Η άξια είσοδος στον ναό

  • Dogma

Όταν ο Μωυσής πήγε στην κορυφή τού Σινά για να συναντήσει τον Ύψιστο και να πάρει τις εντολές Του «γινόταν φωνές και αστραπές και νεφέλη ζοφερή… φωνή της σάλπιγγας ηχούσε πολύ και πτοήθηκε όλος ο λαός που ήταν στο στρατόπεδο…

Το όρος το Σινά καπνιζόταν όλο επειδή είχε κατέβει πάνω του ο Θεός με φωτιά, και ανέβαινε ο καπνός σαν καπνός από καμίνι» (Έξ. 19.16-18). «Επειδή φοβήθηκε δε όλος ο λαός, στήθηκαν από μακριά. Και είπαν προς τον Μωυσή: Λάλησε συ σε μας και μη λαλήσει προς εμάς ο Θεός, μη πεθάνουμε» (20.18-19).

Αργότερα, που ο Μωυσής παρακάλεσε να δει τον Θεό, Εκείνος του απάντησε πώς ήταν αδύνατο να Τον ατενίσει άνθρωπος και να ζήσει. Έτσι θα περνούσε μόνο από μπροστά του ενόσω θα είχε σκεπάσει με το χέρι Του το πρόσωπο του Μωυσή, και τότε θ’ απέσυρε το χέρι Του ώστε ο δίκαιος να δει τα «οπίσω» Του (Έξ. 33.18-23), δηλαδή τα «συμπαρομαρτούντα φαινόμενα», τα συνοδά φαινόμενα της θείας παρουσίας, όπως τη σκοτεινή νεφέλη και τη θύελλα.

Αν θα εισερχόμασταν στον γνόφο του Σινά για να δούμε όχι την ουσία του Θεού αλλά μόνο τα «οπίσω» Του, θα καταρρέαμε από τον τρόμο σαν τους Ισραηλίτες – «πυρ μπροστά Του… και κύκλω Του καταιγίδα σφόδρα» (Ψαλμ. 49.3).

Στον χριστιανικό ναό όμως βλέπουμε και απτόμαστε και γευόμαστε τον Θεό! Ο τόπος είναι άγιος, εφόσον ο ναός, το Αρτοφόριο είναι η μόνιμη κατοικία τού Θεού· «γη αγία», φλεγόμενη και μη κατακαιόμενη, σαν τη βάτο που είχε δει ο Μωυσής στην έρημο (Έξ. 3.1-5).

Ο ναός πραγματικά είναι «οίκος Θεού» και «πύλη του Ουρανού». Μεγάλος συνεπώς ο φόβος και ο κίνδυνος της εξοικειώσεως, να εισερχόμαστε δηλαδή και να φερνόμαστε μέσα στην εκκλησία σαν να είναι ένας κάποιος κοινός τόπος και όχι τόπος ολότελα εξιδιασμένος, «οίκος Θεού». Έτσι το πρώτο που απαιτείται είναι η συναίσθηση.

Πολύ δε περισσότερο «εκάς οι βέβηλοι» (= μακριά οι βέβηλοι). Ωστόσο βέβηλοι είμαστε οι πάντες ως αμαρτωλοί, ένοχοι και σε σχέση με τον Κύριο και σε σχέση με τους ανθρώπους. Τι γίνεται τότε;

Αναφορικά με τους πλησίον μας: Είπε ο Σωτήρας ότι εάν «προσφέρης το δώρον σου επί το θυσιαστήριον κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκει το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου» (Ματθ. 5.23-24). Πόσο σπουδαίο και απαραίτητο για την άξια είσοδό μας στον ναό είναι οι αρμονικές σχέσεις μας με τους αδελφούς!

Αναφορικά με τον Θεό: Να αναγνωρίσουμε την αθλιότητά μας που τελεί σε πλήρη αναντιστοιχία με την αγιότητά Του. Με άλλα λόγια να μας διακατέχει η τελωνική και η ασωτική διάθεση, ώστε να Του ομολογούμε συντετριμμένοι «Ήμαρτον εις τον ουρανόν [στους αγγέλους] και ενώπιόν σου» (Λουκ. 15.18) και να εκλιπαρούμε «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. 18.13).

Μια τέτοια θεώρηση και αντιμετώπιση αποβεβηλώνει και αποκαθιστά τελωνικά και ασωτικά. Κάνει να κατεβαίνουμε από την εκκλησία δικαιωμένοι παρά εκείνος, ο τάχα δίκαιος, Φαρισαίος, ντυμένοι «την στολήν την πρώτην», του αρχέτυπου κάλλους. Δηλαδή η μετάνοια ανακαθαίρει και επαναφέρει στην πριν από την αμαρτία θεία υιότητα και λαμπρότητα του ανθρώπου.

Συνεπώς αν πλουτούμε με λευκή ή λευκαινόμενη καρδιά, με διάθεση δηλαδή και αγώνα μετανοίας και καθάρσεως, και ακόμη με φόβο Θεού, θα λαχταρούμε την ώρα που θα βρεθούμε στη λατρεία. «Κατά τον τρόπο που επιποθεί η ελαφίνα στις πηγές των υδάτων, έτσι επιποθεί η ψυχή μου για σε, ο Θεός. Δίψασε η ψυχή για τον Θεό τον ζωντανό [σε αντίθεση με τα νεκρά είδωλα]. Πότε θα φθάσω και θα παρουσιασθώ στο πρόσωπο του Θεού;» (Ψαλμ. 41.2-3).

 

Ιερομόναχος Ιουστίνος

TOP NEWS