Παπα-Φώτης Λαυριώτης, ο δια Χριστόν σαλός
Ο παπα-Φώτης Λαυριώτης αποτέλεσε αναμφισβήτητα μια εξέχουσα και ιδιάζουσα προσωπικότητα, όχι μόνον για το νησί του, την Λέσβο, αλλά και για όλον τον ορθόδοξο χριστιανικό και μη κόσμο.
Ο παπα-Φώτης υπήρξε ένας ταπεινός παραδοσιακός παπάς, μάλλον καλόγηρος, με όλη τη σημασία της λέξεως. Έζησε περίπου έναν αιώνα (1913-2010). Από μικρός αφιερώθηκε στη διακονία της Εκκλησίας. Ξεκίνησε από το νησί του τη Λέσβο, έφθασε και ασκήτευσε στο Αγιώνυμον Όρος, όπου έγινε μοναχός, διάκονος και πρεσβύτερος. Γνωρίσθηκε και ήλθε σε επαφή και πνευματική σχέση με τους αγιασμένους Γέροντες: τον ρώσο παπα-Τύχωνα, απ’ τον οποίο έλαβε την μεγαλοσχημία, τον Όσιο Σιλουανό τον Αθωνίτη, τον Σωφρόνιο του Έσσεξ, τον Γέροντα Παύλο Παυλίδη τον Λαυριώτη και ιατρό και φτασμένο πνευματικό και πολλούς άλλους.
Επέστρεψε στην Λέσβο μετά από μια εικοσαετία αυστηρής άσκησης στο Άγιον Όρος και εφημέρευσε, επί μισόν και πλέον αιώνα, στο αγαπημένο του χωριό τον Τρίγωνα Πλωμαρίου. Υπήρξε άνθρωπος φιλήσυχος για τους πιστούς συνανθρώπους του, όμως αγρίευε όταν κάποιοι νεωτερίζοντες, κληρικοί και λαϊκοί, προσπαθούσαν να αλλοιώσουν ή μάλλον να αλώσουν την Ορθόδοξη Παράδοση. Ήταν από τους τελευταίους «κολλυβάδες» της σειράς των μεγάλων κολλυβάδων Πατέρων, όπως της σειράς του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου και άλλων.
Ήταν πρόσωπο, που σε πολλούς προκαλούσε την αποστροφή, λόγω του κοντού αναστήματός του αλλά και του ατημέλητου της ενδύσεώς του. Οι τρόποι του θα χαρακτηρίζονταν άκρως καλογερικοί. Δεν ήθελε τερτίπια και διπλωματίες κατά την επικοινωνία. Πιστός τηρητής των Παραδόσεων, ιδιαιτέρως σ’ ό,τι αφορούσε τις νηστείες και τις προσευχές, τις τυπικές διατάξεις και την ευταξία της λατρείας, αντιστεκόταν όχι με ευγένειες και υποχωρήσεις, αλλά με δυναμικές επεμβάσεις και πολλές φορές με σκληρές εκφράσεις, ακόμη και χειρονομίες.
Την πίστη του δεν την αντάλλασσε με όλα τα καλά του κόσμου. Δεν συσχηματιζόταν με τα του κόσμου, δεν φοβόταν, ούτε σκιαζόταν τους πολιτικούς και τους άρχοντες, δεν είχε άλλη συμπεριφορά για τους μεν και άλλη για άλλους. Ήταν πηγαίος εκφραστής τής Ορθοδόξου Παραδόσεως. Ποτέ του δεν το έβαζε κάτω για κάτι που ήθελε να πετύχει. Οργιζόταν όταν έβλεπε κληρικούς να μην τιμούν το ράσο τους. Κάποιες φορές ήλεγχε τους συναδέλφους του κληρικούς με λόγια σκληρά. Κι όμως εκείνη η φαινομενική καλογερική σκληρότητα δεν είχε μέσα της κακία. Όλους τους αγαπούσε, την αμαρτία των πολλών μάλλον μισούσε. Στηλίτευε άγρια, όπως έκαναν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Επιτιμούσε και ταυτόχρονα αγαπούσε. Μάλωνε και φώναζε και συγχρόνως συγχωρούσε. Εάν έβλεπε αμετανοησία και δαιμονικό πείσμα, αποχωρούσε κι έφευγε μακρυά.
Δεν του άρεσαν οι τυπικότητες στα μοναστήρια, ούτε το κλείσιμο των ιερών μονών για κάποιες από τις ημέρες της εβδομάδος. Κάποτε που επισκέφθηκε ένα γυναικείο Αγιορείτικο μετόχι-μοναστήρι στη Χαλκιδική και βρήκε ημέρα Τετάρτη το μοναστήρι κλειστό, άρχισε να κτυπάει με κλωτσιές τις σιδερένιες πόρτες και αναστάτωσε ολόκληρη την αδελφότητα. Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται. Ας κρατήσουμε μόνον την φράση του ότι τα μοναστήρια είναι καταφύγια για όλους τους πονεμένους. Ήθελε μοναχούς και μοναχές να ζουν μέσα στην ανεπιτήδευτη απλότητα και αρχοντιά. Έκανε πολλά πράγματα τραβηγμένα για τον καθωσπρεπισμό, τον τρόπο της καλής, ωστόσο δυτικής-ξενόφερτης συμπεριφοράς.
Δεν πρόσεχε το ντύσιμό του. Κάποιες φορές περπατούσε ξυπόλητος όχι μόνο στο χωριό του, αλλά και στην πόλη. Δεν το έκανε για να τον λυπούνται, αλλά γιατί έτσι αισθανόταν άνετα και ξεκούραστα. Κάποτε τον είδα να φοράει μια κίτρινη παντόφλα στο ένα πόδι και μια ροζ στο άλλο. Αυτά βρήκε, αυτά και φόρεσε. Τα ρούχα του όμως μπορεί να ήταν χιλιομπαλωμένα και ξεσκισμένα, ποτέ του όμως δεν μύριζε άσχημα.
(Συνεχίζεται)
Απόσπασμα ομιλίας του Πρωτοπρεσβυτέρου Θεμιστοκλή Χριστοδούλου στην «Ημερίδα για τις σύγχρονες οσιακές μορφές του αιώνα μας», υπό την αιγίδα της Ι. Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Ι. Ναός Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, Δευτέρα 23 Μαΐου 2016.