Μας συνέχει η αγάπη του Χριστού
Φυσική απόρροια της σταυρικής θυσίας του Χριστού είναι η αγάπη και η προσκόλληση και η αφοσίωση σ’ Αυτόν σύμφωνα με το παράδειγμα των Μυροφόρων.
«Η γαρ αγάπη του Χριστού συνέχει ημάς» (Β’ Κορ. 5.14), έγραφε ο Παύλος που αγάπησε τόσο τον Λυτρωτή που δεν ζούσε πια ο ίδιος, αλλά ζούσε Αυτός μέσα του (Γαλ. 2.20) και ζούσε Αυτόν μέσα του. Και εξηγεί γιατί μας συνέχει η αγάπη του Χριστού: «Ει εις υπέρ πάντων απέθανεν, άρα οι πάντες απέθανον· και υπέρ πάντων απέθανεν, ίνα οι ζώντες μηκέτι εαυτοίς ζώσιν, αλλά τω υπέρ αυτών αποθανόντι και εγερθέντι» (5.15).
Η αγάπη του Χριστού μάς συνέχει, μας περισφίγγει και μας πολιορκεί. Και είναι διπλής κατευθύνσεως, όχι μονοδρομική· πρέπει να είναι διπλής κατευθύνσεως, αμοιβαία: Η αγάπη με την οποία μας αγάπησε ο Χριστός μα και η αγάπη με την οποία αγαπάμε εμείς τον Χριστό. Μας αγάπησε ολοσχερώς, «εις τέλος» (Ιω. 13.1), ασφυκτικά θα λέγαμε. Το πιστοποιεί περίτρανα το αίμα Του, ερέθισμα μη υπερβάσιμο, ώστε να συγκινούμαστε να Τον αγαπάμε κι εμείς σε αντίδοση και κάπως όμοια, παρότι δεν υπάρχει σύγκριση ανάμεσα στις δυο αγάπες, τη δική Του και τη δική μας.
Κατά τον πνευματικότατο όσιο Μακάριο τον Αιγύπτιο (Ομιλίαι Πνευματικαί 9.9) υφίσταται παραλληλία μεταξύ όσων καίγονται από πυρετό και όσων καίγονται από τη θεία αγάπη. Οι πρώτοι αηδιάζουν και αποποιούνται και τα νοστιμότερα φαγητά και τα γευστικότερα κρασιά. Οι δεύτεροι, που φλέγονται από τους θείους πόθους και έχουν τρωθεί από τον σεμνό και ιερό έρωτα του Θεού (πρβ. Άσμα 2.5) και έχουν ανάψει από το ουράνιο πυρ που ήρθε να βάλει στη γη ο Κύριος (Λουκ. 12.49), αποστρέφονται όλα τα ένδοξα και πολύτιμα του αιώνα τούτου, τα λογαριάζουν άτιμα και απόβλητα χάρις στην επιθυμία των ουρανίων, και κυρίως χάριν της αγάπης του Χριστού. Τους διακατέχει σύσσωμα και ολόψυχα, ώστε αναφωνούν μαζί με τον Παύλο «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα; καθώς γέγραπται ότι ένεκά σου θανατούμεθα όλην την ημέραν· ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής… ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμ. 8.35-39).
Ήταν τόσο αφόρητη και ασυγκράτητη η αγάπη που έπνιγε τους μάρτυρες που πολλοί αψηφώντας τις συνέπειες του εγχειρήματός τους παρουσιάζονταν αυτόκλητοι και καυτηρίαζαν τους τυράννους που βλασφημούσαν τον Χριστό και βασάνιζαν τους δικούς Του. Άγιος όρμησε και ανέτρεψε τον θρόνο στον οποίο καθόταν ο άρχοντας που παίδευε τους μάρτυρες.
Εξ αφορμής τους ίσως ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος ρωτάει εμάς τους νωθρούς: «Γιατί δεν προστρέχουμε, αδελφοί, στον εύσπλαχνο Θεό που μας αγάπησε έτσι; Γιατί δεν παραδίνουμε τις ψυχές μας σε θάνατο [πρβ. Β’ Κορ. 4.11] υπέρ του Χριστού και Θεού που πέθανε για μας;» (Κατηχήσεις Β’ 6).
Οι μάρτυρες πυρακτώνονταν από την αγάπη του Χριστού και μαρτυρούσαν υπέρ του Χριστού. Μετά από τους μάρτυρες, μετά από τους διωγμούς, και οι άλλοι άγιοι πυρακτώνονταν και γίνονταν «ως πρόβατα σφαγής», που είπε ο Παύλος (Ρωμ. 8.36), κακοπαθώντας δια βίου υπέρ του Χριστού.
Η αγάπη του Χριστού ξετρέλαινε τόσο, που οι όσιοι έπαιρναν «τα όρη και τα βουνά» για να είναι μόνοι με μόνο τον αγαπώμενο, αφιερωμένοι σε Αυτόν ατόφια και ακέραια, χωρίς κομματιασμένη την καρδιά σε πολλές αγάπες. Και ζούσαν σε καθημερινή βάση το μαρτύριο της αγάπης τους.
Ακριβώς δυο είδη θανάτων σέβεται και τιμά υπέρμετρα η Εκκλησία ανέκαθεν: το μαρτύριο του αίματος πρώτα, και το «μαρτύριον τη προαιρέσει» ύστερα – θυμόμαστε ότι σημαίνει να μαρτυρεί κανείς διαφορετικά, να μαρτυρεί κατά τη διάθεση, αν ο πόθος του για το φυσικό μαρτύριο δεν εκπληρώνεται επειδή δεν το ζητούν οι περιστάσεις. (Μ. Αθανάσιος, Μέγα Γεροντικό Πανοράματος Α’ σελ. 40). Έξω από τα δυο τούτα ενδεχόμενα δεν υπάρχει τίποτε τρίτο. Όποιος στέκεται αδιάφορος έξω και από τα δύο, φοβούμαστε ότι βρίσκεται έξω από την παρεμβολή και παράταξη το Ιησού.
Εμείς όλοι που ζούμε στον συγκεκριμένο χρόνο, στον συγκεκριμένο τόπο και στις συγκεκριμένες συνθήκες, και που θέλουμε ν’ ακολουθούμε τον Χριστό, οφείλουμε ν’ ανήκουμε στη δεύτερη κατηγορία, σε όσους μαρτυρούν κατά την προαίρεση. Οφείλουμε να μη κωφεύουμε στο παρακέλευσμα του Κυρίου για αυτοθυσία: «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι» (Μάρκ. 8.34).
Το συμπέρασμα και ο στόχος του σταυρού του Θεανθρώπου ποιο είναι; Το συμπέρασμα είναι, ο σταυρός ο δικός μας! Έχει σημασία και καταξιώνεται ο μεγάλος σταυρός και μοναδικός στην Ιστορία, όταν πλαισιώνεται από υψωμένους διάφορους σταυρούς τιμητικά· όταν περιστοιχίζεται από εθελούσιους σταυρούς όχι κακούργων αλλά εξαγιασμένων· όταν τον έχουν στη μέση τιμητικά και όχι άτιμα τιμητικά, δηλαδή ονειδιστικά τιμητικά, καθώς τότε, που συσταύρωσαν με τον αναμάρτητο «δύο ληστάς, ένα εκ δεξιών και ένα εξ ευωνύμων αυτού. και επληρώθη η γραφή [Ησ. 53.12] η λέγουσα· και μετά ανόμων ελογίσθη» (Μάρκ. 15.27-28).
Πλην όμως, και έτσι ο δεξιός σταυρός αναδείχθηκε βάθρο πάνω στο οποίο ύψωσε περίβλεπτα ο Εσταυρωμένος Ναζωραίος το πρώτο υπέρλαμπρο τρόπαιο της θυσίας Του, που κοσμεί έκτοτε τη Βασιλεία Του: «Είπεν αυτώ ο Ιησούς· αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω» (Λουκ. 23.43).
Ιερομόναχος Ιουστίνος