Από την στρατιωτική υπηρεσία του οσίου Παϊσίου
Οι περισσότεροι στρατιώτες είχαν πνεύμα θυσίας, αλλά ο Αρσένιος (μετέπειτα π. Παΐσιος) ήταν άφοβος στους κινδύνους και στον θάνατο. Πολλές φορές κινδύνευσε να συλληφθή αιχμάλωτος και αντίκρυσε τον θάνατο από πολύ κοντά.
Κάποτε επρόκειτο να ρίξουν κλήρο για το ποιος θα πάει στο χωριό για εφόδια. «Θα πάω εγώ», είπε ο Αρσένιος. Τον είδαν οι αντάρτες, αλλά τον πέρασαν για δικό τους. Πήρε τα εφόδια και γύρισε πίσω.
Όταν έβαζαν κάποιον να κάνη επικίνδυνη βάρδια ή περίπολο, τον ρωτούσε ο Αρσένιος: «Τι οικογένεια έχεις;». Αν του έλεγε, «είμαι παντρεμένος, έχω και παιδί», έλεγε, «καλά». Πήγαινε στο υπασπιστήριο, τον άλλαζε και πήγαινε αυτός στην θέση του.
Τον άλλο ασυρματιστή δεν τον άφηνε να κουβαλά ούτε τον ασύρματο ούτε την μπαταρία, για να είναι ελεύθερος σε περίπτωση κινδύνου να τρέξη και να σωθή.
«Σε μια μάχη», διηγήθηκε, «είχα σκάψει μια μικρή λακκούβα. Έρχεται ένας και μου λέει: “Να μπω και εγώ;” Στρυμώχθηκα και με δυσκολία χωρέσαμε. Έρχεται και άλλος. Τον άφησα και αυτόν και εγώ βγήκα έξω. Σε μια στιγμή με παίρνει ένα βλήμα ξυστά στο κεφάλι. Δεν είχα κράνος, φορούσα μόνο κουκούλα. Πιάνω με το χέρι μου το κεφάλι, δεν βλέπω αίματα. Το ξαναπιάνω, τίποτα. Το βλήμα είχε περάσει ξυστά από το κεφάλι μου και είχε ξυρίσει μόνο τα μαλλιά και έκανε μια γραμμή έξι πόντους φάρδος χωρίς μαλλιά και ούτε γρατζουνιά δεν άφησε. Το είχα κάνει με την καρδιά μου. “Καλύτερα”, είπα, “να σκοτωθώ μια φορά εγώ, παρά να σκοτωθή ο άλλος, και μετά να με σκοτώνη η συνείδησή μου σε όλη μου την ζωή. Πώς να αντέξω μετά, όταν θα σκέφτομαι ότι μπορούσα να τον σώσω και δεν τον έσωσα;” Και ο Θεός φυσικά βοηθά πολύ αυτόν που θυσιάζεται για τους άλλους».
Διηγήθηκε ο Γέροντας: «Έκανα έρανο μεταξύ των στρατιωτών και αγόρασα καντήλια και μανουάλια για κάποιο εξωκκλήσι του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Εκεί κοντά είχε καταυλισμό η διλοχία μας.
» Ήρθαν χειμώνα καιρό οι μεταγωγικοί (χωρικοί, κυρίως γυναίκες και παιδιά) με τα ζώα και μας έφεραν προμήθειες. Επειδή χάλασε ο καιρός και άρχισε να χιονίζη, κάθησαν να διανυκτερεύσουν σε πρόχειρες ελάτινες σκηνές.
» Κάποιος Ανθυπολοχαγός κτηνώδης ενωχλούσε μια νέα. Εκείνη η καημένη προτίμησε να πεθάνη παρά να αμαρτήση. Έφυγε και την ακολούθησε και μια ηλικιωμένη. Βάδιζαν μέσα στα χιόνια και βρέθηκαν στο εξωκκλήσι, αλλά η πόρτα ήταν κλειστή. Έμειναν έξω, κάτω από το υπόστεγο τρέμοντας από το κρύο.
» Την ίδια νύχτα μου ήρθε ξαφνικά ένας επίμονος λογισμός να πάω στο εξωκκλήσι να ανάψω τα καντήλια. Το χιόνι είχε φθάσει τα ογδόντα εκατοστά περίπου. Πήγα και χωρίς να γνωρίζω τι προηγήθηκε, βρήκα έξω από το εξωκκλήσι τις δύο γυναίκες μελανιασμένες από το κρύο. Τις έδωσα από ένα γάντι, άνοιξα την πόρτα, μπήκαν μέσα και αφού συνήλθαν κάπως, διηγήθηκαν τα σχετικά. “Εγώ”, είπε η νέα, “έκανα ό,τι μπορούσα. Από κει και πέρα, ας κάνη και ο Θεός τα υπόλοιπα”.
» Τις συμπόνεσα τις καημένες και αυθόρμητα τις είπα: “Τελείωσαν τα βάσανά σας. Αύριο θα πάτε στα σπίτια σας”, όπως και συνέβη».
Ο Ανθυπολοχαγός όταν έμαθε ότι ο Αρσένιος τις βοήθησε και σώθηκαν, ίσως για να καλύψη την ενοχή του, διέδιδε συκοφαντικά ότι ο Εζνεπίδης έβαλε στην Εκκλησία τους μεταγωγικούς με τα μουλάρια. Τον κάλεσε ο Διοικητής σε απολογία. «Τόσο ασυνείδητος είμαι, κ. Διοικητά, να βάλω τους μεταγωγικούς με τα μουλάρια μέσα στην Εκκλησία;», είπε. Όμως δεν φανέρωσε την υπόθεση του ένοχου Ανθυπολοχαγού· απολογήθηκε μόνον επειδή τον κατηγόρησαν για καταφρόνηση του οίκου του Θεού.
Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 69.