονιάς, η κυριότητα των οποίων μπορεί εύκολα να αναγνωρισθεί.
Την επομένη συγκεντρώνονται νέοι και νέες, ανοίγουν το δοχείο, βγάζουν με τυχαία σειρά τα «ριζικάρια» αυτά, απαγγέλλοντας ταυτοχρόνως κάποιο δίστιχο με ερωτικό περιεχόμενο, το οποίο και θεωρείται μάντευμα για τον κάτοχο του αντικειμένου. Στα νεότερα χρόνια το μαντικό αυτό έθιμο περιέπεσε, λόγω της αλλαγής των κοινωνικών συνθηκών, σε αχρηστία, στην εποχή μας δε αποτελεί αντικείμενο φολκλοριστικού τύπου αναπαραστάσεων διαφόρων πολιτιστικών συλλόγων, σε όλο σχεδόν τον ελληνικό χώρο.