Η Κυριακή ΙΒ΄ στη Σύμη
Ὁ Σεβασμιώτατος δραττόμενος τῆς εὐλογημένης αὐτῆς εὐκαιρίας, ὁμίλησε πρός τούς ἐκκλησιαζομένους πιστούς, λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό τήν μνήμη τοῦ ἑορταζομένου Ἁγίου καί τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἀναζητήσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐκ τοῦ πλουσίου νεανίσκου
Σήμερα 27η Αὐγούστου 2023, Κυριακή ΙΒ΄ Ματθαίου καί μνήμη τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Φανουρίου τοῦ θαυματουργοῦ, ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Σύμης κ. Χρυσόστομος σύμφωνα μέ τό ἀνακοινωθέν πρόγραμμά του, χοροστάτησε στόν Ὄρθρο, εὐλόγησε τούς Ἄρτους καί τέλεσε τήν Θ. Λειτουργία στόν παλαίφατο Ἱ. Ἐνοριακό Ναό Τιμίου Σταυροῦ Σύμης, μέ συλλειτουργό του τόν Αἰδεσιμ. Πρεσβύτερο π. Γεώργιο Κακακιό καί τόν Ἱεροδιάκονο π. Παῦλο Τερεζάκη, ἐνῶ τήν ἱ. ὑμνωδία ἀπέδωσε γλυκυφθόγγως ὁ Ἱεροψάλτης κ. Ἐλευθέριος Ξηράκης μεθ’ ἑτέρων.
Ὁ Σεβασμιώτατος δραττόμενος τῆς εὐλογημένης αὐτῆς εὐκαιρίας, ὁμίλησε πρός τούς ἐκκλησιαζομένους πιστούς, λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό τήν μνήμη τοῦ ἑορταζομένου Ἁγίου καί τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἀναζητήσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐκ τοῦ πλουσίου νεανίσκου, γεγονός τό ὁποῖο συνέβη σύμφωνα μέ τήν διήγηση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου ὡς ἑξῆς:
Μιά μέρα, ἕνας πλούσιος νεαρός καί μέ ἐξέχουσα κοινωνική θέση στόν Ἰσραήλ, πλησιάζει τόν Κύριο. Παρότι τά εἶχε ὅλα, τοῦ ἔλειπε κάτι καί αὐτό ἀναζητοῦσε. Ἄκουσε γιά τόν Κύριο, πού μιλοῦσε περίφημα καί μοναδικά, καί ἡ καρδιά του ἀναγαλλίασε. Ἔτρεξε καί Τόν βρῆκε. Μιλοῦσε ὁ Χριστός, ἄκουγε ἐκεῖνος καί μέσα του ἀντιλάλησε κάτι διαφορετικό: Ὁ πόθος γιά τήν αἰώνια ζωή καί πατρίδα. Αὐτό ἦταν τελικά πού τοῦ ἔλειπε, κι αὐτό τό ἐνσάρκωνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Γι’ αὐτό καί σάν σταμάτησε νά ὁμιλεῖ ὁ Κύριος, τρέχει αὐτός, γονατίζει μπροστά Του καί Τοῦ λέγει: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί νά κάνω, γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ζωή;».
Ὁ Κύριος τόν παραπέμπει στίς ἐντολές τῆς Μωσαϊκῆς νομοθεσίας, καί ὅταν αὐτός ἐπιμένει, λέγοντας ὅτι αὐτές τίς τηρεῖ ἐκ νεότητός του, ὁ Κύριος τόν προσανατολίζει στήν τελειότητα: νά ἀκολουθεῖ Ἐκεῖνον, κάνοντας πέρα ὅλα τά ὑλικά ἀγαθά του. Ἡ ἀντίδραση τοῦ νεαροῦ εἶναι ἀπογοητευτική: «ἀκούσας τόν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος». Καί κεῖνος, τότε, ἐλυπήθηκε πολύ. Δέν μποροῦσε νά τό κάνει. Ἦταν δεμένος μέ τά κτήματα καί τά χρήματα καί τίς ἐπίγειες ἀξίες. Κι ἔφυγε λυπημένος. Αὐτή εἶναι ἡ τραγῳδία τοῦ ἀνθρώπου, νά ζητάει τήν αἰώνια ζωή, καί νά ’ναι δεμένος πολλές φορές στά ὑλικά ἀγαθά αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἄν ὁ νεανίσκος εἶχε ὡς προτεραιότητα τήν σχέση του μέ τόν Θεό, τήν ἔνταξή του στήν Βασιλεία Του, θά ἀνέτρεπε τά πάντα στήν ζωή του, προκειμένου νά τό ἐπιτύχει.
Καί στήν συνέχεια, καθώς ἔφυγε ὁ νεαρός, ὁ Χριστός εἶπε, πώς «δύσκολα μπαίνουν οἱ πλούσιοι στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Καί ἐν συνεχείᾳ στήν ἐρώτηση τῶν μαθητῶν, ποιός μπορεῖ πιά νά σωθεῖ, Ἐκεῖνος τούς κοίταξε κατάματα, μέ νόημα, καί τούς εἶπε: «Αὐτό εἶναι ἀδύνατο στούς ἀνθρώπους, εἶναι ὅμως δυνατό στόν Θεό». Γιατί, ὅσα δέν μποροῦν οἱ ἄνθρωποι, μπορεῖ ὁ Θεός.
Ὁ Χριστός μᾶς λέγει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν σῴζεται μόνος του. Τόν σῴζει Ἐκεῖνος ἐντός τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν Χάρη Του καί μέ τήν ἁγιαστική δύναμη τῶν Μυστηρίων της, διότι ἀπό τήν πεσμένη φύση μας εἴμαστε ἀτελεῖς, ἁμαρτωλοί, ἔνοχοι. Μόνον ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μᾶς κάνει δικαίους, ἁγίους, σεσωσμένους. Ἄς ἀφεθοῦμε στά χέρια τοῦ Θεοῦ μέ ὅλη τήν καρδιά μας, μέ ὅλη τήν ψυχή μας καί τήν διάνοιά μας καί Ἐκεῖνος μέ τήν φιλάνθρωπη ἀγάπη Του, θά οἰκονομήσει τήν σωτηρία μας. Ἀμήν!