Ο άγιος νεομάρτυς Πολύδωρος ο Κύπριος
Ο λαμπρός νεομάρτυς του Χριστού Πολύδωρος καταγόταν από την πρωτεύουσα της Κύπρου Λευκωσία και έζησε κατά τον 18ο αιώνα. Γονείς του ήταν οι ευσεβείς χριστιανοί Λουκάς προσκυνητής και Λουρδανού, που τον ανέθρεψαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Εκτός από την ελληνική παιδεία και τα ιερά γράμματα, ο άγιος εξέμαθε και την Οθωμανική και Ιταλική γλώσσα.
Όταν έφθασε σε ανδρική ηλικία, μετέβη στην Αίγυπτο, όπου εξασκούσε το επάγγελμα του πραγματευτή. Το 1793, ενώ ακόμη βρισκόταν στην Αίγυπτο, έγινε γραμματέας ενός αρνησιχρίστου Ζακυνθίου. Κατά δε τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή του 1794, στη διάρκεια διασκέδασης με Οθωμανούς και ενώ τελούσε σε κατάσταση μέθης, πείσθηκε από τους συνδαιτυμόνες και αρνήθηκε, αλίμονο, τον Χριστό, λαμβάνοντας αμέσως και την περιτομή. Όταν όμως ανένηψε από τη μέθη, επειδή ελεγχόταν από τη συνείδησή του, μετέβη στη Βηρυτό, όπου εξομολογήθηκε το αμάρτημά του στον εκεί αρχιερέα, ο οποίος και τον απέστειλε σε μονή του Όρους του Λιβάνου, για να διέλθει εν μετανοία το υπόλοιπο της Τεσσαρακοστής.
Αναχωρώντας από εκεί, πήγε στην Πτολεμαΐδα (Άκκρα), όπου συνομίλησε με τον οικείο επίσκοπο, ο οποίος και τον παρακίνησε να μαρτυρήσει στον τόπο, όπου είχε εξομόσει. Ένεκα όμως τρικυμίας, αποβιβάσθηκε στη Γιάφφα (Ιόππη), απ’ όπου απέπλευσε στη Χίο κι από εκεί στη Σμύρνη, επιζητώντας πάντοτε το μαρτύριο. Αλλ’ επειδή εμποδίσθηκε και εκεί από τους πνευματικούς πατέρες της πόλης να μαρτυρήσει, επέστρεψε στη Χίο, όπου, υπακούοντας στη συμβουλή του πρώην επισκόπου Κορίνθου, αγίου Μακαρίου του Νοταρά (1731-1805), που τότε εφησύχαζε στη μονή του Αγίου Πέτρου της Χίου, άρχισε μία σοβαρή προετοιμασία για το μαρτύριο: Επιδόθηκε σε νηστείες, αγρυπνίες και γονυκλισίες, επικαλούμενος πάντοτε με δάκρυα και συντριβή καρδίας τη βοήθεια της Θεοτόκου.
Μετά από ένα τέτοιο σύντονο πνευματικό αγώνα σαράντα ημερών, βλέποντας ο άγιος Μακάριος στην ψυχή του Πολυδώρου τη φλόγα που άναψε για το μαρτύριο, του ανέγνωσε τις ιλαστήριες για την άρνηση του Χριστού ευχές, τον έχρισε με άγιο Μύρο, τον κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων και, αφού τον ευλόγησε, τον προέπεμψε στο δια Χριστόν μαρτύριο. Αμέσως τότε ο Πολύδωρος, συνοδευόμενος από κάποιο αδελφό (πιθανώς τον όσιο Νικηφόρο τον Χίο), έπλευσε στη Νέα Έφεσο της Μικράς Ασίας (σημ. Κουσάντασι) και την ίδια ημέρα παρουσιάσθηκε στον εκεί Τούρκο κριτή, με τον οποίο συζήτησε έντονα για το ότι είχε εξαπατηθεί και αρνήθηκε τον Χριστό. Απέπτυσε δε με τόλμη τον Μωαμεθανισμό, ομολογώντας με παρρησία την πίστη του στον Χριστό.
Παρά τη φυλάκιση, που επακολούθησε τη γενναία του αυτή ομολογία, και τα σκληρότατα βάσανα, τα οποία οι Τούρκοι με την άδεια του κριτή του επέφεραν, ο μάρτυρας παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του Χριστού. Κατά την Κυριακή, 3 Σεπτεμβρίου του 1794, ο Πολύδωρος, πλήρης αγαλλίασης και πνευματικού πόθου, απαγχονίσθηκε και έλαβε τον άφθαρτο στέφανο του μαρτυρίου. Το ιερό του λείψανο, αφού παρέμεινε για τρεις ημέρες γυμνό επάνω στην αγχόνη, ενταφιάσθηκε στη συνέχεια από τους Χριστιανούς. Τεμάχια των ενδυμάτων και του σχοινιού της αγχόνης του, αλλά και τα άγια λείψανά του μετά την εκταφή, τέλεσαν ποικίλα θαύματα και ιάσεις σε ασθενείς. Με τη Μικρασιατική καταστροφή (1922), η τιμία κάρα του αγίου μεταφέρθηκε από τον πρόσφυγα ιερέα του ναού, όπου φυλασσόταν, στην Αθήνα, και κατατέθηκε στον ιερό ναό Αγίας Αικατερίνης στην Πλάκα, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Η μνήμη του τελείται στις 3 Σεπτεμβρίου.
Από την ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου