Ο Ρουμάνος Γέροντας Πετρωνίος και οι αρετές του
Ο Γέροντας Πετρώνιος Προδρομίτης ήταν προσηλωμένος στις παραδόσεις και τα δόγματα της Εκκλησίας μας. Κατεδίκαζε απερίφραστα τον Οικουμενισμό και κάθε απόκλιση από την αγία μας Πίστη.
Άκουσα από τον π. Δανιήλ: «Όταν γινόταν λόγος για την Ορθόδοξη Πίστη, και μάλιστα όταν διαλεγόταν με κάποιο αιρετικό, ήταν πολύ προσεκτικός και δεν πρόδιδε τίποτε από τα Ιερά και Όσια της Ορθοδοξίας μας. Γνώριζε πολύ καλά τους Κανόνες της Εκκλησίας και τους λόγους των Αγίων Πατέρων και τους τηρούσε με ακρίβεια και διάκριση.
»Όταν μάθαινε ότι παραβιάζονται οι ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας, ελυπείτο πολύ και καταδίκαζε με τον λόγο του τις παρεκτροπές αυτές. Όταν όμως τον παρακαλούσαν κάποιοι να γράψει κάτι γι’ αυτές, απαντούσε ότι αυτό είναι έργο της Ιεράς Συνόδου. Είχε βαθειά πίστη ότι το Άγιο Πνεύμα θα μείνει στην Εκκλησία του Χριστού μέχρι το τέλος του κόσμου και θα εργάζεται δια των Ιερών Συνόδων και ότι δεν θα αφήσει την Εκκλησία να την εξουσιάσει ο άρχοντας του κόσμου τούτου».
Την ακλινή προσήλωσή του στην Αγία μας Ορθόδοξη Πίστι μαρτυρούσε και η αγία ζωή του.
Κάποιος λαϊκός θεολόγος, πνευματικό τέκνο του Γέροντα, μου είπε: «Μέγα χάρισμα του Γέροντα ήταν η ανεξικακία του. Κάποτε ένας αδελφός από τους παλαιοτέρους, σε έκρηξη θυμού, σήκωσε το χέρι του και ράπισε τον Γέροντα. Εκείνος, όχι μόνο σιώπησε, αλλά και τον συγχώρησε από καρδίας και ποτέ δεν τον κακολόγησε.
»Ένας άλλος αδελφός τον ύβρισε ενώπιον και άλλων αδελφών. Αυτοί θέλησαν να εκδιώξουν τον υβριστή από την Σκήτη. Όμως ο Γέροντας τους είπε: “Μη διώξετε τον αδελφό μας. Τι θα γίνει με την ψυχή του; Εγώ είμαι υπεύθυνος και τι απολογία θα δώσω γι’ αυτόν στον Δικαιοκρίτη Θεό, την ημέρα της Κρίσεως;” Μάλιστα πήγε ο ίδιος ο Γέροντας και του ζήτησε συγνώμη, διότι φοβήθηκε μήπως είχε φταίξει απέναντί του σε κάτι και είχε ευθύνη ενώπιον του Θεού.
»Άλλη φορά μερικοί αδελφοί της Σκήτης, υποκινούμενοι από τον πειρασμό, πήγαν και κατήγγειλαν τον Γέροντα στην κυρίαρχη Μονή, προκειμένου να τον κατεβάσουν από το αξίωμά του. Όταν το έμαθε αυτό ο Γέροντας, τους παρακάλεσε να κάνουν επί μία εβδομάδα προσευχή με νηστεία, και θα γίνει το θέλημα του Θεού. Πράγματι, απεσοβήθη κάθε αντίθετη ενέργεια και επικράτησε η ειρήνη και η αγάπη μεταξύ όλων των αδελφών, χάρις στην προσευχή και την ανεκτικότητα του Γέροντα. Οι αδελφοί που τον κατήγγειλαν, του ζήτησαν συγνώμη. Του έβαλαν μετάνοια και του ασπάσθηκαν το χέρι.
»Συχνά εγκωμίαζε τους παλαιοτέρους ησυχαστές του Όρους και τόνιζε την απλότητα στην περιβολή, στο βάδισμα, στην ψαλμωδία και στη συμπεριφορά. Αγωνιζόταν χωρίς την παραμικρή συγκατάβαση για την πιστή εφαρμογή του τυπικού της Σκήτης και των πνευματικών του καθηκόντων».
Υπάρχει τυπικό στην Ρουμανική Σκήτη οι εφημέριοι ιερείς, που διακονούν ο καθένας ανά μία εβδομάδα, να εξομολογούνται τα βράδυα, για να λειτουργήσουν την άλλη ημέρα. Αυτό έκανε από το βράδυ και ο Γέροντας, όταν την επομένη επρόκειτο να λειτουργήσει.
Όταν οι εφημέριοι περνούσαν θυμιάζοντας τους Αγίους και τους μοναχούς, αυτός δεν ήθελε να τον θυμιάζουν πολλές φορές, όπως είναι η τάξη. Μάλιστα γύριζε το κεφάλι του αλλού. Σαν ηγούμενος της Σκήτης, που είναι κοινοβιακή, ποτέ δεν κάθησε στο ηγουμενικό στασίδι. Πάντοτε καθόταν απέναντι, στα άλλα στασίδια του χορού, και μάλιστα στο τρίτο κατά σειρά από την απέναντι αρχή, όπου παλαιότερα καθόταν ο πρωτοψάλτης του Αγίου Όρους Νεκτάριος ο Βλάχος. Ποτέ δεν κράτησε το ηγουμενικό του μπαστούνι, ούτε και στις μεγάλες εορτές και πανηγύρεις.
Μισούσε τη δόξα και την τιμή. Ενώ από τη Ρουμανία ήταν αρχιμανδρίτης, ποτέ δεν φόρεσε επιστήθιο σταυρό. Δεν έβαλε ποτέ μανδύα σε αγρυπνία ή σε πανήγυρη. Δεν έδινε να του ασπασθούν το χέρι, αλλά ευχόταν: “Να έχεις την ευλογία του Θεού”. Δεν δεχόταν υποδοχές, ούτε περίμενε να του ανοίξουν τις πόρτες να περάσει πρώτος. Δεν δεχόταν να του βάζουν μετάνοιες. Δίδασκε την αγία ταπείνωση με τα έργα του και όχι με τα λόγια του.
Δεν δεχόταν εύκολα να τον βοηθήσει κάποιος σε κάτι. Με πολλή δυσκολία δέχθηκε κάποιον να τον βοηθήσει στην ασθένειά του, αυτόν μόνο και κανένα άλλον.
Ήταν πολύ ευγενικός. Προσφωνούσε πάντοτε τους αδελφούς στον πληθυντικό. Έλεγε: “Οσιώτατε” και όχι “πάτερ”.
Κάποιοι που τον γνώρισαν, τον αγάπησαν και τον εκτίμησαν πολύ. Συχνά τον προσκαλούσαν: «Γέροντα, πότε θα έλθετε και σ’ εμάς;». «Πότε θα έλθω, είπατε; ». «Ναι, Γέροντα, να σας φιλοξενήσουμε, να μας διδάξετε». «Ποτέ», απαντούσε μονολεκτικά.
Ο 86χρονος, φημισμένος και εμπειρότατος Πνευματικός της Ρουμανικής Σκήτης, π. Ιουλιανός, μου είπε τα εξής: «Ήταν ταπεινός. Εφάρμοζε τον λόγο του Χριστού που λέει: “Ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν”. Εγώ τον εξομολογούσα από τότε που ήλθε στη Σκήτη μας. Δεν είδα άνθρωπο να κλαίει τόσο πολύ, λίγες ημέρες πριν τον θάνατό του. Εκείνη την ημέρα ήταν γονατιστός μπροστά μου και μου έλεγε: “Πώς θα πάω στην άλλη ζωή; Θα ερωτηθώ για ολόκληρη την ζωή μου. Πώς θα φθάσω στην αιωνιότητα;” Κι αμέσως έπεσε κάτω και έκλαιγε με αναφιλητά. Εγώ τον περίμενα αρκετή ώρα να σταματήσει και να σηκωθεί…».
Όταν ήταν νέος στην Ρουμανία, είχε αρρωστήσει σοβαρά και από τα ισχυρά φάρμακα έχασε την ακοή του. Έκτοτε έφερε συσκευή ακουστικών. Επειδή δεν άκουγε καλά, δεν εξομολογούσε τους πατέρες της Σκήτης. Όμως έκανε έτσι μάλλον από ταπείνωση, προφασιζόμενος τη βαρυκοΐα του.
Συμμετείχε παρά την ηλικία του και στις χειρωνακτικές εργασίες. Ανέβαινε στο τρακτέρ και πήγαινε μαζί με τους άλλους αδελφούς στο δάσος για ξύλα. Καθημερινά έσκαβε και σκάλιζε τα κηπουρικά και πότιζε τα λουλούδια.
Ήταν πάμπτωχος. Στο κελλί του είχε ελάχιστα βιβλία. Έπαιρνε δανεικά από την βιβλιοθήκη της Σκήτης, τα διάβαζε και τα επέστρεφε. Σ’ όλη του την ζωή είχε ένα ράσο καλό κι ένα κουκούλι. Έπλενε τα ρούχα του μόνος του στην λεκάνη μέχρι τα βαθειά του γεράματα. Ενίοτε οι πατέρες του έπαιρναν κρυφά τα ρούχα του και τα έπλεναν.
Αγαπούσε πολύ τον Γέροντά μας, π. Γεώργιο, και την Ιερά Μονή μας, του Οσίου Γρηγορίου. Όταν ερχόταν, συμβουλευόταν τον Γέροντά μας για διάφορα θέματα. Ζητούσε οδηγίες πρακτικές, που εφάρμοζε και στο δικό του κοινόβιο.
Μετά την πτώση του κομμουνιστικού Καθεστώτος –το 1989– η Εκκλησία στην Ρουμανία ήταν τελείως αποδιοργανωμένη. Τότε τον κάλεσαν να αναλάβει την Πατριαρχία στην Εκκλησία της Χώρας του, αλλά αρνήθηκε, προφασιζόμενος ότι είναι κουφός και με βλαμμένους τους οφθαλμούς του.
Διάβαζε πολλά βιβλία, και ιδιαίτερα τα θεολογικά. Θαύμαζε τους παλαιούς συγγραφείς. Ιδιαίτερα μελετούσε το αιγυπτιακό Γεροντικό, την Βίβλο των αγίων Ιωάννου και Βαρσανουφίου, τα Ασκητικά του αγίου Ισαάκ του Σύρου και τα έργα του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού. Όμως διάβαζε με προσοχή και τις θεολογικές εργασίες των νέων θεολόγων, όπως και πολλά Χριστιανικά Περιοδικά. Έμοιαζε με μία μέλισσα, η οποία συγκέντρωνε από παντού ό,τι καλύτερο και ωφέλιμο για τη σωτηρία. Ήθελε να ενημερώνεται για όλα τα θέματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τις σχέσεις της με τις λεγόμενες «εκκλησίες» της Δύσεως.
Αγαπούσε όλους τους ανθρώπους με την ίδια πάντα αγάπη. Ιδιαίτερα αγαπούσε τους ετεροδόξους Χριστιανούς. Ποτέ δεν λύπησε ή πρόσβαλε άνθρωπο. Αγαπούσε επίσης και τα λουλούδια του δάσους. Όπου τα έβρισκε μέσα στο δάσος, τα έφερνε και τα μεταφύτευε στον κήπο της αυλής της Σκήτης, ακριβώς έξω από την ανατολική πτέρυγα, όπου και έμενε. Σε κάθε λουλούδι και σε κάθε άνθρωπο έβλεπε το χέρι και την πρόνοια του Θεού. Είχε μεγάλη διάκριση και ευγένεια ψυχής. Ποτέ δεν έκοψε ένα λουλούδι για να το βάλει σε ανθοδοχείο στο κελλί του. Θεολογούσε βλέποντας τα πολύχρωμα λουλούδια του.
Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Από το περιοδικό “Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ”, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 38 (2013), άρθρο: «ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΙΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΚΗΣ ΣΚΗΤΗΣ ΑΓ. ΟΡΟΥΣ (1916-2011)», σελ. 92 (απόσπασμα).