Με τα Θεοφάνεια ή με τα… σκοτοφάνεια;
Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα, Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Γιορτάσαμε φέτος, όπως και τα Χριστούγεννα, τα Θεοφάνεια, την Τρίτη μεγάλη εορτή του Αγίου Δωδεκαημέρου. Την ημέρα αυτή στις 6 Ιανουαρίου κάθε χρόνο η Εκκλησία μας εορτάζει την Φανέρωση της Αγίας Τριάδος κατά την Βάπτιση του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο στον Ιορδάνη ποταμό. Η εορτή αυτή λέγεται αλλιώς και Εορτή των Φώτων ή Φώτα, διότι, όπως μάς λέει και ο υμνογράφος της Εκκλησίας, στα ρείθρα του Ιορδάνη επεφάνη το Φως το απρόσιτον, δηλ. ο Χριστός, που φώτισε τούς «εν σκότει και σκιά καθεύδοντας». Είναι Αυτός που Τον ομολογούμε στο «Πιστεύω» ως «Φως εκ Φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού». Την ίδια ημέρα της Εορτής των Φώτων προβάλλει εξ αντιδιαστολής το σκότος. Δίπλα λοιπόν στα Θεοφάνεια έχουμε πάντα και τα… σκοτοφάνεια ως αναπόδραστο στοιχείο της εορτής που υπογραμμίζει την σπουδαιότητά της. Αυτή η διαπάλη του Φωτός με το σκοτάδι δεν είναι σημερινό φαινόμενο.
Έρχεται από εκείνα τα χρόνια προβάλλοντας μέσα στην διαδρομή των αιώνων με διαφορετική ένταση. Αρκεί να σκεφτούμε ότι τότε το σκότος ως πίστευμα ήταν βέβαια, όπως και σήμερα, προσωπική επιλογή του καθενός, είχε όμως καθαρά αμυντικό χαρακτήρα. Εξέφραζε την άρνηση του καθεύδοντος ατόμου να ανοίξει τα μάτια του και να δει το Φως. Επιθετική μορφή του σκότους απέναντι στο Φως είχε στα χρόνια των διωγμών μόνον η στάση της εξουσίας, η οποία εκινδύνευε από τους πιστούς του Φωτός.
Εκσυγχρονισμένοι σκοτάδο-φωτιστές
Σήμερα έχουν αλλάξει ριζικά τα πράγματα. Όχι μόνο, διότι έχουν αυξηθεί σημαντικά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου οι σκοταδιστές, αλλά και διότι οι οπαδοί του σκότους εκδηλώνουν πλέον ανοικτά, οργανωμένα και με επιθετικότητα την άρνησή τους να δεχθούν το Φως. Έχουν μάλιστα αντιστρέψει τις ταμπέλλες έτσι, ώστε εκείνη που χαρακτήριζε κάποτε τους ίδιους να την έχουν τοποθετήσει με απαξιωτικό τρόπο σε όσους εξακολουθούν να πιστεύουν στο Φως. «Φως» για αυτούς είναι το σκοτάδι του μηδενισμού και «σκότος» η αναχρονιστική και παλιομοδίτικη προσήλωση στο Φως των Θεοφανείων. Πρωταρχική προϋπόθεση του «προοδευτισμού» είναι η άρνηση του Θεού. Πολύ περισσότερο όταν ο «προοδευτικός» τυχαίνει να είναι και μορφωμένος. Λες και ο Θεός τον εμπόδισε να μορφωθεί. Όλοι αυτοί οι σκοταδο-φωτιστές μπορεί να μη έχουν σήμερα την εξουσία να ρίχνουν στα θηρία ή να σταυρώνουν τους πιστούς του Φωτός, έχουν όμως ισχυρά ερείσματα σε διάφορα πολιτικά κόμματα και στο μιντιακό κατεστημένο, πέρα βέβαια από τον απόλυτο έλεγχο της εκπαίδευσης που διατηρούν, ώστε αφ’ ενός μεν να περνούν τις απόψεις τους σε όλα τα θέματα, αφ’ ετέρου δε να προβάλλουν για τους «Θεοφανίτες», όπως αποκαλούν τους πιστούς του Φωτός, μια εντελώς υποτιμητική εικόνα, συχνά μέσα από την παραποίηση των στοιχείων της πραγματικότητας.
Το είδαμε αυτό κατά τον περσυνό εορτασμό των Θεοφανείων. Αφού «λύσσαξαν» οι σκοταδο-φωτιστές να γίνει η μεγάλη αυτή Εορτή της Χριστιανοσύνης «κεκλεισμένων των θυρών», μόλις διαπίστωσαν ότι δεν πέρασε το δικό τους, λόγω της σθεναρής αντίδρασης της Εκκλησίας, άρχισαν να μιλούν για την Ιεραρχία που «άλλαξε τα Φώτα» στην Κυβέρνηση, για «κράτος εν κράτει», για το «παπαδαριό που αποφασίζει ακόμη και σε θέματα προστασίας της δημόσιας υγείας» και άλλα συναφή. Ήσαν τόσο αφελείς που πίστεψαν ότι με το πρόσχημα του κορωνοϊού θα μπορούσε να κρυφτεί το Φως της Τρισηλίου Θεότητος μέσα στους κλειδαμπαρωμένους Ναούς. Λες και χάνεται το φως του ήλιου, επειδή κάποιοι σκορπίζουν στον ορίζοντα σύννεφα, για να εμποδίσουν την λάμψη του ή κλείνουν τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού τους, για να μη το φωτίσουν οι ακτίνες του. Το μόνο που κατάφεραν όμως οι αρνητές των Φώτων ήταν να προβάλουν το πυκνό «σκοτάδι» που δείχνει η άβυσσος του μηδενισμού τους, ένα «σκοτάδι» που μάταια προσπαθούν να το «φωτίσουν» με διάφορους «προβολείς». Κανένας προβολέας, όσο ισχυρός κι’ αν είναι, δεν μπορεί να φωτίσει το αβυθομέτρητο σκοτάδι.
Τα τρικ με τις εικόνες της πραγματικότητας
Δεν στάθηκαν όμως εκεί οι σκοταδο-φωτιστές. Παίρνοντας αφορμή από την ασυγχώρητη παραβατική συμπεριφορά που έδειξαν ορισμένοι πιστοί κατά τον εορτασμό των Θεοφανείων (συμπεριφορά πάντως ασύμβατη με το χριστιανικό ήθος και ασυνεπή προς τις υποσχέσεις που έδωσε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος στην Κυβέρνηση) χρησιμοποίησαν τους «προβολείς» τους, για να «ρετουσάρουν» κατά το δοκούν τις εικόνες της πραγματικότητας. Αυτό έχουν μάθει να κάνουν και αυτό τελικά έπραξαν. Έβαλαν τις «γεννήτριες» του μηδενισμού, για να τούς δώσουν «ρεύμα» και βγήκαν στους δρόμους με τους «προβολείς» τους, για να δείξουν παραπλανητικά πλάνα της επικαιρότητας παρουσιάζοντας τα «πταίσματα» των πιστών ως «κακουργήματα» και τα δικά τους «κακουργήματα» ως «πταίσματα». Και όμως οι σκοταδο-φωτιστές υπήρξαν λαλίστατοι (προκλητικά μάλιστα αμετροεπείς σε ορισμένες περιπτώσεις) απέναντι στα «πτάισματα» των λίγων πιστών, ενώ ετήρησαν αιδήμονα σιγήν στα «κακουργήματα» των χιλιάδων διαδηλωτών.
Σοφιστική ερμηνεία του Συντάγματος
Ορισμένες σοβαροφανείς εφημερίδες, «σημαιοφόροι» του μηδενισμού, επιστρατεύοντας τα αποθέματα της σοφιστικής τέχνης που κατέχουν, επιχείρησαν να δικαιολογήσουν τα «κακουργήματα» των διαδηλωτών επικαλούμενοι την συνταγματική προστασία που έχει το σχετικό δικαίωμά τους. Η προσπάθειά τους αποδείχθηκε τελικά απρόσφορη, εάν δεν αξιολογηθεί ως «μπούμεραγκ» εναντίον εκείνου που ήθελαν να υπερασπιστούν. Διότι, εάν η επίκληση του άρ. 11 του Συντάγματος, στην οποία προέβησαν οι αρνητές των Φώτων, «προοδευτικοί» κατά τα άλλα, δημοσιογράφοι, δικαιολογεί τα «κακουργήματα» των χιλιάδων διαδηλωτών στις προαναφερθείσες συγκεντρώσεις, κατά μείζονα λόγο ισχύει αυτό και για τα «πταίσματα» των λίγων πιστών, που έχουν επίσης συνταγματική κάλυψη στο άρ. 13 του Συντάγματος. Και μάλιστα πολύ ισχυρότερη έναντι του συνταγματικού δικαιώματος που κατοχυρώνει την ελευθερία των συναθροίσεων, αφού η ελευθερία της συνειδήσεως (και κατ’ επέκταση η ελευθερία στην επιτέλεση της θείας λατρείας) κατά το άρ. 13 του Συντάγματος είναι ανεπιφύλακτο συνταγματικό δικαίωμα (δεν υπόκειται δηλ, σε περιορισμούς από τον κοινό νομοθέτη) σε αντίθεση με το εκ του άρ. 11 του Συντάγματος δικαίωμα στην ελευθερία των συναθροίσεων, το οποίο περιορίζεται στην άσκησή του από τον ίδιο τον συντακτικό νομοθέτη.
Με αυτά τα δεδομένα αποδεικνύεται ακόμη μια φορά, πόσο μάταιη είναι η προσπάθεια να κάνει κάποιος καλόπιστο διάλογο με ανθρώπους που έχουν ενσυνείδητα επιλέξει τον κόσμο του σκότους. Τα έχει πει όλα ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος μας συμβουλεύει μάλιστα περί του πρακτέου στις συζητήσεις μας με τέτοιους ανθρώπους (Τιτ γ΄ 10). Είναι ασφαλώς απολύτως σεβαστό το δικαίωμα του καθενός να επιλέγει τα πιστεύματά του και να «αυτοχειριάζεται» ψυχοπνευματικά μέσω αυτών. Εκείνο όμως που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό είναι η διγλωσσία, η μισαλλοδοξία, η δι’ αυτής παραποίηση της πραγματικότητας και ο παραλογισμός του αντιφρονούντος κατά την άσκηση του σχετικού δικαιώματός του.