Ο όσιος Αρέθας του Κιέβου
Άξιο και δίκαιο είναι να ευχαριστούμε πάντοτε το Θεό όχι μόνο για τις ευεργεσίες, αλλά και για τις δοκιμασίες Του. Γιατί οι δοκιμασίες, που αντιμετωπίζονται καρτερικά, και το δίκαιο τον γεμίζουν χάρη, όπως συνέβη με τον πολύαθλο Ιώβ, αλλά και τον αμαρτωλό τον καθαρίζουν και τον αγιάζουν.
Μια θεόσταλτη δοκιμασία έφερε σ’ επίγνωση και τον όσιο Αρέθα, που καταγόταν από το Πολότσκ και ήταν μοναχός της Λαύρας των Σπηλαίων. Αυτός ο δυστυχής είχε το πάθος της φιλαργυρίας, τη ρίζα όλων των κακών, κατά τον απόστολο. Μάζευε κρυφά κι έκρυβε στο κελλί του χρήματα και πολύτιμα είδη. Από το εργόχειρό του δεν έδινε τίποτα στη μονή ή στους φτωχούς. Αλλά ούτε και για τον εαυτό του ξόδευε το παραμικρό. Μόνο συγκέντρωνε…
Ο λόγος του Θεού δεν τον συνέτιζε. Οι νουθεσίες και οι παραινέσεις του ηγουμένου δεν έφερναν αποτέλεσμα. Οι συμβουλές των αδελφών δεν τον συγκινούσαν.
Κάποια νύχτα, με παραχώρηση Θεού, άγνωστοι κλέφτες του άρπαξαν όλη την περιουσία κι εξαφανίστηκαν.
Όταν ο Αρέθας ανακάλυψε την κλοπή κεραυνοβολήθηκε. Ήταν τέτοια η απόγνωσή του, που μόνο με την επέμβαση του φιλανθρώπου Θεού συγκρατήθηκε και δεν τερμάτισε τη ζωή του. Έγινε όμως έν’ αγρίμι από την οργή και την παραφορά.
Από την ημέρα εκείνη άρχισε να επιτίθεται στους αδελφούς, να τους προπηλακίζη και να τους ζητάη τα λεφτά του. Όλους τους θεωρούσε ένοχους για την κλοπή. Έγινε ένας αληθινός τύραννος της αδελφότητος.
Οι πατέρες τον βεβαίωναν πως ήταν αθώοι και τον συμβούλευαν να εμπιστευθή τον εαυτό του στο Θεό.
– Αδελφέ, του έλεγαν, «επίρριψον επί Κύριον την μέριμνά σου, και αυτός σε διαθρέψει».
Πού να τους ακούση όμως εκείνος! Όχι μόνο δεν έδινε σημασία στα λόγια τους, αλλά και τους «στόλιζε» με άπρεπες και προσβλητικές εκφράσεις. Ο πονηρός τον είχε κυριέψει ολοκληρωτικά…
Σε λίγο καιρό ο Αρέθας χτυπήθηκε από φοβερή αρρώστια κι έφτασε μέχρι το θάνατο. Ωστόσο και στο κρεβάτι της οδύνης δεν έπαυε να βαρυγκωμά και να κακολογή τους αδελφούς. Στο τέλος έπεσε σε κώμα κι έμεινε για πολλές ώρες σαν νεκρός. Μόλις που ανέπνεε. Οι αδελφοί με θλίψη περίμεναν το τέλος του.
Αλλ’ ο φιλάνθρωπος Κύριος, που δεν θέλει την καταστροφή των ανθρώπων αλλά τη σωτηρία τους, έστειλε το έλεός Του στο ταλαίπωρο πλάσμα Του.
Καθώς κοιτόταν ακίνητος ο Αρέθας, άρχισε ξαφνικά να φωνάζη:
– Κύριε, ελέησον! Κύριε, σώσον! Κύριε, αμάρτησα! Δικά σου είναι και δεν λυπάμαι που τα έχασα!
Αμέσως συνήλθε, σηκώθηκε, κι εξήγησε φοβισμένος στους αδελφούς, που τον παράστεκαν, τι του είχε συμβή.
– Είδα, τους είπε, πως ήρθαν άγγελοι και δαίμονες κοντά μου. Άρχισαν να φιλονεικούν για μένα, εξαιτίας του κλεμμένου μου πλούτου. Οι δαίμονες υποστήριζαν επίμονα πως όχι μόνο δεν ευαρέστησα το Θεό, αλλά και τον βλασφήμησα με τη φιλαργυρία και τη συμπεριφορά μου. «Γι’ αυτό είσαι δικός μας, Αρέθα», μου έλεγαν, ενώ τους παρακολουθούσα έντρομος. «Είσαι δικός μας και σε μας θα παραδοθής!». Τότε οι άγγελοι με κοίταξαν με λύπη. «Ω άθλιε άνθρωπε!», είπαν. «Ω ανάξιε μοναχέ, που τόσα χρόνια ήσουν δούλος του πάθους της φιλαργυρίας! Δεν σε συνέτισε τουλάχιστον η κλοπή των χρημάτων σου; Αν ευχαριστούσες και δόξαζες το Θεό για τη στέρησή τους, θα σε λυπόταν και θα σ’ ελεούσε. Σ’ αυτή την περίπτωση θα σου λογάριαζε την απώλεια σαν ελεημοσύνη, όπως έκανε στον Ιώβ. Όποιος ελεεί με τη θέλησή του κάνει μεγάλο έργο ενώπιον του Θεού. Αλλά και όποιος χάνει τον πλούτο του ακούσια, αντιμετωπίζοντας όμως την απώλεια με πραότητα και με δοξολογία στο Θεό, αμείβεται απ’ Αυτόν σαν ελεήμων. Ο διάβολος στέλνει τους κλέφτες ν’ αρπάξουν τα πλούτη των ανθρώπων, για να κάνη τους τελευταίους ν’ αγανακτήσουν και να βλασφημήσουν το Θεό!». Στα λόγια εκείνα των αγγέλων εγώ κραύγασα αυτό που ακούσατε: «Κύριε, ελέησον! Κύριε, σώσον! Κύριε, αμάρτησα! Δικά σου είναι και δεν λυπάμαι που τα έχασα!». Στην κραυγή μου οι δαίμονες εξαφανίστηκαν, ενώ οι άγγελοι χάρηκαν και αποχώρησαν.
Σαν άκουσαν τη διήγηση του Αρέθα οι αδελφοί, θαύμασαν τη φιλάνθρωπη σοφία του Θεού, που βρίσκει πάντοτε τρόπους να φέρνη τους αμαρτωλούς σε μετάνοια.
Από την ημέρα εκείνη η ζωή του Αρέθα άλλαξε εντελώς.
Ενώ πριν κανείς δεν μπορούσε να τον συγκρατήση από την κακοτροπία και κακολογία του, τώρα όλοι εκπλήττονταν με την πραότητα και την καλωσύνη του.
Με βαθειά μετάνοια, με απροσωπόληπτη αγάπη, με αδιάκριτη υπακοή, με δακρύρροη προσευχή και σκληρή εγκράτεια ο μακάριος Αρέθας πέρασε θεοφιλώς την υπόλοιπη ζωή του. Και τόσο ευαρέστησε το Θεό με την ταπείνωση και την άσκηση, ώστε, μετά την οσιακή κοίμησή του, αξιώθηκε κι αυτός της αφθαρσίας του τιμίου λειψάνου του, που χαρίζει πλούσια τα ελέη του Κυρίου σ’ όσους προστρέχουν σ’ αυτό με πίστη.
Από το βιβλίο: Πατερικόν των Σπηλαίων του Κιέβου. Έκδοση δεκάτη. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2009, σελ. 267.