«Φως ιλαρόν» σε γη αθωνική και αγιορείτικη
Του Δημητρίου Λυκούδη στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας»
Τέτοιες ιστορίες όχι απλά συχνάζουν, αλλά είναι ολούθε στα Γεροντικά τα αγιορείτικα, αλλά και σε κάθε Γεροντικό που αναφέρεται στη μοναστική πείρα των αγιορειτών Πατέρων και δη των απανταχού μοναστών και μοναζουσών.
«Ένας γέροντας ερημίτης κίνησε για το πιο κοντινό χωριό να πουλήσει τα πανέρια του. Στον δρόμο που πήγαινε, τον βρήκε ο διάβολος κι από την πολλή κακία που του είχε, άρπαξε τα πανέρια από τα χέρια του κι έγινε άφαντος.
Τότε ο γέροντας, χωρίς να στενοχωρηθεί καθόλου, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και είπε:
– Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που με απάλλαξες από το φορτίο μου κι από τον κόπο να κατέβω στο χωριό.
Τότε ο διάβολος, μην υποφέροντας την αταραξία του ερημίτη, τού πέταξε κατάμουτρα τα πανέρια, φωνάζοντας:
– Πάρτα πίσω, παλιόγερε.
Ο ερημίτης τα μάζεψε πάλι και συνέχισε τον δρόμο του για το χωριό».
Καταστάσεις εν πολλοίς δυσκολονόητες για εμάς τους λαϊκούς, τους καλουμένους και «κοσμικούς», που η φιλαυτία και η εγωπάθειά μας, το «δικαίωμά» μας δεν μας αφήνει να βάλουμε σειρά μετανοίας και επανόδου πνευματικής.
Αυτή τη φορά, το προσκύνημά μας στον Άθωνα είχε ως απώτερο σταθμό τη Μονή Ξενοφώντος. Ο αρσανάς της είναι δίπλα στο μοναστηριακό συγκρότημα και έτσι δεν είχαμε επιπρόσθετο κόπο οδοιπορίας. Στη δυτική πλευρά του Άθωνα, ανάμεσα στις Μονές Δοχειαρίου και Αγίου Παντελεήμονος, στέκει εκεί αγέρωχη αιώνες τώρα, στέκει εκεί και πορεύεται, αγιάζει και αγιάζεται, ορθοτομεί και οδοδείχνει Παράδεισο…
Η ίδρυσή της τοποθετείται ιστορικά στα τέλη του 10ου αιώνα και ιδρυτής της θεωρείται ο Όσιος Ξενοφών, αγωνιστής μοναχός και σύγχρονος του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου.
Επί Αυτοκρατορίας Νικηφόρου Βοτανιάτη, η Μονή θα γνωρίσει πλούσια ανάπτυξη και άνθηση σε όλους τους τομείς. Ακολουθεί μία περίοδος παρακμής, γύρω στις αρχές του 13ου αιώνα, ένεκα των πολλών βαρβαρικών και πειρατικών επιδρομών, αλλά σταδιακά θα επέλθει η ενίσχυσή της από Ρωμάνους κυρίως ηγεμόνες και μοναχούς [1]. Το νέο καθολικό της πανηγυρίζει στη μνήμη του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου και δικαίως θεωρείται από τα μεγαλύτερα καθολικά των αθωνικών Μονών. Οι δε μοναχοί της Ξενοφώντος! Ακούραστοι! Πρόδρομοι απλότητος, φορείς γνήσιας, ανιδιοτελούς αγάπης, άγγελοι του Θεού! Μόνο η σωματική κόπωση πολλές φορές σε αποπαίρνει μα και αυτή «αγιαστικά», χαριτωμένα εξαλείφεται, αφήνοντας πάντοτε μία ανέκφραστη γλυκύτητα, τη βεβαιότητα ότι κοπιάζεις ένεκα της αγάπης και αυτός ως κόπος δε λογίζεται, κόπος αυτός δε μοιάζει! «Για να διώξω από πάνω μου το νυσταγμό που ζητεί να μ΄αιχμαλωτίση, εξέρχομαι για λίγο στον αύλιο χώρο του μοναστηριού, όπου το ψύχος είναι αισθητό καθώς και η ησυχία. Όλη η φύσι ηρεμεί, συγκαταβαίνοντας στην ανάγκη της ψυχής. Κανένας μοναχός εδώ την ώρα αυτή. Είναι όλοι στο ναό, την κιβωτό της σωτηρίας, συναγωνιζόμενοι στην προσευχή. Εκζητούν το έλεος του Θεού, τη στιγμή που άλλοι στον «κόσμο», παραδομένοι στις αγκάλες του Μορφέα, ξεκουράζουν το σαρκίο τους…»[2].
Μοναχοί σκεπτικοί, σοβαροί, χαμογελαστοί και πρόθυμοι πάντα να σε βοηθήσουν πνευματικά σε όσα ζητήσεις. Και πολλοί απ᾿ αυτούς νέοι επιστήμονες, νέοι άνθρωποι που αφιέρωσαν τα πάντα στην αγάπη του Χριστού και Νυμφίου της καρδιάς τους!
Στην ακροθαλασσιά της Μονής Ξενοφώντος συναντήθηκα με τις αποχρώσεις του αθωνικού ηλιοβασιλέματος, εκεί λίγο πριν «κλειδώσει» η κεντρική πύλη της Μονής. Λυκαυγές και λυκόφως στην άκρη της Ξενοφώντος διαμόρφωσαν καθοριστικά την άκριτη διανοητική μου οξύτητα, εκέντρισαν την σκοπίμως και επισταμένως – έτσι πίστευα έως τότε – καρδιακή μου λήθη! Και τότε, όλες οι αποχαυνωμένες μνήμες ανδρώθηκαν και αναζωπυρώθηκαν. Εκεί αντάμωσα το Σεληνόφωτο να αντιφεγγίζει στην οξύχροη μονομέρεια της υδάτινης σιωπής! «Όταν χτύπησαν το σήμαντρο για την αγρυπνία, η σελήνη είχε ανέβει ψηλά και το φως της πρόσδιδε παντού μία ήρεμη στοχαστικότητα, αφυπνίζοντας την αναπόληση για όλα όσα πέρασαν και για όσα προσδοκά η καρδιά μας, για όλα όσα ζήσανε και χάθηκαν και όμως ποτέ δεν έπαψαν να υφαίνουν τον εσωτερικό ιστό της ζωής μας και να τη μετουσιώνουν σε ποίημα» [3].
Η δε ακροθαλασσιά της Ξενοφώντος! Τόπος ιερός να ξεχνιέται ο πιστός, να ενθυμείται ο άπιστος! Εκεί, σιγοψάλλοντας «Φως ιλαρόν» στον Παντεπόπτη Θεό, βλέποντας και ισοκρατώντας ένα γύρω την άλογη και ευλογημένη αγιορείτικη φύση. «Βλέπεις παντού γύρω τους βράχους ανελέητα χτυπημένους, που παρά την περηφάνεια τους και την ψυχραιμία τους, σίγουρα θάχουν πονέσει μ΄όλα αυτά τα αμέτρητα δυνατά και φλογισμένα χτυπήματα που μέχρι τώρα δέχτηκαν»[4], θα συμπληρώσει ο φιλόθεος προσκυνητής αναφερόμενος στην αγιορείτικη κτίση.
Συμβαίνει συχνά τούτο σε όλες σχεδόν τις αγιορείτικες Μονές. Σύντομη η παρουσία μας, εφήμερο το προσκυνηματικό μας πέρασμα μα τόση η ευλογημένη ενθύμησή τους! Και δεν θα ήταν υπερβολή να συμπληρώσω στο τέλος των σκέψεών μου αυτών, ότι ενθυμούμαι συνεχώς και αδιαλείπτως αυτά τα αθωνικά μου περάσματα, τα περάσματα στην ακροθαλασσιά της σεβασμίας Μονής του Ξενοφώντος, εκεί που συγκλίνει Ουρανός και θάλασσα, εκεί που η θαλασσινή αλμύρα δεν πρόκαμε, δεν έφθειρε ακόμη τις καρδιές των ανθρώπων…
Θυμἀμαι και καταγράφω, θυμάμαι και ρίχνω στο χαρτί όσες από τις σκέψεις μου χωρούν ή, μάλλον, μπορούν να χωρέσουν εδώ επάνω. Οι μοναχοί, η Μονή, ο σεβαστός Καθηγούμενος και Γέροντας Αλέξιος, όλα όσα θυμάμαι, όλα όσα τείνουν να ξεχαστούν, ένας ταπεινός και ενδόμυχος πόθος της ψυχής μου, γρήγορα, γρήγορα και πάλι να σπεύσω στην αρχοντική Μονή του Ξενοφώντος…!
Παραπομπές:
- Βασιλειάδη Νίκου-Καλλίτση Γιώργου, Άγιον Όρος, Οδοιπορικό δέκα αιώνων, Finatec, σελ. 65.
- Στεργιούλη Βασιλείου, Αγιορείτικη Αγρυπνία, Λάρισα 1992, σελ. 16-17.
- Λασσιθιωτάκη Κώστα, Άγιον Όρος, Περιδιάβαση Καθαρμού, εκδ. Αστήρ, Αθήναι 1973, σελ. 27.
- Παπαϊωάννου Ιωάννου, Άγιον Όρος, Κόνιτσα 1982, σελ. 60.