Από τον βίο του οσίου Γεωργίου του Χοζεβίτου
Μια μέρα ο όσιος Γεώργιος – διηγείται ο Αντώνιος, ο συγγραφεύς του Βίου – έβαλε να του στρώσω το ρακοραμμένο ράσο του στο έδαφος, στο Κοινόβιο, κοντά στην ανατολική πόρτα, έχοντας το προσκέφαλό του προς δυσμάς.
Θαυμαστά περιστατικά
Και μου λέγει: «Παιδί μου, μην ανησυχήσεις, και μη μου μιλήσεις, κι ούτε να αφήσεις άλλον να με πλησιάσει». Και αφού ξάπλωσε ανάσκελα, σκεπάστηκε με το σεντόνι και έμεινε τρεις μέρες χωρίς να κουνιέται, χωρίς να γυρίζει, χωρίς καθόλου να σηκωθεί.
Και μου λέγουν οι αδελφοί: «Ας πάρουμε το Γέροντα να τον θάψουμε, μήπως μυρίσει και δυσκολευτούμε ύστερα να τον θάψουμε». Όμως εγώ άγγιξα τα πόδια του και τα βρήκα ζεστά· έτσι παρακάλεσα τους αδελφούς να φύγουν, μένοντας πιστός και στην εντολή του· μετά κάθησα κοντά του και έκλαιγα και ωδυρόμουν πικρά. Και ξαφνικά, εκεί που καθόμουν κοντά του, την τρίτη μέρα κουνήθηκε και ξεσκεπάστηκε και ανασηκώθηκε και ξεφυσούσε κάθε τόσο και έλεγε με στεναγμούς: «Δόξα σοι, ο Θεός ημών, δόξα σοι».
Εγώ έβαλα μετάνοια και του είπα: «Γιατί, άγιε πάτερ, με στενοχώρησες έτσι;». Κι αυτός αποκρίθηκε: «Δεν σου είπα, παιδί μου, να μην ανησυχήσεις και να μη μου μιλήσεις;» Εγώ, αφού έβαλα ξανά μετάνοια, τον παρακαλούσα να μου πει τι είδε. Κι αυτός μου είπε: «Παιδί μου, ούτε στα αφτιά ούτε στο νου δεν θα αντέξεις τώρα να ακούσεις, θα σου πω όταν έλθει η ώρα». Κι αυτό το είπε για να με ξεγελάσει να μην τον πιέσω να μου πει· γιατί πράγματι ήταν φρικτός ο μορφασμός και το σχήμα του προσώπου του όταν θαύμαζε το όραμα που είδε. Και εγώ ο ανόητος από αφέλεια δεν τον πίεσα να μου πει και τώρα μετανοιώνω.
Κάποτε που έτρωγε μαζί μου στο διακόνημά μου, του έβαλα μετάνοια λέγοντάς του: «Ευλόγησε το διακόνημα του δούλου σου, τίμιε πάτερ, διότι τα πράγματα είναι δύσκολα». Και αυτός είπε: «Ο Θεός να ευλογήσει και να αυξήσει το διακόνημά σου, παιδί μου». Κι έμεινε η στάθμη του λαδιού στο πιθάρι σταθερή, χωρίς το λάδι να καταναλίσκεται επί τρεις εβδομάδες, αν και εχορηγείτο απ’ αυτό σε όλο το Κοινόβιο· μέχρι που ένας μάγειρας πειράχτηκε και μου είπε: «Κάνε αγάπη, αββά κελαρίτη, μήπως πρόσθεσες λάδι στο πιθάρι;». Κι εγώ του είπα «ναι»· και αυτός αποκρίνεται: «Τρεις εβδομάδες αντλώ και δεν το είδα ούτε κάτω να πηγαίνει ούτε πάνω». Εγώ του απάντησα: «Ο Θεός να σε συγχωρήσει, κύριε αδελφέ, γιατί έχεις πειρασμό». Και από τότε ξοδεύτηκε.
Το ίδιο συνέβη και με τον πλεονασμό του κρασιού και του ψωμιού, όταν ξένοι ξαφνικά έρχονταν συνεχώς και καθυστερούσαν να φύγουν, διεπίστωσα την ευλογία να γίνεται με τις ευχές του αγίου.
Από το βιβλίο: Ο όσιος Γεώργιος ο Χοζεβίτης. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016, σελ. 81.