Η προσδοκία των εθνών
Έτος 0. Η αντίστροφη μέτρηση της χρονολογήσεως π.Χ. είχε σταματήσει. Κάπου στην Ιουδαία γεννιόταν η «προσδοκία των εθνών» (Γεν. 49.10).
Η ανθρώπινη τραγωδία είχε φθάσει στο απροχώρητο. Θ’ ακολουθούσε πράγματι η «κάθαρση» του δράματος; Ο άνθρωπος κουρασμένος και αποκαμωμένος από τους πλασματικούς θεούς έτρεχε να βρει τη λύτρωση από όπου και αν ερχόταν. Έπεφτε πάνω σε κάθε νεοφανή θεό, ρουφούσε αλαφιαστά την «ιστορία» του, για να ανακαλύψει στο τέλος, για άλλη μια φορά την πικρή γεύση της διαψεύσεως. Και τότε τον πετούσε για να κατευθυνθεί σε άλλο νέο θεό. Θα έβρισκε εκεί τη λύτρωση;
Η έφεση για λύτρωση είχε περάσει πολλές διακυμάνσεις για να καταλήξει στο άγχος: επιθυμία, αναζήτηση, αγωνία. Και κάποτε, στο έτος 0, η έφεση είχε κορυφωθεί σε μανία. Καθώς ο ένας θεός περνούσε τον άνθρωπο στον άλλο, σε ένα παιχνίδι κυνικής φρίκης, τόσο η δίψα για λύτρωση και ειρήνη μεγάλωνε, και τόσο το στερέωμα των θεών φούσκωνε με καινούργιους. Αρκούσε να θαμποφανεί, μακάρι στην άκρια της γης, στην Αίγυπτο ας πούμε, κάποια νεόκοπη θεότητα, για να στραφεί η οικουμένη προς τα εκεί. Έτσι δημιουργήθηκε το χαρακτηριστικό της εποχής, ο συγκρητισμός. Κυκλοφορούσαν αμέτρητοι θεοί. Θεοί Αιγύπτιοι και Σύροι ανακατεύονταν και συγχέονταν με τους συναδέλφους των Έλληνες και Ρωμαίους.
Τότε –«μυστήριο παράξενο… και παράδοξο» (Ειρμός Θ’ Ωδής Χριστουγέννων)– γεννήθηκε ο (μοναδικός) Θεός. Ο κόσμος περιμένοντας να θαμπωθεί από τη μεγαλοπρέπεια του Θεού-παμβασιλιά, στο τέλος θαμπώθηκε από αυτή του την αντίληψη και δεν διέκρινε τη μικρή, πενιχρή φάτνη. Είχε ανοιγμένα διάπλατα τα μάτια του για να περικλείσουν όσο το δυνατό μεγαλύτερο οπτικό πεδίο. Έπρεπε να χωρέσει το γιγάντιο παράστημα του αυτοκράτορα και τον όγκο των απείρων, σαν τα άστρα του ουρανού, υπασπιστών του· ίσως τα εκατομμύρια των σιδερένιων λογχών ή ακόμη και τις συγκλήτους των σοφών του.
Και τους διέφυγε το Βρέφος. Η μοναδική «προσδοκία των εθνών» είχε πραγματοποιηθεί, πλην όμως από παραδρομή αγνοήθηκε. Η «κάθαρση» της τραγωδίας είχε έρθει, φέρνοντας την κάθαρση του γένους μας από το άγχος. Η λύτρωση ήταν γεγονός.
Από τότε πέρασαν περισσότερο από δυο χιλιάδες χρόνια. Θα περίμενε κανείς ο άνθρωπος να είχε ενστερνισθεί τη λύτρωση και να είχε ειρηνεύσει. Και όμως –«μυστήριο παράξενο… και παράδοξο»– το Βρέφος μένει ο μεγάλος παρανοημένος και αγνοημένος. Η λύτρωση και η ειρήνη απαιτούν ιδρώτα και αίμα για να κερδηθούν, ενώ ο άνθρωπος δεν είναι διατεθειμένος για θυσίες. Έτσι επαναπαύεται στον αντιθεό που βρήκε, στην ύλη. Του μένει το άγχος, μέχρις ότου θα σημάνει μια άλλη ώρα 0, οπότε θα λογοδοτήσει για τη στάση του απέναντι στο νεογέννητο της Βηθλεέμ, ή μάλλον για την παράκαμψη και περιφρόνησή Του.
Γιατί ήρθε ο Χριστός στον κόσμο; Ποιος ο σκοπός;
Η καταλλαγή με την Τριαδική Θεότητα και η εγκαθίδρυση της φύσεώς μας –της φύσεώς Του– στα δεξιά του Πατρός, ακριβώς δια της Αναλήψεώς Του. Σκοπός η έλευση και παραμονή του Αγίου Πνεύματος. Είχε βεβαιώσει ο Ναζωραίος: «Συμφέρει υμίν ίνα εγώ απέλθω. εάν γαρ εγώ μη απέλθω, ο παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς» (Ιω. 16.7). Σκοπός η επανάκτηση του «αρχέγονου κάλλους» της εικόνας, η αναγέννησή μας, η ανάπλασή μας και η άνοδός μας στην προπτωτική κατάσταση και χάρη.
Η ανθρωπότητα νοσούσε, ζούσε το δράμα της. Τα σκουπίδια της αμαρτίας την είχαν ρυπάνει και δηλητηριάσει –κάθε προσωπική αμαρτία θαμπώνει το «κατ’ εικόνα», αλλά και διάφοροι άλλοι το θαμπώνουν, όπως ρεύματα μηδενιστικών ιδεολογιών, πολλά ΜΜΕ, ο ευδαιμονισμός, «καλλιτέχνες», φανατισμοί πολιτικοί, «αθλητικοί»· συσκοτίζουν το «κατ’ εικόνα» και επιζωγραφίζουν άσχετα θέματα, αν μη και άκρως αντίθετα ως και κτηνώδη.
Επενέβη λοιπόν ο Θεός προς σωτηρία του γένους μας. Προσέλαβε τη φύση μας «αφού πήρε μορφή σύμφωνα με μας και θέωσε αυτό που προσέλαβε» (Ιδιόμελο Α’ Μεγ. Ώρας Χριστουγέννων). Συνάμα δε προβάλλοντας τον εαυτό Του ο υιός του Θεού (Ματθ. 8.29) και υιός του ανθρώπου (Ματθ. 8.20), έδειξε στον καταρρακωμένο άνθρωπο την αξία του, το πού πρέπει να προσπαθήσει να αναταθεί.
Εξηγεί ο ιερός Χρυσόστομος ότι «επειδή αυτή [η ανθρωπότης] δεν ίσχυε ν’ ανεβεί άνω, αυτός κατέβηκε κάτω» (Ιωάννου Χρυσοστόμου «Επεθύμησε πόρνη…») Έγινε άνθρωπος για να γίνουμε θεοί. «Η του Θεού ενανθρώπησις, τοσούτον Θεόν ποιούσα τον άνθρωπον όσον Αυτός γέγονεν άνθρωπος» (Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον, PG 90, 321). Και ο υμνωδός άγιος Γεώργιος Νικομηδείας ψάλλει: «Ο Λόγος… λόγω ευσπλαγχνίας γνωρίζεται άνθρωπος, για να ν’ απεργασθεί θεό τον άνθρωπο» (Τροπάριο Στ’ Ωδής Θεοτοκαρίου, Τετάρτη Β’ ήχου).
Συμπερασματικά, όλοι οι στόχοι-παράμετροι συνοψίζονται στο εξής: στη θέωση, να γίνουμε «θείας κοινωνοί φύσεως»! (Β’ Πέτρ. 1.4)
Ιερομόναχος Ιουστίνος