Σχόλια στην Ακολουθία των Χαιρετισμών Β΄
Του Αλ. Κωστάρα
Συνεχίζουμε σήμερα την περιήγησή μας στο «Θησαυροφυλάκιον» της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, σε περίοπτη θέση του οποίου διακρίνουμε, όπως ελέχθη, τον Ακάθιστο Ύμνο. Βρισκόμαστε ήδη στην Δεύτερη Στάση των Χαιρετισμών της Παναγίας, που περιλαμβάνει τις Στροφές με τις ακροστοιχίδες Η΄ έως Μ. Η Στροφή Η΄ αναφέρεται στην προσκύνηση των ποιμένων, οι οποίοι ακούγοντας τους Αγγέλους να υμνούν την σαρκική παρουσία του Χριστού στην γη έσπευσαν να Τον δουν ως Ποιμένα ποιμένων, αλλά τελικά Τον είδαν ως βρέφος, ως Αμνόν άμωμο που «βόσκησε» μέσα στην κοιλία της Μαρίας.
Αυτήν προσεφώνησαν οι αγραυλούντες ποιμένες, όπως φαντάζεται ο υμνωδός, με τα δικά τους «Χαίρε»: «αμνού και Ποιμένος μήτηρ – αυλή λογικών προβάτων», «αοράτων εχθρών αμυντήριον – Παραδείσου θυρών ανοικτήριον», «ότι τα ουράνια συναγάλλεται τη γη – τα επίγεια συγχορεύει ουρανοίς», «των αποστόλων το ασίγητον στόμα – των αθλοφόρων το ανίκητον θάρσος», «στερρόν της πίστεως έρεισμα – λαμπρόν της χάριτος γνώρισμα», «δι’ ης εγυμνώθη ο Άδης – δι’ ης ενεδύθημεν δόξαν».
Στον πρώτο στίχο αυτής της Στροφής Η΄ βλέπουμε ένα λογοπαίγνιο του υμνωδού με τις έννοιες του «αμνού» και του «ποιμένος», τους δε προσκυνητές του Θείου Βρέφους να θαυμάζουν την Παρθένο Μαρία και για τις δύο ιδιότητες που έχει ταυτοχρόνως: την ιδιότητα δηλ της μητέρας του «Αμνού», αλλά και την ιδιότητα της μητέρας του «Ποιμένος». Στην συνέχεια συναντούμε πιό κάτω στην ίδια Στροφή ένα χαιρετισμό, που παρουσιάζει τον Ουρανό να χαίρεται μαζί με την γη και την γη να χορεύει με τον Ουρανό για την Γέννηση του Χριστού. Ο στίχος αυτός ενέπνευσε πολλούς αιώνες αργότερα τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Άγιο Σωφρόνιο, ο οποίος σε μια ευχή που συνέγραψε και διαβάζεται στην Ακολουθία του Αγιασμού των Υδάτων τα Θεοφάνεια αναφωνεί, όπως ο υμνωδός του Ακαθίστου Ύμνου: «Σήμερον τα άνω τοις κάτω συνεορτάζει και τα κάτω τοις άνω συνομιλεί».
Στους επόμενους στίχους, μετά τις παρηχήσεις «στερρόν της πίστεως έρεισμα» (δηλ. ακλόνητο στήριγμα της πίστης) και «λαμπρόν της χάριτος γνώρισμα», κλείνει ο υμνωδός τους Χαιρετισμούς αυτής της Στροφής προς την Παναγία, επειδή έγινε αιτία να γυμνωθεί ο Αδης (αφού τον συνέτριψε ο Θεάνθρωπος Υιός Της) και να ντυθούμε εμείς με την δόξας της αθανασίας.
Οι Στροφές Θ΄ έως Κ΄ αναφέρονται στην πορεία των Μάγων προς την Φάτνη, που καθοδηγούντο προς αυτήν από τον «θεοδρόμον αστέρα» (Στροφή Θ΄), στην προσκύνηση από αυτούς του Θείου Βρέφους (Στροφή Ι΄) και στην επιστροφή μετά από αυτήν στην πατρίδα τους Βαβυλώνα παρακάμπτοντας τον Ηρώδη, που τον άφησαν πίσω τους ως «ληρώδη», δηλ ως παραληρούντα για τον εμπαιγμό του (εκ του «ληρέω-ώ= παραληρώ, μωρολογώ, λέω ανοησίες), ενώ οι ίδιοι, ύστερα από αυτό που βίωσαν στην Βηθλεέ, έγιναν σε όλα τα μέρη, από όπου περνούσαν, «κήρυκες θεοφόροι», εφ’ όσον εκήρυτταν σε όλους τον Χριστό που γνώρισαν ως Βρέφος και Τον προσκύνησαν στην Φάτνη (Στροφή Κ). Αξίζει να σταθούμε ιδιαίτερα στην Στροφή Ι΄, στην οποία ο υμνωδός βλέπει τους «παίδας των Χαλδαίων» (έτσι προσφωνεί του Τρεις Μάγους) να προσκυνούν τον Χριστό ως Δεσπότη, αν και Τον είδαν μπροστά τους με την μορφή του δούλου, και να συνοδεύουν τα δώρα που Του προσέφεραν με τους Χαιρετισμούς τους προς την Θεοτόκο, την οποία είδαν ως «μητέρα αδύτου αστέρος» (ας μη λησμονούμε ότι ήσαν οι «εν τοις άστροις λατρεύοντες»), αλλά και ως «αυγή μυστικής ημέρας».
Χαιρετίζουν ακόμη την Αειπάρθενο, διότι έγινε αφ’ ενός μεν η «κάμινος», που εξαφάνισε την απάτη (της ειδωλολατρείας), η οποία επικρατούσε στην πατρίδα τους και σε όλο σχεδόν τον άλλο κόσμο, αφ’ετέρου δε αφαίρεσε την εξουσία από απανθρώπους τυράννους αναδεικνύοντας την Βασιλεία του φιλανθρώπου Χριστού. Στην ίδια αλληλουχία των σκέψεων εντάσσονται και οι επόμενοι στίχοι αυτής της Στροφής, που χαρακτηρίζονται από την αντίστιξη των λέξεων, με τις οποίες υπογραμμίζεται η δια της Θεοτόκου λύτρωση από βάρβαρες θρησκείες, αλλά και από τον «βούρκο» των έργων μας («βαρβάρου λητρουμένη θρησκεία»-«βορβόρου ρυομένη των έργων»).
Το ίδιο ισχύει και με το λογοπαίγνιο «πυρός προσκύνησιν παύσασα»-«φλογός παθών απαλλάττουσα». Μακαρίζεται εδώ η Παρθένος Μαρία από τους Τρεις Μάγους, διότι μας απάλλαξε από την προσκύνηση του πυρός, αλλά και διότι έσβησε την «φλόγα» των παθών μας. Αυτά κι’ αν δεν ήσαν λατρευτικές-βιωματικές εμπειρίες των Χαλδαίων που προβάλλονται δια του Ακαθίστου Ύμνου με τα λόγια των Τριών Μάγων. Οι Στροφές Λ και Μ, με τις οποίες ολοκληρώνεται η Δεύτερη Στάση, μάς παραπέμπουν αντιστοίχως, αφ’ ενός μεν στην έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο και στην πορεία τους προς την Γη της Επαγγελίας, που διασυνδέονται με την λυτρωτική έλευση του Χριστού στη Γη, και αφ’ ετέρου στην Υπαπαντή του Σωτήρος από τον Γέροντα Συμεών, στον οποίο δόθηκε ο Χριστός ως Βρέφος, για να το ευλογήσει, αλλά Τον υποδέχθηκε ως τέλειο Θεό.
Η Τρίτη Στάση πριλαμβάνει τις Στροφές με τις ακροστοιχίδες Ν΄ έως Σ΄. Eίναι αξιοσημείωτο ότι σε όλες της Στροφές αυτής της Στάσης, αλλά και σε εκείνες της Τετάρτης Στάσης ο Υμνωδός δεν βάζει κάποιο άλλο πρόσωπο να απευθύνει τους Χαιρετισμούς στην Θεοτόκο, όπως συνέβη στις δύο πρώτες Στάσεις, όπου είδαμε τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, τον εν κυήσει ακόμη Ιωάννη Πρόδρομο, τους ποιμένες, αλλά και τους Τρεις Μάγους να προσφωνούν με τα δικά τους «Χαίρε» την Παρθένο Μαρία. Από εδώ και κάτω μέχρι το τέλος του Ακαθίστου Ύμνου τους Χαιρετισμούς προς την Παναγία τους απευθύνει σε πρώτο πρόσωπο μαζί με όλους εμάς τους πιστούς ο ίδιος ο υμνωδός. Στην Στροφή Ν της Τρίτης Στάσης ο υμνωδός μάς μιλάει για την νέα κτίση, για τον νέο δηλ. κόσμο, που μάς έδειξε ο Κτίστης με την υπερφυά Γέννησή Του από την Παρθένο, η οποία παρ’ όλα αυτά παρέμεινε αδιάφθορος, όπως ήταν. Και ακολουθούν οι στίχοι με τις πολλές αντιστίξεις των λέξεων και τις παρηχήσεις αυτών: «άνθος αφθαρσίας – στέφος (στέφανος δηλ.) της εγκρατείας», «αναστάσεως τύπον εκλάμπουσα – των αγγέλων τον βίον εμαφαίνουσα», «δένδρον αγλαόκαρπον» ( με λαμπρούς δηλ. καρπούς), από το οποίο τρέφονται πολλοί – δένδρον ευσκιόφυλλον» (με πολύ καλή δηλ. σκιά) που την απολαμβάνουν πολλοί).
Στην Στροφή Ξ ο υμνωδός μάς προτρέπει να αποξενωθούμε από την λογική του κόσμου και να στρέψουμε την σκέψη μας στον Ουρανό, εάν θέλουμε να κατανοήσουμε τον «ξένο τόκο» που είδαμε, την παράξενη δηλ. Γέννηση του Σωτήρος Χριστού, που φανερώθηκε στην γη ως ταπεινός άνθρωπος, διότι θέλησε να τραβήξει στο ύψος του Ουρανού, να κάνει δηλ. πολίτες της Βασιλείας των Ουρανών, όσους πιστεύουν σε Αυτόν. Στην Στροφή Ο ο υμνωδός μάς εξηγεί ότι ο απερίγραπτος Λόγος δόθηκε εξ ολοκλήρου σε εμάς εδώ τους κάτω, στον δικό μας δηλ. κόσμο, χωρίς όμως να απουσιάσει ποτέ από τα άνω, από την Επουράνιο δηλ. Βασιλεία Του. Αυτό που συνέβη, μάς λέει, με την Γέννηση του Χριστού από την Αειπάρθενο, η οποία έγινε δοχείο της χάριτος που Θεού, δεν ήταν μια απλή τοπική μετάβαση, μια επίσκεψη ας πούμε, του Χριστού στην γη, αλλά μια συγκατάβαση θεϊκή, μια θεϊκή δηλ. πράξη επιείκειας προς το παραστρατημένο ανθρώπινο γένος.
Από τους στίχους με τους πολλούς Χαιρετισμούς, που αποτελούν αναδιατύπωση άλλων προηγουμένων, κρατούμε εδώ μόνον δύο: εκείνον που χαρακτηρίζει την Θεοτόκο ως «απίστων αμφίβολον άκουσμα» και ως «πιστών αναμφίβολον καύχημα», καθώς επίσης και εκείνον που την προσφωνεί ως «ταναντία εις το αυτό αγαγούσαν» και ως «παρθενίαν και λοχείαν ζευγνύσαν». Ο δεύτερος αυτός χαιρετισμός μάς δείχνει, πώς η Θεοτόκος με την Γέννηση του Χριστού, που μάς αποκαλύφθηκε ως Θεάνθρωπος, έκανε τις δύο αντίθετες έννοιες, τον Θεό δηλ. και τον άνθρωπο να εμφανίζονται ως ένα και το αυτό, ενώ με την υπερφυά γέννησή της έσμιξε τις δύο αντίθετες ιδιότητες, την ιδιότητα δηλ. της παρθένου με την ιδιότητα της λεχώνας. Οι Στροφές Π, Ρ και Σ της Τρίτης Στάσης δεν μας λένε κάτι που δεν το είδαμε στους Χαιρετισμούς των προηγουμένων Στάσεων. Γι’ αυτό παρελείπουμε τον σχολιασμό τους.
Φθάσαμε ήδη στην Τετάρτη και τελευταία Στάση, που περιλαμβάνει τις Στροφές με τις ακροστιχίδες Τ-Ω. Από τις Στροφές αυτές θα σχολιάσουμε εδώ την Υ και την Χ, διότι έχουν μια πρωτοτυπία σε σχέση με όλες τις άλλες προηγούμενες. Στην Στροφή Η ο υμνωδός δεν απευθύνεται στην Θεοτόκο, αλλά στον Χριστό, που Τον προσφωνεί με τις λέξεις «Βασιλεύ άγιε», και Τον διαβεβαιώνει – και εμείς μαζί του – ότι ακόμη και αν, για να Τον υμνήσουμε, όπως Του πρέπει, φτιάχναμε γι’ Αυτόν τόσες πολλές ωδές, όσοι είναι και οι κόκκοι της άμμου, δεν θα κάναμε κάτι αντάξιο σε σύγκρση με αυτά που μάς προσέφερε Εκείνος. Ανάλογα ισχύουν και για την Στροφή Χ, στην οποία ο Θεός παρομοιάζεται με ένα δανειστή, που κρατάει στα χέρια του το έγγραφο του χρέους του οφειλέτη προς αυτόν, το λεγόμενο «χρεώγραφο». Ο Θεός λοιπόν, κατά τον υμνωδό, που «σβήνει» τα χρέη όλων των ανθρώπων, στην πολή όμορφη αυτή Στροφή θέλοντας να μάς χαρίσει τις πανάρχαιες οφειλές μας προς Αυτόν από την εποχή του Αδάμ και της Εύας, που αποδήμησαν δια της παρακοής από την Χάρι Του, «επεδήμησε» ο Ίδιος προς αυτούς και τους απογόνους τους, ήλθε δηλ. μόνος Του σε αυτούς «σχίζοντας» με το Σχέδιο της Θείας Οικονομίας το «χειρόγραφο» του χρέους μας προς Αυτόν. Ο Ακάθιστος Ύμνος τελειώνει με την Στροφή Ω, δια της οποίας παρακαλούμε την πανύμνητο Παναγία μητέρα μας, που γέννησε τον αγιότερο από όλους του αγίους Λόγο, αφού δεχθεί την υμνολογική μας προσφορά προς αυτήν να μάς σώσει από κάθε συμφορά και να μάς λυτώσει από την μέλλουσα κόλαση.