Η ¨κοινωνία¨ του θεάματος
Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου
Η υπέρβαση της ”πραγματικότητας” της κοινωνίας του θεάματος έγκειται στην προσευχή, ως ουσιαστική προσσέγιση και κοινωνία με το Υπερβατικό, ως οντολογική μέθεξη στην πραγματικότητα που δεν άλλη από τη Σάρκωση.
Η μέθεξη του ανθρώπου στην Κοινωνία του Σώματος του Χριστού ενέχει και την πραγματική λύτρωση[1], καθώς η αγιοπνευματική προσευχή «ὄχι μόνο δέν ἀκυρώνει τήν πνευματική ὑπόσταση τοῦ προσώπου, ἀλλά καί μεταβάλλει τήν ἴδια τή χωροχρονική διάσταση τῆς ὕλης σέ “κοινωνία” τῶν δύο θεμελιωδῶν στοιχείων: τῆς θείας ἐνέργειας καί τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης»[2].
Η προσευχή ως θεωρία της θέας και δόξας του Θεού υπερβαίνει κάθε ψεύτικη έκφανση και έκδοση του “κοσμικού θεάματος”. Είναι ουσιαστικά πραγματική και αληθινή αναγωγή προε το πρωτότυπο γιατί είναι χριστολογική και κατά συνέπεια Τριαδολογική και καθιστά τον άνθρωπο εξαγιασμένη και ανεπανάληπτη προσωπικότητα.
Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα από το βίο του μακαριστού αγίου γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου σχετικά με τη θεωρία της μακαριόητας του Θεού: «Στά Κατουνάκια εἶχε καί θεϊκές ἐμπειρίες: “Κάποτε”, διηγήθηκε, “ἐνῶ ἔλεγα τήν εὐχή τή νύχτα, ἦρθε μέσα μου μία χαρά μεγάλη. Συνέχισα νά λέω τήν εὐχή καί ξαφνικά τό κελλί μου πλημμύρισε ἀπό φῶς. Ἦταν λευκό μέ μία μικρή ἀπόχρωση πρός τό γαλάζιο. Ἡ καρδιά μου χτυποῦσε γλυκά. Συνέχισα νά κάνω κομποσχοίνι μέχρι πού βγῆκε ὁ ἥλιος. Τό φῶς ἦταν τόσο δυνατό! Πιό δυνατό ἀπό τό φῶς τοῦ ἡλίου. Ὁ ἥλιος ἔχανε τήν λάμψη μπροστά του. Ἔβλεπα τόν ἥλιο καί μοῦ φαινόταν τό ἡλιακό φῶς ὠχρό, ὅπως εἶναι τό φῶς τῆς σελήνης κατά τήν πανσέληνο. Τό φῶς τό ἔβλεπα γιά πολύ. Μετά, ὅταν τό φῶς ἔλειψε καί ἡ χάρις μειώθηκε, τότε δέν εὕρισκα καμμιά παρηγοριά καί χαρά”»[3].
Παραπομπές:
[1] Του ιδίου, Το κείμενο του Zean Baudrillard «The precession of Simulacra» και η ερμηνεία των διαστάσεων της υπερπραγματικότητας, σελ. 76.
[2] Του Ιδίου, Η θεώρηση της «Παγκοσμιοποίησης» (Globalisierung) στον επικοινωνιολόγο Ulrich Beck και η υπέρβαση της «Επικοινωνιακής Θεολογίας», σελ. 653.
[3] Ισαάκ Ιερομονάχου, Βίος γέροντος Παϊσίου του Αγειορίτου, Άγιον Όρος 2009, σελ. 205. Σχετικά με τη θεωρία του ακτίστου φωτός βλέπε το κεφ: «Η “καλή αλλοίωση” ως αδιάκοπη προέκταση της ανθρώπινης προσπάθειας της πνευματικής αναβάσεως» της παρούσας εργασίας.