Η πρόσβαση στο μυστήριο της σαρκώσεως του Θεού-Λόγου
Του Καθηγητού Μ. Τρίτου, στην Κιβωτό της Ορθοδοξίας
Μέσα σ’ έναν κόσμο εσωτερικά διχασμένο και πνευματικά αλλοτριωμένο γιορτάζουμε για άλλη μια φορά τη σάρκωση του Θεού-Λόγου, το μοναδικό και ανεπανάληπτο αυτό γεγονός, που δίχασε την ανθρώπινη ιστορία και απετέλεσε την πλήρωση της πανανθρώπινης προσδοκίας για λυτρωμό.
Η Θεία Ενανθρώπιση είναι το μεγάλο μυστήριο της ιστορίας. «Το πάντων καινών καινότατον, το μόνον καινόν υπό τον ήλιον», όπως γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Το μυστήριο που τερματίζει την μεταξύ του μεταφυσικού και ιστορικού υπάρχουσα διάσταση, συνοψίζει και ανακεφαλαιώνει την πνευματική ζωή των ανθρώπων και αφυπνίζει τον ιστορικό χρόνο δίνοντας σ’ αυτόν μεταφυσικές προεκτάσεις. Με τη Θεία Ενανθρώπιση καταφάσκεται η ιστορία, η υλική πραγματικότητα και το ανθρώπινο πρόσωπο.
Η υμνολογία των Χριστουγέννων, που γοητεύει με την ομορφιά της, πείθει με το πνευματικό της περιεχόμενο και εντυπωσιάζει με τον πλούτο των εξαίσιων εικόνων της, γράφει χαρακτηριστικά: «Μέγα και παράδοξον θαύμα τετέλεσται σήμερον». «Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον». «Δεύτε αγαλλιασώμεθα τω Κυρίω, το παρόν μυστήριον εκδιηγούμενοι». «Ακατάληπτον το τελούμενον, εν Βηθλεέμ σήμερον μυστήριον». «Παράδοξον, πιστοί, το μυστήριον τούτο! Θεός εκ γυναικός εγεννήθη ως οίδε», κ.ά.
Αλλά και οι Πατέρες της Εκκλησίας με έκσταση και δέος αναφέρονται στο μεγάλο και σωστικό για τον άνθρωπο μυστήριο. Ο Μέγας Βασίλειος παρατηρεί: «Ομολογώ απερινόητον είναι λογισμοίς και άφατον ρήμασιν ανθρωπίνας τον τρόπον της Θείας Γεννήσεως. Ο νους προσβήναι τη φύσει των ακαταλήπτων αδυνατεί». Παραπλήσιες είναι και οι σκέψεις του ιερού Χρυσοστόμου: «σφόδρα παράδοξον ακούσαι, ότι ο Θεός ο απόρρητος και ανέκφραστος και απερινόητος και τω πατρί ίσος, δια μήτρας ήλθε παρθενικής». Ο Μέγας Αθανάσιος με τον ίδιο τρόπο προσεγγίζει και αυτός το μυστήριο της Θείας Ενανθρωπίσεως. «Μυστήριον ξένον βλέπω, αντί ηλίου τον ήλιον της δικαιοσύνης απεριγράπτως χωρήσαντα εν τη Παρθένω. Και μη ζήτει το πως. όπου Θεός βούλεται, νικάται φύσεως τάξις. Ηβουλήθη γαρ, ηδυνήθη, κατήλθεν, έσωσεν».
Το μυστήριο των Χριστουγέννων εστιάζεται στο ότι ο Λόγος του Θεού «μη εστάς της φύσεως μετέσχε του ημετέρου φυράματος». Παρόλο που «όλος ήν εν τοις κάτω ουδόλως απην και των άνω», όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο ποιητής της ακαθίστου ακολουθίας. Ο Λόγος του Θεού υπήρχε ταυτόχρονα και στην Παρθένο και στους κόλπους του Πατέρα. Και τούτο, γιατί στο άρρητο χριστολογικό μυστήριο δεν έχουμε μετάσταση τοπική, αλλά συγκατάβαση θεϊκή. Ο φυσικός χώρος ουδόλως ισχύει για τον Αχώρητο Θεό, που πληροί τα σύμπαντα και υπέρκειται παντός τόπου.
Το άρρητο μυστήριο της Θείας του Σωτήρος Ενανθρωπήσεως ο ανθρώπινος λόγος μπορεί να το αντιμετωπίσει με δύο τρόπους. Ο ένας είναι του παραλόγου και ο άλλος του παραδόξου. Αν το δεχθεί ως παράλογο παύει να το συζητάει, γιατί για το λόγο το παράλογο δεν αποτελεί καμιά κατηγορία. Άλλωστε ο λόγος δεν μπορεί να δεχθεί τέτοιες κατηγορίες απολυτότητας μέσα στην ιστορία. Αν το δει ως παράδοξο θα το δεχθεί ως μια τομή, ως ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο γεγονός, ως ένα θαύμα, που σπάζει τις κατηγορίες της ανθρωπίνης σκέψεως. Όπως παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος «ου κατά φύσιν γέγονε το πράγμα, αλλ’ υπέρ φύσιν το θαύμα. ήργησε γαρ η φύσις και ενήργησε του Δεσπότου το βούλημα». Η κατηγορία του θαύματος είναι ξένη στην κατηγορία της τυπικής λογικής, αλλά την αποδέχεται υπαρκτικά, εφόσον θέλει να την συζητήσει.
Το μυστήριο των Χριστουγέννων δεν εκλογικεύεται, δεν αποδεικνύεται νοησιαρχικά, γιατί κάθε αναγκαστική απόδειξη βιάζει την ανθρώπινη ελευθερία, επιβάλλει την πίστη και την κάνει από γεγονός ελευθερίας εξαναγκασμό. Όπως αναγράφεται στους Αίνους της γιορτής «ου φέρει το μυστήριον έρευναν πίστει μόνη τούτο πάντες δοξάζομεν». Και σε άλλο σημείο «πεφανέρωται δε τα θαύματα τοις προσκυνούσι εν πίστει το μυστήριον».
Η πίστη ως το μεγάλο μεταφυσικό γεγονός της ψυχής υπερβαίνει την τάξη των αναγκαιοτήτων. Είναι μια προσωπική, αποκαλυπτική εμπειρία, που αφαιρεί κάθε απόδειξη, κάθε ενδιάμεσο, κάθε αφηρημένη έννοια για τον σαρκωμένο Λόγο της Βηθλεέμ. Είναι η υπέρβαση της λογικής, που επιβάλλεται από την ίδια τη λογική όταν φθάνει στα όριά της. Δεν είναι λοιπόν οι αποδείξεις που χρειάζεται ο πιστός για να θεμελιώσει μέσα του την πίστη στο μυστήριο του σαρκωμένου Θεού, αλλά το άλμα της υπερβάσεως του εαυτού του, που βραβεύεται με τη δωρεά της πνευματικής εμπειρίας, η οποία στην προκειμένη περίπτωση είναι η μέθεξη στη χαρά της μυσταγωγίας των Χριστουγέννων.
Κάτω από αυτή την οπτική γωνία ο πιστός κλίνει το γόνυ της ψυχής και του σώματος, δοξολογεί και προσκυνεί το μυστήριο.
Καθώς γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα, «την Μητρόπολιν των εορτών», καλούμαστε να προσεγγίσουμε τη μεγάλη αυτή γιορτή βιωματικά. Να προσέλθουμε στο νοητό σπήλαιο της Βηθλεέμ με τον πόθο και τη νοσταλγία των Μάγων, την ταπείνωση και την απλότητα των ποιμένων για να βρούμε τον Σωτήρα και Λυτρωτή του κόσμου, αφού «ουκ εστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία. ουδέ γαρ όνομα εστιν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον τοις ανθρώποις, εν ω δει σωθήναι ημας» (Πράξ. 4,12).