Πόσο σέβεται την Συνθήκη της Λωζάννης η Τουρκία

  • Δόγμα

Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα, Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

Η Συνθήκη της Λωζάννης, που υπογράφηκε στην ομώνυμη πόλη της Ελβετίας στις 24 ιουλίου 1923, ένα χρόνο δηλ. μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, δεν περιέχει μόνο διατάξεις που ρυθμίζουν τα θαλάσσια σύνορα Ελλάδος και Τουρκίας, καθώς και το ζήτημα της κυριότητας των νησιών του Βόρειο-Ανατολικού Αιγαίου μαζί με το καθεστώς που τα διέπει, όπως αυτό διαγράφεται από τις συναφείς απαγορεύσεις που σχετίζονται με αυτά, ήτοι απαγόρευση στρατιωτικοποίησής τους εκ μέρους της Ελλάδος, αλλά και απαγόρευση πτήσεων υπεράνω αυτών από τουρκικά στρατιωτικά αεροπλάνα.

Περιέχει επί πλέον διατάξεις που αφορούν στις μειονότητες, οι οποίες παρέμειναν αντιστοίχως στις δύο χώρες (Ελλάδα και Τουρκία) δεδομένου ότι εξαιρέθησαν από την Σύμβαση περί Ανταλλαγής πληθυσμών της 30ης Ιανουρίου 1923 μεταξύ Ελλάδος και τουρκίας, που υπογράφηκε ομοίως στην Λωζάννη και έγινε συστατικό στοιχείο της εν λόγω Συνθήκης της Λωζάννης, όπως προκύπτει απο τo ακροτελεύτιο άρθρο 142 αυτής. Βέβαια η Τουρκία έχει βάλει μονίμως  την Ελλάδα στο «κάδρο» για παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάννης με αφορμή την στρατιωτικοποίηση των νησιών του Βόρειο-Ανατολικού Αιγαίου, μολονότι οι παραβιάσεις της εν λόγω Συνθήκης από την ίδια την Τουρκία γεμίζουν ολόκληρη «πινακοθήκη» με τις αναρίθμητες καθημερινές υπερπτήσεις τουρκικών στρατιωτικών αεροσκαφών επάνω από τα σχετικά νησιά, οι οποίες υποδηλώνουν μια προκλητική πεφριφρόνηση προς την σχετική απαγορεύση του άρ. 13 εδ. γ2 της Συνθήκης της Λωζάννης.

Και δικαιολογούν ασφαλώς εκ των πραγμάτων την στρατιωτικοποίηση των νησιών από την Ελλάδα, εάν ληφθεί υπ’ όψη ότι, όπως σαφώς προκύπτει από την διάταξη του άρ. 13 εδ. γ1 της εν λόγω Συνθήκης, ο σχετικός όρος της αποστρατιωτικοποίησης των παραχωρούμενων στην Ελλάδα νησιών ετέθη «προς διασφάλιση της διεθνούς ειρήνης», την οποία αδιαλλείπτως διαταράσσει η Τουρκία από την  εισβολή της στην Κύπρο το 1974 και εντεύθεν με τις συνεχείς επιθετικές της ενέργειες και τα αλλεπάλληλα «casus belli» που απευθύνει στην Ελλάδα.

Έτσι, σε συμφωνία και με την άποψη που έχει επικρατήσει διεθνώς, δεν είναι νομικά βάσιμος ο ισχυρισμός της Τουρκίας ότι ο όρος της αποστρατιωτικοποίησης αποτελεί  διαλυτική αίρεση της παραχώρησης των νησιών του Βόρειο Ανατολικού Αιγαίου στην Ελλάδα, ώστε η πλήρωσή της να αίρει αναδρομικά την κυριαρχία της χώρας μας  στα νησιά αυτά.

Ο πιο εντυπωσιακός όμως «πίνακας» από την «πινακοθήκη» των παραβιάσεων της Συνθήκης της Λωζάννης εκ μέρους της Τουρκίας είναι εκείνος που μας δείχνει το «τοπίο» των μειονοτήτων, οι οποίες παρέμειναν ανντιστοίχως στην Τουρκία και στην Ελλάδα. Πρόκειται αφ’ ενός για την Έλληνο-Ορθόδοξη μειονότητα της Κωνσταντινούπολης και αφ’ ετέρου για την Μουσουλμανική μειονότητας της Δυτικής Θράκης. Σε μια πρώτη προσέγγιση των μειονοτήτων αυτών, που εξαιρούνται, όπως ελέχθη, της ανταλλαγής των πληθυσμών, βλέπουμε μια σημαντική διαφορά ανάμεσά τους: Ενώ η μειονότητα της Κωνσταντινούπολης προσδιορίζεται με εθνο-θρησκευτικό κριτήριο (Ελληνο-Ορθόδοξοι της Πόλης), η μειονότητα της Θράκης προσδιορίζεται με θρησκευτικό κριτήριο (Μουσουλμανική Μειονότητα). Ευλόγως άλλωστε, διότι οι Μουσουλμάνοι της περιοχής κατανέμοναι σε τρεις διαφορετικές εθνο-φυλετικές ομάδες που περιλαμβάνουν: Πρώτον.

Τους Αθίγγανους, οι οποίοι αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα της μειονότητας. Δεύτερον. Τους Πομάκους, τους εξισλαμισθέντες δηλ. αρχαίους Θράκες, που είναι το δεύτερο σε μέγεθος τμήμα της μειονότητας. Και τρίτον. Τους Τουρκογενείς, που είναι συγκριτικά η μικρότερη μειονοτική ομάδα του πληθυσμού της Θράκης. Όλους αυτούς, που δεν έχουν καμιά απολύτως έθνο-φυλετική σχέση μεταξύ τους, τους συνδέει το στοιχείο της κοινής θρησκευτικής πίστης, αφού είναι όλοι Μουσουλμάνοι. Ωστόσο η μακροχρόνια επί δεκαετίες εσφαλμένη πολιτική της Ελλάδος έναντι της Μουσουλμανικής Μειονότητας, την οποία η ίδια η Ελλάδα αντιμετώπιζε ως τουρκική (!), είχε ως φυσικό επακόλουθο την βαθμιαία διολίσθηση των άλλων μειονοτικών στοιχείων και ιδίως των Πομάκων εξ αυτών στην «αγκαλιά» της Τουρκίας, η οποία προωθεί τα σχέδιά της στην περιοχή χαρακτηρίζοντας συλλήβδην την μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης ως «τουρκική», κατά προφανή παράβαση της σχετικής διάταξης της Συνθήκης της Λωζάννης, η οποία δεν χρησιμοποιεί για την μειονότητα αυτή εθνοτικό, αλλά θρησκευτικό όρο.  Τί περιμέναμε αλήθεια να συμβεί, όταν ανέκαθεν υποχρεώναμε τους μουσουλμανόπαιδες να παρακολουθούν τα υπό τον απόλυτο έλεγχο της Τουρκίας ευρισκόμενα μειονοτικά σχολεία, στα οποία οι μαθητές τους δεν εδιδάσκοντο μόνο τα αφορώντα στην θρησκευτική τους πίστη, αλλά κυρίως την τουρκική γλώσσα και την τουρκική ιστορία;

Αντί να ξεχωρήσουμε τους Πομάκους από τους Τουρκογενείς Μουσουλμάνους και να τους εκπαιδεύσουμε σε ξεχωριστά μειονοτικά σχολεία, στα οποία θα διδάσκονται την πομακική γλώσσα και τον δικό τους πολιτισμό, ώστε να αποτελούν ανάχωμα στις βλέψεις της Τουρκίας στην Θράκη, τους ρίξαμε στο «στόμα» του «λύκου». Και τρέχουμε τώρα όψιμα να τους αποσπάσουμε από αυτό.

Εν πάση περιπτώσει η κατά τα ανωτέρω αποτελούσα τμήμα της Συνθήκης της Λωζάννης Σύμβαση Ανταλλαγής των πληθυσμών προσδιορίζει με συγκεκριμένους αριθμούς τους μειονοτικούς πληθυσμούς, που εξαιρούντο της ανταλλαγής. Έτσι, στην Κωνσταντινούπολη θα παρέμεναν 125.000 Έλληνο-Ορθόδοξοι και στην Δυτική Θράκη 110.000 Μουσουλμάνοι. Θα περίμενε κάποιος λογικά να υπάρξει μια σύμμετρη ανάπτυξη των αντιστοίχων μειονοτήτων στην Τουρκία και στην Ελλάδα. Η πραγματικότητα όμως μας δείχνει την διάστασή της με την λογική, όταν πρόκειται να μιλήσουμε για την Τουρκία. Εάν θελήσουμε να δούμε, τί απέγιναν οι μειονοτικοί αυτοί πληθυσμοί, με έκπληξη θα διαπιστώσουμε ότι η μεν μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης ευημερεί αριθμούσα σήμερα 140.000 περίπου κατοίκους, ενώ η αντίστοιχη Έλληνο-Ορθόδοξη μειονότητα της Κωνσταντινούπολης έχει συρρικνωθεί σε μέγεθος ενός μεγάλου σωματείου, του οποίου τα μέλη δεν υπερβαίνουν ελάχιστες χιλιάδες που μετρώνται στα δάκτυλα του ενός χεριού!

Τί συνέβη όμως και μάς προέκυψε αυτός ο τραγικός αριθμός της Έλληνο-Ορθόδοξης μειονότητας της Κωνσταντινούπολης; Την απάντηση στο ερώτημα αυτό μάς την δίνει η πρακτική που ακολούθησε η Τουρκία έναντι της Έλληνο-Ορθόδοξης μειονότητας της Πόλης από τον Σεπτέμβριο του 1955 και εντεύθεν. Την περίοδο εκείνη η μειονότητα της Κωνσταντινούπολης είχε φθάσει στην μεγίστη ακμή της, καθώς αριθμούσε 200.000 κατοίκους, εκ των οποίων χιλιάδες Έλληνες επιχειρηματίες ήλεγχαν όλα σχεδόν τα πόστα της οικονομικής ζωής της Κωνσταντινούπολης! Όλα αυτά βέβαια μέχρι την «Νύχτα των Κρυστάλλων» της  6ης Σεπτεμβρίου 1955, όταν άρχισε στην Πόλη το οργανωμένο φονικό πογκρόμ εναντίον του Ελληνισμού. Την νύχτα εκείνη ένας κατευθυνόμενος έξαλλος από προβοκατόρικα γεγονότα τουρκικός όχλος «ισοπέδωσε» τα πάντα στο εμπορικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης, όπου υπήρχαν τα ελληνικά καταστήματα, ενώ ελεηλάτησε εκατοντάδες σπίτια της συνοικίας των Ρωμηών.  Μέσα σε αυτό το εχθρικό για τον Ελληνισμό της Πόλης κλίμα, όλοι σχεδόν οι Έλληνες της μειονότητας φοβούμενοι την επανάληψη των επιθέσεων εναντίον τους από τους  γκρίζους ή άλλους «λύκους», που αφθονούν στην τουρκική «πανίδα», ακολούθησαν τον δρόμο της φυγής. Τα παράτησαν όλα. Και σπίτια και καταστήματα και περιουσίες. Πήραν τις οικογένειές τους και έφυγαν από την Τουρκία.

Πολύτιμος σύμβουλός τους σε αυτό ήταν η γνώση της αιμοσταγούς ιστορίας της Τουρκίας, η οποία τότε μόνο σταματάει τις δια της μαχαίρας πολιτισμικές της εξάρσεις, όταν τελειώσει το υλικό που τις τροφοδοτεί. Όσο για την Συνθήκη της Λωζάννης που άλλα επιτάσσει, ποιός την λογαριάζει; Η Συνθήκη αυτή  τότε μόνον έχει ισχύ για τους Τούρκους, όταν επιστεγάζει τις, αβάσιμες συνήθως, κατηγορίες της εναντίον της Ελλάδος. Ποτέ, όταν μετατρέπει την ίδια σε κατηγορούμενη.

Ύστερα από όλα αυτά είναι περιττό να υπενθυμίσει κάποιος τις άλλες παραβιάσεις της Συνθήκης της Λωζάννης, η οποία γνωρίζοντας το βαρβαρικό οθωμανικό παρελθόν της Τουρκίας την υποχρεώνει ειδικά στο άρ. 42 εδ. γ αυτής να προστατεύει τις Εκκλησίες, τα ευαγή ιδρύματα και τα θρησκευτικά καταστήματα της Ελληνο-Ορθόδοξης μειονότητας. Η Αγία Σοφία και η Μονή της Χώρας μετά την προκλητική μετατροπή τους σε μουσουλμανικά τεμένη, αλλά και η αραχνιασμένη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, λόγω της επιβληθείσης σε αυτήν   αχρησίας από τους μεμέτηδες, αποτελούν αψευδή στοιχεία, για να βλέπουμε όλοι –  όχι μόνον εμείς, αλλά πρωτίστως οι υποστρηρικτές της αποικίας των Μογγόλων στην Ευρώπη –    μέσα από τον «καθρέφτη» της Συνθήκης της Λωζάννης, καθώς και από τον «αντικαθρεπτισμό» της μέσα από τις συναφείς ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1950, της Οικουμενικής Διακήρυξης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών του 1948 για τα δικαιώματα αυτά  και του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του Ο.Η.Ε. του 1966, το αληθινό πρόσωπο της Τουρκίας.

TOP NEWS