Ο άγιος Πορφύριος για τη ζωή στα Καυσοκαλύβια
Εδώ και 70 χρόνια – είπε ο άγιος Πορφύριος –, όταν είχα πάει στην Σκήτη (Καυσοκαλύβια), ήμασταν 127 ψυχές. Εκεί όχι (μόνο) ο Γέροντας (αλλά) και οι υποτακτικοί (ήταν άγιοι). Μόλις πατούσες εκεί έπρεπε να γίνης αμέσως άγιος, ήταν έτσι το περιβάλλον, έτσι το παράδειγμα, γινόσουνα όντως (άγιος με) άκρα υπακοή, ούτε αντίδραση, αλλά τι υπακοή, με χαρά υπακοή και με Χάρη Θεού. Μη μου τα περάσης αυτά για φαντασία, τα είδα αυτά εγώ και με την Χάρη του Θεού λίγο τα έζησα.
Είχαμε πιο κάτω ένα γεροντάκο μοναχό που μας είχε έρθει από το Μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτου. Όλη την Μεγάλη Τεσσαρακοστή δεν έτρωγε τίποτε. Τεσσαράκοντα ημέρας μόνο Αγία Κοινωνία και Αγιασμό και λίγο αντίδωρο. Όλη την Τεσσαρακοστή και τον έβλεπες πω! πω! πω! μόνο που τον έβλεπες αισθανόσουνα δέος. Είχε αρχίσει να νηστεύη (έτσι) από εκεί κάτω ο πατήρ Γεράσιμος. Και αυτός ο άνθρωπος πήγε 109 χρονών. (Ήταν) ο π. Γεράσιμος από την Καλύβη του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.
Πού να τον ευρής αυτόν σήμερα; Πάνε αυτές οι μορφές. Αυτό είναι Χάρις Θεού, δεν είναι ανθρώπινο πράγμα, κατάλαβες;
Βρε, Γερόντισσα, εγώ τότε που ήμουνα στην έρημο ο καημένος, ήμουνα νέος, ακούεις; την εβδομάδα δύο φορές το τελείωνα το Ψαλτήρι. Δηλαδή τι; Στην υπακοή με ‘βάζαν οι Γέροντες και το διάβαζα. Εγώ το Ψαλτήρι το διάβαζα εκεί που πιάναμε τα ξυλόγλυπτα, δεν το διάβαζα στην Εκκλησία. Τρία (καθίσματα διάβαζα) τις πρωινές ώρες και τρία τις απογευματινές ώρες. Αλλά τις Ώρες και τα Μεσώρια μέσα στην Εκκλησία.
Γερόντισσα, θυμάμαι την ζωή, άκου να δης, μόλις άρχιζε η Σαρακοστή στις τρεις μέρες η φωνή μας γινότανε φωνούλα ταπεινή, κατανυκτική. Γινότανε μόνη της έτσι, δεν μπορούσε να είναι αλλοιώς. Γιατί;
– Απ’ την πείνα.
Όταν λείπανε οι Γέροντές μου αγαπούσα να πηγαίνω μόνος μου, στο εκκλησάκι μας εκεί στην ασκητική καλύβα που είχαμε και έψαλα.
Είχα δύο αγίους Γέροντες πολύ καλούς, ο Γέροντάς μου ήταν μεγάλης αξίας άνθρωπος και λείπανε και εγώ που του έκανα υπακοή, αλλά δεν κατόρθωσα να αποκτήσω και εγώ την χάρη που είχε, αλλά να σου πω όταν λείπανε οι Γέροντες, με αφήνανε στο σπίτι γιατί εγώ ήμουν μικρούλης δεν με βγάζανε έξω, δεν πήγαινα σε πανηγύρεις, σε εορτές δεν πήγαινα, και ενθυμούμαι που έψαλα όλο κατανυκτικά τροπάρια και εύρισκα τροπάρια στην Παρακλητική του Σαββάτου ή ορισμένες ημέρες που είχε κατανυκτικά τροπάρια, κυρίως έλεγα την παράκληση του Χριστού (τον κανόνα στον Ιησού).
Έπειτα θυμάμαι που έλεγα με μεγάλη κατάνυξη και αγάπη το όνομα Ιησού, αλλά το έλεγα πάρα πολύ γλυκά και κατανυκτικά, έτσι με πόνο την λέξη Ιησού μου, Ιησού, αλλά αυτό το Ιησού δεν μπορώ να το προφέρω τώρα. Πολύ μ’ άρεσε, αλλά (τώρα) δεν μπορώ να πω την λέξη, (τότε) το έλεγα έτσι με μια γλυκύτητα, με ένα είδος λυγμού, έτσι κατανύξεως, συγκινήσεως, αγάπης, ευλαβείας στον Χριστό.
Από το βιβλίο: «Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)». Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», σελ. 206.