Η αναγκαιότητα του ηθικού νόμου

  • Dogma
σταυρού

Οι ιεροί κανόνες συνδέονται άρρηκτα με τους θεοφόρους πατέρες, όπως οι ποταμοί με τις πηγές τους. Ή παραδέχεσαι τους ιερούς κανόνες και μαζί μ’ αυτούς δέχεσαι και τους πατέρες, ή απορρίπτεις τους κανόνες και μαζί τους συναπορρίπτεις και τους πατέρες της Εκκλησίας. Το «έξω οι κανόνες» είνε ταυτόσημο με το «έξω οι πατέρες». Όποιος τιμά τους κανόνες τιμά και τους πατέρες και όποιος ατιμάζει τους κανόνες ατιμάζει και τους πατέρες.

Πόσο αληθινό είνε αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι όσοι κληρικοί και λαϊκοί είνε οπαδοί του οικουμενισμού, προσπαθώντας να κλονίσουν το κύρος των ιερών κανόνων, μιλούν φανερά ή συνεσκιασμένα και για τους πατέρες με περιφρόνηση.

Έξω οι ιεροί κανόνες, έξω οι θείοι πατέρες, που τα συγγράμματά τους δεν είνε παρά η ανάπτυξη των συντόμων εκείνων προτάσεων περί εκκλησιαστικής ηθικής και ευταξίας, τις οποίες διατύπωσαν σε οικουμενικές και τοπικές Συνόδους, για να κατανοούνται εύκολα και να εφαρμόζονται από όλους. Ζήτω λοιπόν το πνεύμα της σαρκός, που έχει την αναίδεια να κρίνει ορθολογιστικά και να περιφρονεί και να υβρίζει το άγιο Πνεύμα! Αλλά προτού να δούμε τις ύβρεις κατά των ιερών κανόνων ας μιλήσουμε για την αναγκαιότητα του ηθικού νόμου τον οποίον εκφράζουν οι ιεροί κανόνες.

Κατά την ορθόδοξη διδασκαλία ο άνθρωπος βγήκε από τα χέρια του Δημιουργού υπέροχο δημιούργημα, λίγο μόνο κατώτερος από τους αγγέλους, αφού έφερε σάρκα, με καθαρή την ψυχή. Στον διαυγή ψυχικό του κόσμο καθρεφτιζόταν ο Θεός, που επικοινωνούσε αμέσως μαζί του. Ο ηθικός νόμος ήταν άγραφος, τυπωμένος ζωηρά στη συνείδησή του.

Αλλά δυστυχώς ο άνθρωπος αμάρτησε και έπεσε. Η διαύγεια της συνειδήσεώς του θόλωσε. Δεν ακουγόταν πλέον μέσα του ευκρινής η φωνή του Θεού. Κι όσο ο χρόνος και οι γενεές περνούσαν και η διαφθορά αυξανόταν, τόσο η φωνή της συνειδήσεως εξασθενούσε και μερικές φορές έπαυε ν’ ακούγεται.

Αν ο άνθρωπος δεν έπεφτε κι ο Θεός εξακολουθούσε να του μιλάει δια μέσου της συνειδήσεώς του, δεν θα χρειαζόταν γραπτός θείος νόμος. Αφού όμως έπεσε και ατόνησε μέσα του ο άγραφος ηθικός νόμος, ο Θεός τού έδωσε και γραπτό νόμο, να του θυμίζει ζωηρά τον άγραφο νόμο. Έτσι δόθηκε δια του Μωυσέως στο όρος Σινά ο γραπτός θείος νόμος, χαραγμένος σε λίθινες πλάκες σαν σύντομες εντολές, κατεγράφη δε εκτενέστερα στα θεόπνευστα βιβλία Λευϊτικό και Δευτερονόμιο.

Ο Μωσαϊκός νόμος δεν έπαυσε να υπενθυμίζεται στο λαό του Θεού δια των προφητών και ν’ αποτελεί ηθικό φραγμό. Και όταν σε εποχές διαφθοράς ο ηθικός φραγμός καταλυόταν και οι άνθρωποι καταντούσαν σε ηθική ασυδοσία, φοβερές ήταν οι συνέπειες. Ο λαός ήταν σαν ατίθασο άλογο που σπάει το χαλινάρι και ορμάει προς το γκρεμό.

Δούλος της αμαρτίας είχε καταντήσει ο άνθρωπος. Ο νόμος αυτός ήταν καλός και άγιος, αλλά δεν είχε τη δύναμη να τον ελευθερώσει. Δι’ αυτού ο άνθρωπος απλώς θυμόταν ποιο είνε το θέλημα του Θεού και δια της παραβάσεώς του ελάμβανε πείρα πόση δύναμη έχει η αμαρτία. Γι’ αυτό ο άνθρωπος χρειαζόταν μία μεγάλη δύναμη, βοήθεια από το Θεό, για ν’ απελευθερωθεί από το κράτος της αμαρτίας.

Και η δύναμη αυτή του δόθηκε δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Με τη δύναμη αυτή, που ονομάζεται θεία χάρις, ο άνθρωπος κατόρθωσε όχι μόνο ν’ αποτινάξει την κυριαρχία της αμαρτίας αλλά και ν’ ανυψωθεί στις υψηλότερες κορυφές του ηθικού νόμου, που είνε οι εντολές της Καινής Διαθήκης. Έτσι άρχισε ν’ αναπτύσσεται μια νέα ζωή, πνευματική, με πρότυπο τον Κύριο της δόξης. «Ο λέγων εν αυτώ μένειν οφείλει, καθώς εκείνος περιεπάτησε, και αυτός ούτω περιπατείν» (Α’ Ιω. 2:6).

Οδός, δρόμος, είνε η χριστιανική ζωή, οδός Γολγοθά, οδός σταυρού. Σ’ αυτήν οφείλει ο Χριστιανός να βαδίζει. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να μένει στάσιμος. Ο Χριστιανισμός δεν είνε στασιμότητα και αδράνεια, είνε συνεχής κίνηση και πρόοδος, πρόοδος όμως επάνω στην ίδια οδό, που χάραξε ο Θεάνθρωπος. Ούτε στασιμότητα, αλλ’ ούτε παρέκκλιση δεξιά ή αριστερά από τη βασιλική οδό, τη μόνη ασφαλή για να φθάσουμε στην ουράνια πατρίδα.

Η οδός αυτή όμως δεν είνε εύκολη, έχει περιπέτειες και κινδύνους. Γι’ αυτό ο Χριστιανός έχει ανάγκη από άγρυπνη προσοχή αλλά και καθοδήγηση, για να μη χάσει το δρόμο και πλανηθεί. Και όπως στους δημόσιους δρόμους υπάρχουν πινακίδες που δείχνουν τη σωστή πορεία, έτσι κ’ εδώ υπάρχουν φωτεινοί δείκτες που εφιστούν την προσοχή σε κινδύνους, προφυλάσσουν και κατευθύνουν ορθά. Είνε θεόπνευστη εντολή: «Βλέπετε πώς ακριβώς περιπατείτε, μη ως άσοφοι, αλλ’ ως σοφοί…» (Εφ. 5:15).

Φωτεινοί δείκτες επάνω στην χριστιανική οδό είνε οι ιεροί κανόνες. Ας ευχαριστήσουμε το Κύριο, διότι όχι μόνο μας απεκάλυψε την οδό της σωτηρίας, αλλά και διότι με την διαρκή μέριμνά του όρισε στο δρόμο μας οδηγούς τους πατέρες της Εκκλησίας και τους φώτισε να συντάξουν τους ιερούς κανόνες σαν δείκτες ασφαλούς πορείας. Κι όπως εκείνος που αφαιρεί ή καταστρέφει πινακίδες στο δρόμο εγκληματεί, διότι κάνει επικίνδυνη την κίνηση και γίνεται ηθικός αυτουργός φοβερών δυστυχημάτων, έτσι και όποιος τολμά να αφαιρέσει ή να καταργήσει τους ιερούς κανόνες εγκληματεί κατά της σωτηρίας των ψυχών.

Συνοψίζοντας λέμε, ότι οι ιεροί κανόνες είνε ιερά συνθήματα, που εκφράζουν με συντομία την ηθική διδασκαλία της Εκκλησίας και δίνουν απαντήσεις στους οδοιπόρους της χριστιανικής οδού μπροστά σε διάφορες δυσκολίες και εμπόδια.

Εναντίον των ιερών κανόνων βάλλει το σύγχρονο σαρκικό πνεύμα. Μιλάει για πολλούς από αυτούς σαν να πρόκειται για διατάξεις αναχρονιστικές, παμπάλαιες, ανεφάρμοστες, εξωφρενικές, τους δε υπερασπιστές των ιερών κανόνων χαρακτηρίζει ως «σκοταδιστές».

Κάποιοι προχώρησαν σε μία διάκριση των κανόνων· τους χωρίζουν σε δογματικούς-λατρευτικούς και σε ηθικούς. Και από το σύνολο των 863 ιερών κανόνων της Εκκλησίας μόνο τους 53 θεωρούν δογματικούς και τους θεωρούν αξίους σεβασμού, τους άλλους όχι.

Η διάκριση αυτή είνε αστήρικτη. Δεν υπάρχουν κανόνες δογματικοί. Τα πιστευτέα, δηλαδή τα δόγματα, διατυπώθηκαν από τις οικουμενικές Συνόδους σε σύντομες προτάσεις που λέγονται όροι, ενώ τα πρακτέα, δηλαδή η ηθική, διατυπώθηκαν σε προτάσεις που λέγονται κανόνες. Λίγοι κανόνες που ορίζουν τη στάση μας απέναντι στους αιρετικούς δεν μπορούν γι’ αυτό να χαρακτηρισθούν δογματικοί· έχουν απλώς δογματικό χρώμα. Η διάκριση αυτή γίνεται ή από επιπολαιότητα ή από σκοπιμότητα, για ν’ αδυνατίσουν και αποκόψουν το μεγάλο μέρος των κανόνων και να νεκρωθεί έτσι η ηθική ζωή.

Η χριστιανική ζωή εικονίζεται σαν αετός μεγαλοπτέρυξ· για να πετάξει έχει ανάγκη και τις δύο φτερούγες, την πίστη και την ηθική. Δόγμα και ηθική συνδέονται αδιάσπαστα. Ο αδελφόθεος Ιάκωβος λέει: «Η πίστις, εάν μη έργα έχη, νεκρά εστι καθ’ εαυτήν… Συ πίστιν έχεις, καγώ έργα έχω· δείξον μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου, καγώ δείξω σοι εκ των έργων μου την πίστιν μου» (Ιακ. 2:17-18).

Η πίστη εννοείται ως κανόνας ζωής, όχι ως ένα θεωρητικό κατασκεύασμα. Αν δεν εφαρμόζεται παντού στη ζωή και δεν την διαποτίζει, είνε σαν ένας σκελετός χωρίς σάρκες, είνε ένας αποστεωμένος Χριστιανισμός, νεκρός Χριστιανισμός, προορισμένος μόνο για το μουσείο και τους αρχαιολόγους. Εκεί θα καταντήσει, αν καταργηθούν οι ιεροί κανόνες, που επεξηγούν και εφαρμόζουν σε διάφορες περιπτώσεις τον Ευαγγελικό νόμο.

Δεν χωρίζονται οι ποταμοί από τις πηγές και δεν χωρίζονται οι πηγές από τους ποταμούς. Έτσι και τα δόγματα δεν μπορούν να χωριστούν από τους ιερούς κανόνες και οι ιεροί κανόνες από τα δόγματα.

 

 

Από το φυλλάδιο ΚΥΡΙΑΚΗ, αριθμός 1851, 13 Ιουλίου 2014, Φλώρινα

 

TOP NEWS