Παλαιότερα θαύματα στην Ιερά Μονή Γρηγορίου
Σε σημειώσεις παλαιού Γρηγοριάτου, του γέροντα Ιωακείμ, αναφέρονται στοιχεία από αξιοθαύμαστα σημεία που συνέβησαν στη Μονή μας. Φέρονται σε φως, για να επιβεβαιωθεί η αγάπη του Θεού και των Αγίων του προς εμάς, η οποία άλλωστε έχει χίλιους δυο άλλους τρόπους να αποκαλυφθεί.
Έναν καιρό ενέσκηψε στη Μονή επιδημική γρίππη που προσέβαλε τους πιο νέους και γερούς, άλλους ελαφρά, άλλους βαριά. Εγώ προσβλήθηκα ελαφρά. Σαν αρρώστησε κι ο μάγειρας, μου ανέθεσαν να τον αντικαταστήσω. Τελείως αδαής μαγειρικής, ανέλαβα τη διακονία υπό την καθοδήγηση του μαγείρου, του πατρός Υπατίου, έχοντας ευτυχώς πεπειραμένο παραμάγειρο έναν δόκιμο πραότατο, απλούστατο, άκακο σαν αρνί.
Κάποια μέρα τον έστειλα στον κήπο να μαζέψει κηπουρικά για το μαγείρεμα. Μα ύστερ’ από λίγο, σχεδόν αμέσως, επέστρεψε ασθμαίνοντας, περίτρομος, χωρίς κηπουρικά. Σαν τον ρώτησα τι συνέβαινε, μου είπε πως στο μονοπάτι που πάει για τον κήπο βρισκόταν ένα πολύ μεγάλο και φοβερό φίδι, και γι’ αυτό τρόμαξε κι επέστρεψε τροχάδην, καταϊδρωμένος και λαχανιασμένος.
Όμως η πράξη του ήταν αντίθετη προς τον απαράβατο κανόνα της «τυφλής υπακοής». Το είπα στον Γέροντα. Εκείνος τον νουθέτησε, τον ενθάρρυνε, του έδωσε την ευλογία του και τον έστειλε στη διακονία χωρίς δισταγμούς κα φόβους. Γεμάτος θάρρος ο δόκιμος έτρεξε, μάζεψε κι επέστρεψε ολόχαρος. Όταν τον ξαναρώτησα τι συνέβη, μου είπε πως το φίδι ήταν εκεί, αλλά ψόφιο!
Πριν πάω στο στρατό προσβλήθηκα από υπεροξεία ισχυαλγία, περιοδική μεν, μα αφόρητη. Δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου, όταν μ’ έπιανε, κι έπεφτα κάτω, όπου κι αν βρισκόμουν. Κανένα ιατροφαρμακευτικό μέσο, ούτε θερμόλουτρα, ούτε ο στρατός μπόρεσαν να με θεραπεύσουν. Μόνιμη, μαρτυρική η κατάσταση.
Kάποια μέρα έφεραν σιτάρι στην παραλία, και κατά τη συνήθεια έπρεπε όλοι να το ξεφορτώσουμε. Σαν άρχισε το ξεφόρτωμα, μ’ έπιασε ξαφνικά το μόνιμο βάσανό μου κι έπεσα κατάχαμα, συστρεφόμουν σπασμωδικά, βογγούσα από τους πόνους.
Έτρεξαν δυο-τρεις πατέρες, κοντά σ’ αυτούς κι ένα σεβάσμιο ενάρετο γεροντάκι. Αρσένιος, Αρτέμιος, δεν θυμάμαι. Με ρώτησαν τι έχω. Όταν τους είπα το πάθημά μου, το μετέφεραν στους άλλους και άρχισαν τα σχόλια. Πολλοί με λυπήθηκαν, άλλοι ταλαντεύονταν να με πιστέψουν, άλλοι απιστούσαν. Μερικοί νόμιζαν ότι το κάνω για ν’ αποφύγω τον κόπο. Κάποιοι με χαρακτήρισαν υπερβολικά ως «μάγκα Πειραιώτη».
Τα υπέμεινα όλα. Μόνο ο Γέροντάς μου με παρηγορούσε: «Μην κλαις παιδί μου. Μην απελπίζεσαι. Σε πιστεύω. Θα πείσω και τους άλλους πατέρες για την ειλικρίνειά σου. Μα θα σου δώσω μια συμβουλή, και σε παρακαλώ να με ακούσεις. Εμείς εδώ έχουμε δικό μας γιατρό, την αγία Αναστασία τη Ρωμαία με τα λείψανα και το παρεκκλήσι της. Όταν λειτουργήσει, να ξαγρυπνήσεις αποβραδύς, να προσευχηθείς μ’ όλη σου την καρδιά, να χύσεις και κανένα δάκρυ. Κι όταν τελειώσει η λειτουργία το πρωί, ν’ αλείψεις το μέρος που σε πονάει με λάδι απ’ το καντήλι της Αγίας, παρακαλώντας την με δάκρυα να σε κάνει καλά· και έλα να με δεις».
Ακολούθησα πιστά την υπόδειξη, κατά γράμμα. Κι όταν πλέον αλείφθηκα, τι χάρη ήταν εκείνη! Άρχισα ξαφνικά να κινούμαι ελεύθερα, χωρίς παραμικρό πόνο.
Έχουν περάσει εξήντα χρόνια. Δεν ξαναενοχλήθηκα.
Στη Βέρροια της Μακεδονίας έχει Μετόχι η Μονή. Μια-δυο φορές το χρόνο, πάντοτε το καλοκαίρι, επικοινωνούσαμε δια θαλάσσης με μικρό πλοιάριο της Μονής.
Κάποτε ταξίδευα με δύο αδελφούς προς το Μετόχι. Αλλά ανάμεσα στην Κασσάνδρα και στο Πήλιο επικρατούσε μια ασυνήθιστη άπνοια, ενώ κωπηλατούσαμε κανονικά. Η εκνευριστική θα έλεγα αυτή νηνεμία μ’ έβαλε σε σκέψη ότι προμηνύεται μεγάλο κακό. Ζωηρή η ανησυχία μου, δίχως συγκεκριμένο λόγο. Κάτι σαν προαίσθημα. Κι ενώ οι αδελφοί με παρακαλούσαν να κόψουμε για λίγο την κωπηλασία για να ξεκουραστούμε, εγώ τους προέτρεπα να επιταχύνουν, σαν να με παρότρυνε κάτι πως επίκειται κίνδυνος. Έπρεπε να φτάσουμε το συντομότερο στην ακτή μεταξύ Πηλίου και Ολύμπου. Μια ελαφρή θαλασσινή αύρα μας βοήθησε αρκετά. Φτάσαμε στην ακτή, αποβιβαστήκαμε, τραβήξαμε το πλοιάριο. Στο μεταξύ μικρό σύννεφο φάνηκε πάνω από το Πήλιο και ολοένα μεγάλωνε και μαύριζε. Προάγγελος του φοβερού κακού. Τι τρομερό ξέσπασμα ήταν εκείνο που ακολούθησε! Μια σπανιότατη θυελλώδης καταιγίδα, μπουρίνι που λένε.
Οι κάτοικοι, σαν φτάσαμε, έτρεξαν όλοι, κατάπληκτοι, απορημένοι, μας κοίταζαν και σταυροκοπιούνταν, ομολογώντας πως μας γλύτωσε ο άγιος Νικόλαος.
Μείναμε λίγες μέρες, εφοδιαστήκαμε, παραλάβαμε τα τρόφιμα και αναχωρήσαμε. Μα τι θέαμα ήταν εκείνο, όταν επιστρέφαμε! Όπου κι αν περνούσαμε, ναυάγια. Όσα πλοία είχαν αγκυροβολήσει σε λιμάνια που προσβάλλονταν απ’ τον Λίβα ή τον Γαρμπή, είχαν εξοκείλει ή είχαν βυθιστεί. Όλη η νοτιοδυτική πλευρά της Κασσάνδρας, της Σιθωνίας, του Άθωνα είχε προσβληθεί από την καταιγίδα.
Σαν φτάσαμε στο Μοναστήρι, είδαμε ένα συγκλονιστικό θέαμα: Λιτοχωρινό πλοίο, γεμάτο ξυλεία, βυθισμένο. Εκεί πλέον αποκορυφώθηκε η συγκίνησή μας…
Αποφεύγοντας τα σχόλια, τονίζω μονάχα εκείνη την αόριστη ανησυχία που είχα στον πηγαιμό. Δεν ήταν όντως έκδηλη και εναργής η επέμβαση του Αγίου;
Κάθε χρόνο στις 6 Δεκεμβρίου η Μονή μας επιτελεί την πανήγυρη του αγίου Νικολάου, και προμηθεύεται ψάρια από το Παλιούρι Κασσάνδρας. Εκεί εδρεύουν συστηματικοί ψαράδες.
Λίγες μέρες πριν την πανήγυρη, στάλθηκε το πλοιάριο της Μονής να παραλάβει τα ψάρια. Κυβερνήτης ένας έμπειρος μοναχός, ψημένος στις θάλασσες από κοσμικός, ευλαβέστατος και απλός.
Μα πριν ακόμη επιστρέψει, άρχισαν να πνέουν σφοδροί νοτιοδυτικοί άνεμοι που καθυστερούσαν την αναχώρηση. Η πανήγυρη πλησίαζε, ο καιρός δεν υποχωρούσε, οι άνεμοι ενισχύονταν, ο μοναχός ανησυχούσε. Να γίνει πανήγυρη χωρίς ψάρια; Αδιανόητο, κατά τη γνώμη του. Αποφάσισε να φύγει μέσα στη θαλασσοταραχή. Του κάκου πάσχιζαν να τον πείσουν οι άλλοι ψαράδες να μην κάνει τέτοιο παρανοϊκό εγχείρημα. Αμετάπειστος ο καλόγερος.
Ξεκίνησε λοιπόν, έκανε τον σταυρό του κι έβαλε την εικόνα του αγίου Νικολάου στο πηδάλιο λέγοντας: «Άγιε Νικόλα, βλέπεις τον καιρό. Κάνε το κουμάντο σου, για να μη γίνει η πανήγυρή σου χωρίς ψάρια. Φεύγουμε!»
Έκανε όντως το κουμάντο του ο Άγιος. Έφτασαν πολύ κοντά στο Μοναστήρι, τους αντιλήφθηκαν οι πατέρες, βγήκαν να τους δουν. Σαν γλάρος πετούσε το πλοιάριο πάνω στα κύματα. Πήραν την εικόνα του αγίου Νικολάου, κα άρχισαν να δέονται για να προσεγγίσει με ασφάλεια. Μα κάτω από τέτοιες συνθήκες ήταν εντελώς αδύνατο να προσορμισθεί το πλοιάριο.
Αλλά δεν ήταν αδύνατο για τον Άγιο. Και τούτο διότι ένα πελώριο κύμα σήκωσε ψηλά το σκάφος, το κατέβασε ομαλά-ομαλά μέσα στον αρσανά, στη θέση όπου τοποθετούνταν, και κατόπιν υποχώρησε ήρεμα, εκτελώντας το καθήκον του. Το γεγονός πανηγυρίστηκε ιδιαιτέρως. Θαυμαστή τόσο η πίστη του ενάρετου μοναχού, όσο και η υπακοή του Αγίου.
Τρομερή πυρκαγιά ξέσπασε κάποιο καλοκαίρι στο δάσος της Μονής. Φυσούσε και άνεμος, κι η φωτιά επεκτάθηκε. Κόντευε να εξαφανίσει όλες τις καστανιές, την κυριότερη οικονομική πηγή της Μονής. Φοβερό το θέαμα. Ήμουν αυτόπτης μάρτυρας, ακούγοντας και τα φίδια που καίγονταν, να σφυρίζουν. Μάταιες οι προσπάθειες.
Όταν ειδοποιήθηκε η Μονή, βγήκαν οι πατέρες κι ο Γέροντας με τα άγια λέιψανα. Και τότε ένα σύννεφο στάθηκε πάνω απ’ το δάσος κι επέφερε τέτοια καταρρακτώδη βροχή, ώστε έσβησε αμέσως η φοβερή πυρκαγιά.
Από το περιοδικό Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 8 (1983), σελ. 99.