Αφιερωματικές Τελετουργίες στην ελληνική λαϊκή λατρεία – Γ΄
Του καθηγητή Μ. Βαρβούνη
Μορφή προσωπικής αφιέρωσης αποτελεί και η «ανυπόδητος πορεία». Ονομάζεται έτσι η πεζοπορία προς κάποιο προσκύνημα, ναό ή μονή, συνδυάστηκε, ήδη από τον μεσαίωνα, με τις έννοιες της ταπείνωσης και της μετάνοιας, ώστε ο πιστός να έρθει ευκολότερα σε επαφή με το θείο. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, η ανυποδησία κατά το προσκύνημα αυτό αποτελούσε είδος ποινής, που μετά από εξομολόγηση επέβαλε η Εκκλησία, ως τρόπο εξιλέωσης από τις αμαρτίες κάθε πιστού.
Στον ελληνικό λαό, η ανυπόδητη πορεία γίνεται κυρίως μετά από σχετικό τάξιμο, υπό την έννοια ότι κάποιος, συνήθως γυναίκα, τάζει να πάει ξυπόλυτος ή και γονατιστός στο ναό του αγίου, ή στο προσκύνημα όπου φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα ή τα χαριτόβρυτα λείψανά του. Πρόκειται για είδος προσωπικής δεσμεύσεως και αφιερώσεως, με αιτούμενο αντάλλαγμα να χαρίσει ο άγιος το αιτούμενο, συνήθως την αποκατάσταση της διασαλευμένης υγείας για την ίδια, ή για κάποιο μέλος της οικογένειάς της.
Αυτή η «εθελοντική γυμνοποδία» κάποτε καλύπτει μεγάλες αποστάσεις αρκετών δεκάδων χιλιομέτρων, μέχρι τον κατεξοχήν τόπο της λατρείας, όπου ο πιστός κατευθύνεται ή έχει τάξει να πορευθεί. Η ανυπόδητη και γονυκλινής πορεία αποτελεί, λοιπόν, βασικό στοιχείο της προσκυνηματικής τελετουργίας και εθιμοταξίας, κυρίως σε πανελλήνια προσκυνήματα όπως η Παναγία της Τήνου ή τα ιερά λείψανα των αγίων Σπυρίδωνος, στην Κέρκυρα, και Διονυσίου, στην Κεφαλονιά. Ανάλογες πρακτικές μαρτυρούνται, και ενίοτε τελούνται μέχρι σήμερα, και σε άλλα ορθόδοξα προσκυνήματα, όπως στον Ταξιάρχη της Σύμης, στην αγία Μαρίνα της Αθήνας, στην Παναγία Σουμελά στο Βέρμιο, του Ταξιάρχη στο Μανταμάδο και των αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης στη Θερμή της Λέσβου.
Πρόκειται για κύρια εκδήλωση της παραδοσιακής θρησκευτικής συμπεριφοράς και της αφιερωτικής πράξης και πρακτικής του λαού μας, αλλά και βασική προσκυνηματική τελετουργία, που απαντά και στους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς ή μη λαούς που πιστεύουν στον χριστιανισμό, κυρίως δε στους Λατίνους της Ευρώπης, στα προσκυνήματα της Παναγίας της Λούρδης στη Γαλλία, του αγίου Ιακώβου της Κομποστέλλα στην Ισπανία και της Παναγίας της Φατίμα στην Πορτογαλία, αλλά και της Λατινικής Αμερικής.
Τέλος, εδώ θα μπορούσε να ενταχθεί και η τελετουργική πρακτική των ιερών αποδημιών ή του προσκυνήματος, που κατά κανόνα τελείται ως εκπλήρωση σχετικού τάματος του πιστού προσκυνητή. Το τελετουργικό προσκύνημα, το «χατζηλίκι», υπήρξε η κυριότερη τελετουργική δίοδος μέσω της οποίας σφυρηλατήθηκε η ουσιαστική στενή λατρευτική σχέση της Ρωμιοσύνης, ιδιαίτερα δε του Γένους στην ευρύτερη περιοχή της Μικράς Ασίας, με τον Πανάγιο Τάφο.
Κατά την ηλεκτρονική Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, «Πρόκειται για φαινόμενο επαναλαμβανόμενο σε ετήσια βάση. Για λόγους ασφαλείας και όχι μόνο οι προσκυνητές κινούνταν σε ομάδες, είτε ακολουθούσαν χερσαίους δρόμους είτε θαλάσσιους. Η διάρκεια του ταξιδιού μπορούσε να φθάσει συνολικά ως και τους 6 μήνες. Ξεκινούσε δηλαδή συχνά στα τέλη Οκτωβρίου, και συγκεκριμένα μετά τη γιορτή του αγίου Δημητρίου, και τελείωνε με την επιστροφή των χατζήδων στον οικισμό μετά το Πάσχα, ως και τα μέσα Μαΐου. Σε αυτή την περίπτωση το ταξίδι καθοριζόταν από ετήσιες κανονικότητες που καθόριζαν και άλλες πτυχές της ζωής στις παραδοσιακές κοινωνίες. Ενώ η επιστροφή γινόταν πάντα μετά το Πάσχα, με πιθανότερη ημερομηνία αναχώρησης από τα Ιεροσόλυμα την Κυριακή του Θωμά, η ημερομηνία έναρξης του ταξιδιού ποίκιλλε ανά περιοχή από τα τέλη Οκτωβρίου ως και την Καθαρά Δευτέρα».
Επρόκειτο για ταξίδι επικίνδυνο και πολυέξοδο, που απαιτούσε μακροχρόνια προετοιμασία και αποτελούσε λατρευτική και προσκυνηματική εμπειρία ζωής για το Γένος, επί σειρά αιώνων. Σύμφωνα δε με την ίδια εγκυκλοπαίδεια «Στο χατζηλίκι συμμετείχαν και άνδρες και γυναίκες. Η συμμετοχή των δύο φύλων επιβεβαιώνεται και από τις προσφωνήσεις με τις οποίες δηλώνεται η πραγματοποίηση του προσκυνήματος. Τέτοιες προσφωνήσεις κατέληγαν συχνά να ενσωματωθούν στο όνομα ως πρώτο συνθετικό. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η ενσωμάτωση του τίτλου του χατζή στα ανδρικά βαπτιστικά, από όπου προήλθαν αργότερα και πολλά επίθετα».