Τι σημαίνει η φράση που ψάλλουμε «Χριστός γεννάται, την πριν πεσούσαν, αναστήσων εικόνα;»
Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου
Τα ανθρώπινα όντα έχουν πλαστεί «κατ’εικόνα και καθ’ομοίωσιν του Θεού». Αυτό σημαίνει ότι εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε απλά το αποτέλεσμα της κληρονομικότητας μας ή απώτερη κατάληξη ιστορικών διαδικασιών και κοινωνιολογικών διαμορφώσεων. Εμείς οι άνθρωποι, ακριβώς επειδή η θεμελιακή και ουσιαστική μας ιδιότητα εκφράζεται ως η πιο τέλεια δημιουργημένη έκφραση της υπάρξεως και της ζωής του Θεού, πλαστήκαμε για να γίνουμε «μιμηταί του Θεού» και «θείας κοινωνοί φύσεως».
Ο Θεός μάς δώρισε με τη χάρη του Λόγου του και τη δυνατότητα να ζούμε σύμφωνα με το θέλημά του, ως υποστηρίζει ο Μέγας Αθανάσιος, Οι άνθρωποι όμως αρνήθηκαν τα αιώνια, με προτροπή του αρχέκακου διαβόλου, επέστρεψαν στη φθαρτή φύση και έγιναν οι ίδιοι αίτιοι της καταστροφής τους, εισάγοντας στη ζωή τους το θάνατο. Ενώ είχαν φθαρτή φύση, μπορούσαν να ξεπεράσουν τη θνητότητα της φύσεως, μετέχοντας στη χάρη του Λόγου, Εκείνοι όμως, επέλεξαν τη διάπραξη της αμαρτίας και της παρανομίας, καταλήγοντας στην ασυδοσία και προσδίδοντας στο θάνατο «ισχύ νόμου» σε βάρος ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους. Με άλλα λόγια, τα ανθρώπινα όντα απέτυχαν να είναι και επομένως να γίνονται ατελεύτητα, αυτό που ο Θεός έπλασε να είναι.
Επειδή, όμως, δεν ήταν δυνατόν να απαλλαγεί το ανθρώπινο γένος με άλλον τρόπο από τα τόσα μεγάλα δεινά, καταδέχθηκε ο βασιλεύς της απαθείας να ανταλλάξει την ίδια του την δόξα με τη δική μας ζωή. Έτσι, κατά τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης, «εισέρχεται μεν η καθαρότης στον ιδικόν μας ρύπον, ο ρύπος όμως δεν εγγίζει την καθαρότητα», σύμφωνα και με το Καινοδιαθηκικό «το φως εν τη σκοτία έλαμψεν, η δε σκοτία αυτό ου κατέλαβεν».
Ο Χριστός, λοιπόν, ήρθε στον κόσμο για να αποκαταστήσει την εικόνα και την ομοίωση του Θεού στα ανθρώπινα όντα. Τα κατέστησε ικανά να γίνουν ό,τι προορίστηκαν εξ αρχής. Και ο Ιησούς το πράττει αυτό, όχι απλά γιατί είναι ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, αλλά γιατί επίσης είναι «εικών του Θεού του αοράτου».
«Χριστός γεννάται, την πριν πεσούσαν, αναστήσων εικόνα»
Ο Χριστός αποκαθιστά την εικόνα του Θεού στις ανθρώπινες υπάρξεις, όντας ο ίδιος η άκτιστη και αιώνια εικόνα του Θεού, γενόμενος αληθινός άνθρωπος, ο «τελευταίος» και «έσχατος Αδάμ». Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, απεστάλλει άγγελος Κυρίου προς την Παρθένο Μαρία για να ευαγγελισθεί τη σύλληψη του Κυρίου. Έτσι, η Παρθένος συνέλαβε τον Υιό του Θεού, «την ενυπόστατον δύναμιν του Πατρός», όχι από θέλημα της σαρκός, ούτε από θέλημα ανδρός, δηλαδή από ένωση και σπορά, αλλά από την συγκατάβαση του Πατρός και τη θαυματουργική, πλην όμως μυστική, συνεργασία του Αγίου Πνεύματος.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός έξοχα τονίζει: «Η Παρθένος Μαρία πρόσφερεν εις τον Κτίστην την «κτίσιν» του και εις τον Πλάστην την «πλάσην» του και εις τον Υιό του Θεού και Θεόν την σάρκωσην και ενανθρώπισιν από τας αγνάς και αμόλυντους σάρκας και αίματα της… και εγένησε τον νέον Αδάμ χωρίς ένωσιν, σύμφωνα με τον νόμον της κυήσεως και της υπερφυσικής γεννήσεως». Αυτό είναι το σωτήριο μήνυμα που κομίζει η Χριστουγεννιάτικη εορτή. Υπάρχει ένας νέος Αδάμ. Υπάρχει μια αποκαταστημένη εικόνα της ίδιας της εικόνας του Υιού και Λόγου του Θεού, του Ιησού Χριστού, του «εξ ουρανού καταβάντος άρτου της ζωής».
«Ο αμήτωρ απάτωρ γίνεται, αμήτωρ το πρότερον, απάτωρ το δεύτερον. Νόμοι φύσεως καταλύονται… ο άσαρκος σαρκούται, ο λόγος παχύνεται,. Ο αόρατος οράται. Ο Υιός του Θεού, Υιός του ανθρώπου γίνεται… τούτο εστίν ημίν η πανήγυρις, τούτο εορτάζομεν σήμερον, επιδημίαν Θεού προς ανθρώπους, ίνα προς Θεόν ενδημήσωμεν, ή επανέλθωμεν, ίνα τον παλαιόν άνθρωπον αποθέμενοι, τον νέον ενδυσώμεθα», τονίζει πανηγυρικά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Ο Κύριος και Θεός του Ουρανού καταδέχεται και τοποθετείται στη φάτνη, που είναι η εστία των αλόγων ζώων, ώστε και τα άλογα να γευθούν την λογική τροφή και να γίνουν έλλογα, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης.
Αν και ο Κύριος είναι Άκτιστος, Κτίστης και Δημιουργός του σύμπαντος και επιπλέον Άυλος και Ασώματος, περιβλήθηκε σάρκα και σώμα για να χαρίσει στα σώματα την αθανασία και να καταστήσει τον άνθρωπο υιό του Θεού και κοινωνό της Θείας Του δόξας.
Ο σκοπός, λοιπόν, της θείας ενανθρωπήσεως, δεν είναι άλλος, παρά η σωτηρία και η ανακαίνιση του ανθρώπου. Αν δεν υπήρχε ανάγκη να σωθεί ο άνθρωπος, δεν θα γινόταν ο Θεός άνθρωπος. Ο ίδιος λοιπόν ο Θεός πάσχει μαζί μας και πτωχεύει με τη σάρκωση Του, για να πλουτίσουμε εμείς τη δική του πτώχεια.
Η «εν Χριστώ οικονομία εγκαινιάζει μια νέα κατάσταση και δημιουργεί την απαρχή της καινούριας ζωής. Αυτή εικονίζεται ήδη στην Εκκλησία, ιδιαίτερα στη Θεία Ευχαριστία, αλλά θα φανερωθεί τελικά στη Βασιλεία του Θεού. Με την έλευση του Χριστού, η φθορά και ο θάνατος μεταμορφώνεται σε αφθαρσία και ζωή. Ο Νόμος γίνεται Λόγος, πρόσωπο, υπόσταση και προκαλεί τον άνθρωπο να καταστεί μέτοχος της θείας ζωής.
Τα Χριστούγεννα πανηγυρίζονται ως «σωτηρία του κόσμου, η γενέθλια ημέρα της ανθρωπότητας, η κοινή εορτή ολάκερης της κτίσεως» κατά τον ιλαρό ιεράρχη της Καισαρείας, Μέγα Βασίλειο, «Σήμερον γεννάται εκ Παρθένου, ο δρακί την πάσαν έχων κτίσιν». Ο Θεός δηλαδή, σε μια αγιαστική απλωτική τροχιά και κίνηση προς την «σύμπασα κτίση» κατέρχεται.
Στο νου μου έρχονται όσα έξοχα παρατηρεί και καταθέτει ο άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος: «Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν και υιός θεού εδόθη ημίν, ου η αρχή επί του ομοίου αυτού… και καλείται μεγάλης βουλής άγγελος. Και άγγελος μεν λέγεται επειδή φέρει από τον Θεόν και Πατέρα Ευαγγέλια καταλλακτήρια, και δια του Θείου Βαπτίσματος υιοθεσίας αλεξίτηρια, και της φύσεως μας από την πονηράν δουλείαν απαλλακτήρια και του διαβόλου ασυμπαθώς φυγαδευτήρια, και της τυραννίδος των δαιμόνων δεσμωτήρια και πολυχρονίων νεκρών εξαναστήρια και μυστηρίων νέων και μεγάλων παραδοτήρια, και όχι μόνον αυτά, αλλά και βασιλείας Ουρανών υποσχετήρια και για όσους εβίωσαν καλώς, αθανάτου κληρονομίας αποδοτήρια».
Πράγματι! «Χριστός γεννάται, την πριν πεσούσαν, αναστήσων εικόνα».