Προχωρώντας προς τα Χριστούγεννα
Τι σημαίνει Χριστούγεννα; Λέει ο άγιος Αθανάσιος: «Ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνει ο άνθρωπος θεός». Δεν μπορούμε να σταθούμε μόνο στο ένα, ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος.
Για όσους το πιστεύουν αυτό –είναι κάποιοι που δεν το πιστεύουν· ας τους αφήσουμε εκείνους– δεν φτάνει αυτό μόνο, ότι έγινε ο Θεός άνθρωπος, αλλά ότι ο σκοπός που έγινε άνθρωπος ο Θεός είναι να κάνει τον άνθρωπο θεό. Και τον κάνει τον άνθρωπο θεό. Δηλαδή ενώνεται με τον άνθρωπο, κοινωνεί με τον άνθρωπο και του δίνει αυτή την άλλη, την άνωθεν ειρήνη, ας πούμε, αυτή τη θεϊκή κατάσταση.
Αυτό αρχίζει ο άνθρωπος να το αισθάνεται από αυτόν τον κόσμο. Στην αρχή λίγο, έπειτα περισσότερο, έπειτα ακόμη περισσότερο, έως ότου ετοιμαστεί και φύγει από εδώ. Φεύγοντας από τον κόσμο αυτό και ιδίως κατά τη δευτέρα παρουσία θα του το δώσει όλο ο Θεός. Θα ενωθεί δηλαδή ολοκληρωτικά ο Θεός με τον άνθρωπο.
Αυτά είναι τα Χριστούγεννα κι έτσι πρέπει κανείς να τα σκέπτεται τα Χριστούγεννα κι έτσι να ετοιμάζεται να γιορτάσει τα Χριστούγεννα. Είναι αδιανόητο να κάνεις Χριστούγεννα, χωρίς να κοινωνήσεις. Αλλά γιατί να κοινωνήσεις; Απλώς να κοινωνήσεις; Φθάνει απλώς να σκεφθείς «α, έχω καιρό να κοινωνήσω, ας πάω να κοινωνήσω»; Ή, «όλοι κοινωνούν, ας κοινωνήσω»; Ή, «καλό θα μου κάνει η Θεία Κοινωνία, ας κοινωνήσω, ας πάρω τον Χριστό μέσα μου»;
Κοινωνούμε, ακριβώς για να ενωθούμε. Επειδή, όσο κι αν προσευχηθεί ο άνθρωπος, όσο κι αν πιστεύσει, όσο κι αν μετανοήσει, ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος, το χάσμα που τον χωρίζει από τον Θεό μετά την πτώση είναι αγεφύρωτο και δεν το γεφυρώνει τίποτε. Το γεφυρώνει μόνο ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Χριστός. Και κοινωνούμε πραγματικά με τον Χριστό. Όπως δηλαδή πράγματι στο πρόσωπο του Χριστού ενώθηκε η ανθρωπότητα με τη Θεότητα, η ανθρώπινη φύση με τη θεία φύση, έτσι λοιπόν πράγματι κοινωνούμε με τον Χριστό. Όχι απλώς το πιστεύουμε, όχι απλώς το υποθέτουμε, όχι απλώς το περιμένουμε, αλλά γίνεται πράγματι αυτή η κοινωνία με τον Χριστό μέσα στο μυστήριο, μέσα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, καθώς επάνω στην αγία Τράπεζα έχουμε το σώμα και το αίμα του Χριστού και κοινωνούμε του σώματός του και του αίματός του.
Αλίμονο όμως εάν αυτό το κάνει κανείς παγανιστικώ τω τρόπω, μαγικώ τω τρόπω, απλώς από συνήθεια· δεν φθάνει. Χρειάζεται οπωσδήποτε να έχει κανείς αυτή τη λαχτάρα μέσα του, αυτόν τον πόθο μέσα του, να έχει αυτή τη μετάνοια. Να ποθεί τον Θεό έτσι που σαν να μην υπάρχει τίποτε άλλο. Έτσι μπορείς να συναντηθείς με τον Θεό και να βρεις τον Θεό. Αν έχεις κι άλλες ελπίδες κι άλλες αγάπες και πιάνεσαι από δω κι από κει, δεν μπορείς. Είναι σαν να σου λέει τότε ο Θεός: «Ε, καλά. Αφού ικανοποιείσαι μ’ εκείνα εκεί τα άλλα, αφού τα έχεις ανάγκη κι εκείνα, αφού στηρίζεσαι και σ’ αυτά, αφού ακουμπάς εκεί, εμένα δεν με πολυχρειάζεσαι· λίγο με χρειάζεσαι. Εντάξει· λίγο πάρε». Και ο αγαθός Θεός δίνει ένα κάτι.
Όμως ο Θεός θέλει όλον τον άνθρωπο. Όπως δεν έγινε ο μισός Χριστός άνθρωπος, δεν ήρθε ο μισός Χριστός να γίνει άνθρωπος, αλλά όλος ο Χριστός, όλος ο Υιός του Θεού. Ούτε απλώς έστειλε κάτι. Ήρθε ο ίδιος. Το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος ήρθε –ο Θεός ξέρει πώς– εν μυστηρίω, και έγινε άνθρωπος. Κυοφορήθηκε στην κοιλία της Παναγίας επί εννέα μήνες, γεννήθηκε και έζησε ως άνθρωπος. Και είναι και θα είναι στους αιώνες, για πάντα, Θεός και άνθρωπος.
Έτσι όλο το είναι του κάθε ανθρώπου θα ενωθεί με τον Θεό. Όχι λιγάκι. Ο άνθρωπος δεν ξέρω σε τι ελπίζει και τι αγαπά και που ακουμπά και τι επιθυμεί και απλώς δίνει ένα κάτι από την ύπαρξή του· «Ας πάμε και στην Εκκλησία. Ας ετοιμαστούμε και για τα Χριστούγεννα. Ας κοινωνήσουμε κιόλας. Ας έχουμε και μια σχέση με τον Θεό· κάτι μπορούμε να περιμένουμε κι από εκεί». Δεν γίνεται έτσι.
Είναι μεγάλο λάθος αυτό το οποίο κάνουμε οι χριστιανοί –δεν μας το λένε κιόλας;– και δεν το καταλαβαίνουμε. Δηλαδή ξεγελούμε τον εαυτό μας ότι να, λιγάκι μπορούμε να ‘μαστε Χριστιανοί. Όχι. Η όλη ύπαρξή μας πρέπει να ενωθεί με τον Χριστό, όλη η ύπαρξή μας να βρει τον Χριστό, όλη η ύπαρξή μας να δοθεί στον Χριστό, όλο το είναι μας, και η καρδιά μας και η ψυχή μας και το σώμα μας. Ο όλος άνθρωπος. Και το σώμα. Γι’ αυτό η Εκκλησία του Χριστού, η Ορθόδοξη Εκκλησία, το Ευαγγέλιο, όλη η Παράδοση, η αποκάλυψη, για την οποία μιλήσαμε στην αρχή, αναφέρεται και στο σώμα και απαιτεί ο άνθρωπος να έχει και το σώμα του καθαρό από την αμαρτία.
Το σώμα είναι ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος. Όλος ο άνθρωπος ανήκει στον Θεό. «Ουκ εστέ εαυτών· ηγοράσθητε γαρ τιμής» (Α’ Κορ. 6:19-20). Το λέει και το τονίζει ο απόστολος Παύλος ότι δεν ανήκετε στον εαυτό σας, ανήκετε στον Χριστό, διότι μας αγόρασε όλους ο Χριστός και ανήκουμε σ’ αυτόν. Και η ψυχή μας και το σώμα μας, όλα να ζουν κατά Θεόν, όπως θέλει ο Θεός. Όχι με την έννοια ότι ο Θεός έχει την ανάγκη μας και μας βάζει σε δουλειές και μας βάζει σε κόπους και μας καταπιέζει, «κάντε αυτό και κάντε εκείνο», έτσι που το παίρνουμε εμείς. Δεν είναι έτσι. Όλα αυτά τα οποία μας λέει ο Θεός να κάνουμε είναι, για να γλιτώσουμε από την αμαρτία στην οποία βρισκόμαστε. Η αμαρτία είναι φθορά, είναι θάνατος στον άνθρωπο. Και θα γλιτώσουμε από την αμαρτία, όταν στραφούμε στον Χριστό, όταν με όλες μας τις δυνάμεις ζητήσουμε τον Χριστό. Θα μας σπλαγχνισθεί εκείνος, θα μας δεχθεί και θα μας σώσει.
Κάπως έτσι, αδελφοί μου, να σκεφθούμε και να προχωρήσουμε προς τις γιορτές.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Συνάξεις Δωδεκαημέρου”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1999, σελ. 19.