Ο άγιος Νικόλαος και οι τρεις στρατηλάτες
Οι τρεις στρατηλάτες Νεπωτιανός, Ούρσος και Ερπυλίων επέστρεψαν από την αποστολή τους νικητές και πλέον έμεναν στο παλάτι απολαμβάνοντας μεγάλες τιμές.
Οι άλλοι στρατηλάτες όμως που βρίσκονταν εκεί τους ζήλεψαν, παρακινούμενοι από τον διάβολο, και έπεισαν τον έπαρχο Αβλάβιο ότι συνωμοτούν εναντίον του βασιλιά και ότι υποκριτικά και με δόλο μιλάνε ειρηνικά. «Αν όμως βρουν κατάλληλη ευκαιρία», του είπαν, «τότε θα φανεί η κακία τους. Γι’ αυτό είναι καλύτερα να βγουν από τη μέση. Σου το φανερώσαμε, λοιπόν, και συ κρυφά, πριν το αντιληφθούν, πες στον κύριο της οικουμένης, ώστε να τους θανατώσει σύντομα και χωρίς θόρυβο».
Λέγοντας αυτά, του υποσχέθηκαν ως δώρο και χίλιες επτακόσιες λίτρες χρυσού (2).
Μετά απ’ αυτά ο έπαρχος παρουσιάστηκε στον βασιλιά και είπε: «Δέσποτα αυτοκράτορ, επειδή διοικείς το βασίλειο με ευσέβεια και αγάπη Χριστού και όλη η οικουμένη ζει ειρηνικά στον καιρό της γαληνότητάς σου, ο διάβολος φθόνησε αυτό το μεγάλο αγαθό και ξεσήκωσε εχθρούς μέσα στο ίδιο σου το παλάτι. Μπήκε δηλαδή στις καρδιές των στρατηλατών που στάλθηκαν στη Φρυγία και γύρισαν. Αυτοί συνωμοτούν εναντίον της εξουσίας σου ώστε να κάνουν επανάσταση στην αυτοκρατορία σου που ζει ειρηνικά, και υπόσχονται σε όσους τους βοηθήσουν αξιώματα και δώρα και άφθονα χρήματα.
» Ο πολέμιος βέβαια και εχθρός της ειρήνης μας, ο διάβολος, τέτοια συνεχώς προσπαθεί να κάνει μέσω των υπηκόων του. Ο φιλάνθρωπος όμως Θεός, που προστατεύει την ευσεβή βασιλεία σου και προνοεί για όλους τους ανθρώπους, δεν άφησε η υπόθεση αυτή να μείνει κρυμμένη για πολύ, αλλά έβαλε στις καρδιές μερικών, που γνώριζαν όλα όσα γίνονταν, να έλθουν σε μένα και να μου τα φανερώσουν. Εγώ, μόλις τα έμαθα, δεν μπόρεσα να τα αποκρύψω, επειδή φοβήθηκα την τιμωρία του Θεού και τη δική σου αγανάκτηση. Τα ανέφερα, λοιπόν, στην ιερή μεγαλειότητά σου, για να αντιμετωπίσεις την κατάσταση».
Ο βασιλιάς όταν τα άκουσε, οργίστηκε πάρα πολύ. Και επειδή νόμισε ότι ο έπαρχος λέει την αλήθεια, αμέσως την ίδια στιγμή διέταξε χωρίς καμία εξέταση να τους συλλάβουν και να τους ρίξουν στη φυλακή. Από θεία πρόνοια όμως, εκείνες τις μέρες ο βασιλιάς έτυχε να ασχολείται με σοβαρές υποθέσεις.
Πέρασε λίγος καιρός και οι συκοφάντες πήγαν στον έπαρχο, φέρνοντάς του και τα χρήματα που είχαν υποσχεθεί, και τον πίεζαν να ζητήσει τον θάνατο των τριών στρατηλατών. «Για ποιο λόγο», έλεγαν, «τους αφήσατε να ζουν μέχρι σήμερα και δεν τους θανατώσατε αμέσως; Όσο ζουν, ακόμη και μέσα στη φυλακή μπορούν με τη βοήθεια φίλων τους να ξεφύγουν και να ελευθερωθούν. Και τότε μάταια εμείς αγωνιζόμαστε για την ειρήνη».
Ο έπαρχος, παρακινημένος απ’ αυτούς, παρουσιάστηκε πάλι στον βασιλιά και του είπε: «Δέσποτα, αφήσαμε να ζουν ακόμη εκείνοι οι αλιτήριοι που συνωμότησαν εναντίον σου. Και να, δεν έπαψαν να μελετούν τα σχέδιά τους έχοντας και συνεργούς απ’ έξω, όπως έμαθα με ακρίβεια».
Ο βασιλιάς, ακούγοντας ότι αυτοί ακόμη και μέσα στη φυλακή τον επιβουλεύονται, διέταξε να εκτελεστούν με ξίφος την ίδια εκείνη νύχτα. Ο έπαρχος, λοιπόν, αφού πήρε τη διαταγή, έστειλε μήνυμα προς τον δεσμοφύλακα λέγοντας: «Ετοίμασέ μου τους τρεις που έχεις στη φυλακή, γιατί πρέπει να εκτελεστούν αυτή τη νύχτα».
Ο δεσμοφύλακας Ιλαρίων το άκουσε και λυπήθηκε πολύ, και με δάκρυα είπε σ’ αυτούς: «Άνδρες τίμιοι και κύριοί μου, φοβάμαι και δειλιάζω και τρέμω με την υπόθεσή σας και ντρέπομαι να σας το πω, αλλά είμαι υποχρεωμένος να σας το φανερώσω. Μακάρι να μη σας γνώριζα. Γιατί πονώ και θλίβομαι να μιλώ πια μαζί σας, ξέροντας ότι θα χωριστούμε επειδή ήρθε διαταγή να πεθάνετε αυτή τη νύχτα. Αν λοιπόν νομίζετε ότι πρέπει να τακτοποιήσετε κάποιες υποθέσεις σας, σκεφθείτε και ετοιμασθείτε. Εγώ σας είπα αυτά που μου είπε ο έπαρχος».
Αυτοί, μόλις τ’ άκουσαν, έκλαψαν πικρά και έσκισαν τα ρούχα τους και τραβούσαν τα μαλλιά τους. Και αφού πασπάλισαν τα κεφάλια τους με χώμα, έβγαλαν φωνή μεγάλη κλαίγοντας και απορώντας για τον απροσδόκητο θάνατο τους και έλεγαν: «Ποιο είναι το έγκλημα και ποιο το αδίκημά μας, ώστε τόσο ξαφνικά και χωρίς δίκη να πεθαίνουμε, χωρίς καν να μας εξετάσουν και να μας ρωτήσουν, όπως κάνουν ακόμη και στους κακούργους;»
Τότε ένας απ’ αυτούς, ο Νεπωτιανός, θυμήθηκε όσα έκανε ο άγιος Νικόλας, ο επίσκοπος Μύρων, και πώς έσωσε εκείνους τους τρεις που επρόκειτο να εκτελεστούν, και κλαίγοντας με πολλά δάκρυα και στεναγμούς είπε: «Κύριε, ο Θεός του δούλου σου Νικολάου, λυπήσου μας για την ευσπλαχνία σου και για την πρεσβεία του άξιου δούλου σου Νικολάου. Και όπως μέσω αυτού έκανες έλεος στους τρεις εκείνους που καταδικάστηκαν αναίτια και τους έσωσες από τον θάνατο, έτσι τώρα σώσε και μας, και σπλαχνίσου μας με τις πρεσβείες αυτού του αγίου σου αρχιερέα. Γιατί πιστεύουμε ότι, αν και είναι απών σωματικά, με το πνεύμα είναι παρών και, βλέποντας τη θλίψη και την οδύνη της ψυχής μας, αυτός θα παρακαλέσει την αγαθότητά σου για χάρη μας».
Κι όλοι μαζί φώναξαν δυνατά λέγοντας: «Άγιε Νικόλαε, αν και είσαι μακριά μας, η δέησή μας ας ερθει κοντά σου, και παρακάλεσε τον φιλάνθρωπο Θεό για χάρη μας. Γιατί ο Θεός θα κάνει το θέλημα αυτών που τον φοβούνται και θα ακούσει τη δέησή τους. Ώστε να σωθούμε με τις πρεσβείες σου από τον κίνδυνο που μας απειλεί και να αξιωθούμε να έρθουμε αυτοπροσώπως και να προσκυνήσουμε την αγιοσύνη σου, δοξασμένε πάτερ».
Αυτά είπαν και οι τρεις με ένα στόμα και ικέτευαν τον Θεό, χωρίς να απελπίζονται ότι θα βρουν βοήθεια από τον ουρανό.
Με τη χάρη του Θεού, που ελεεί τους πάντες και βοηθά γρήγορα αυτούς που τον ζητούν με όλη τους την καρδιά και που δοξάζει πάντοτε αυτούς που τον δοξάζουν και που σώζει τους ταπεινούς, ο άγιος Νικόλαος φάνηκε στον ύπνο του βασιλιά εκείνη τη νύχτα και του είπε: «Κωνσταντίνε, σήκω και ελευθέρωσε τους τρεις στρατηλάτες που έχεις στην φυλακή, γιατί άδικα συκοφαντήθηκαν. Αν όμως με παρακούσεις, θα ξεσηκώσω πόλεμο εναντίον σου στο Δυρράχιο, παρακαλώντας τον μεγάλο βασιλιά Χριστό, και θα παραδώσω τις σάρκες σου τροφή στα θηρία και στα όρνια».
«Ποιος είσαι εσύ», είπε ο βασιλιάς, «και πώς μπήκες στο παλάτι μου τέτοια ώρα;»
Η φωνή τού απάντησε: «Εγώ είμαι ο Νικόλαος, ο αμαρτωλός επίσκοπος της μητροπόλεως στα Μύρα της Λυκίας».
Αυτά είπε και έφυγε. Πήγε έπειτα και εμφανίστηκε στον έπαρχο και του είπε: «Αβλάβιε, βλαμμένε στον νου και στα μυαλά, σήκω και ελευθέρωσε τους τρεις στρατηλάτες που έχεις στη φυλακή και θέλεις να τους θανατώσεις για τη φιλαργυρία σου. Αν δεν θελήσεις να τους ελευθερώσεις, θα παρακαλέσω τον μεγάλο βασιλιά Χριστό και θα πέσεις σε βαριά αρρώστια, θα σε φάνε τα σκουλήκια και όλη η οικογένειά σου θα έχει κακό τέλος».
«Και εσύ ποιος είσαι που λες τέτοια πράγματα;» ρώτησε ο έπαρχος, και αυτός του είπε: «Εγώ είμαι ο Νικόλαος, ο αμαρτωλός επίσκοπος της μητροπόλεως των Μυρέων». Αυτά είπε και έφυγε.
Αφού ξύπνησε ο βασιλιάς, κάλεσε τον αρχιθαλαμηπόλο του και του είπε: «Πήγαινε και πες στον έπαρχο αυτά που είδα στον ύπνο μου· αυτά και αυτά είδα». Όμοια και ο έπαρχος έστειλε τον υπηρέτη του για να αναγγείλει στον βασιλιά αυτά που είχε δει στον ύπνο του.
Το πρωί ο βασιλιάς διέταξε να του φέρουν τους τρεις μπροστά στη σύγκλητο και τον έπαρχο.
Όταν αυτοί παρουσιάστηκαν, τους είπε ο βασιλιάς: «Πέστε μου, ποιες μαγείες κάνατε και μας στείλατε τέτοια όνειρα;» Αυτοί σιωπούσαν. Και όταν πάλι για δεύτερη φορά ρωτήθηκαν, αποκρίθηκε ο Νεπωτιανός: «Δέσποτα αυτοκράτορ, εμείς μαγείες δεν ξέρουμε. Και αν βρεθούμε να κάνουμε τέτοια πράγματα ή αν σκεφτήκαμε κάποιο άλλο κακό εναντίον της εξουσίας σου, δέσποτα, ας τιμωρηθούμε με θάνατο».
Τους λέει ο βασιλιάς: «Γνωρίζετε κάποιον που ονομάζεται Νικόλαος;»
Αυτοί μόλις άκουσαν το όνομα του Νικολάου, χάρηκαν και είπαν: «Κύριε, ο Θεός του αγίου Νικολάου, που έσωσες τότε με τη μεσολάβησή του εκείνους που επρόκειτο άδικα να πεθάνουν, βγάλε τώρα και μας από τη δύσκολη θέση που βρισκόμαστε, γιατί είμαστε αθώοι».
Ο βασιλιάς τους είπε πάλι: «Πέστε μου, ποιος είναι αυτός ο Νικόλαος και αν είναι συγγενής σας».
Τότε ο Νεπωτιανός αποκρίθηκε και είπε ποιος είναι ο Νικόλαος και τι έργα κάνει και όσα έκανε μπροστά στα μάτια τους, και πως γλίτωσε τους τρεις άνδρες από τον θάνατο, και πρόσθεσε: «Εμείς τώρα, δέσποτα, καθώς βρισκόμασταν στη μεγάλη αυτή ανάγκη και θλίψη, επικαλεστήκαμε τις άγιες ευχές του και τον παρακαλέσαμε να πρεσβεύσει για χάρη μας προς τον φιλάνθρωπο Θεό».
Είπε τότε ο βασιλιάς: «Είστε ελεύθεροι και να έχετε χάρη στον άνθρωπο αυτό. Γιατί δεν σας χαρίζω εγώ τη ζωή, αλλά ο Θεός και ο Νικόλαος που εσείς επικαλεσθήκατε. Να πάτε λοιπόν σ’ αυτόν, και εκεί να κόψετε τα μαλλιά σας (3), που μεγάλωσαν όσο καιρό ήσασταν στη φυλακή· να τον ευχαριστήσετε και να του πείτε εκ μέρους μου· “Να, εκπλήρωσα την παράκλησή σου. Μη με απειλείς πια, αλλά να εύχεσαι για μένα και τη βασιλεία μου και για την ειρήνη της οικουμένης, πρεσβεύοντας προς τον Θεό, τον Κύριο και κυβερνήτη όλων”».
Τους έδωσε και κειμήλια, ένα χρυσό ευαγγέλιο, δύο χρυσά μανουάλια και ένα άλλο σκεύος χρυσό, διακοσμημένο με πολύτιμες πέτρες, για να τα πάνε στον άγιο εκείνο άνθρωπο, και τους έδωσε και επιστολή προς αυτόν.
Τα πήραν αυτά οι τρεις άνδρες, πήγαν στη Λυκία, και αφού προσκύνησαν τον Άγιο, του διηγήθηκαν όσα τους είχαν συμβεί και του έδωσαν την επιστολή του βασιλιά και τα κειμήλια. Έκοψαν έπειτα τα μαλλιά τους και έδωσαν στους φτωχούς από τα χρήματά τους.
Ο αγιότατος επίσκοπος Νικόλαος χάρηκε με αυτούς και τους ευλόγησε και τους άφησε να φύγουν με επιστολή και ευλογίες.
Έτσι λοιπόν, αφού προσευχήθηκαν και τον αποχαιρέτησαν, οι τρεις αυτοί άνδρες επέστρεψαν με αγαλλίαση, δοξάζοντας τον φιλάνθρωπο Θεό για την παράδοξη σωτηρία τους.
Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.