Κυριακή μετά τα Φώτα
Του π. Γεωργίου Δορμπαράκη στην Κιβωτό της Ορθοδοξίας
«Ο καταβάς αυτός εστιν και ο αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανών, ίνα πληρώση τα πάντα» (Εφ. 4, 10)
(Αυτός που κατέβηκε είναι ο ίδιος που ανέβηκε πάνω απ’ όλους τους ουρανούς, για να γεμίσει με την παρουσία Του το σύμπαν).
Αναφέρεται ο απόστολος Παύλος στον Ιησού Χριστό, ο Οποίος όντας Θεός γίνεται άνθρωπος για να ενώσει και πάλι με τον Θεό τον απομακρυσμένο από Εκείνον και για τον λόγο αυτό χαμένο και νεκρωμένο λόγω της αμαρτίας του άνθρωπο. Ο Χριστός είναι ο λυτρωτής του κόσμου, που γεμίζει τα πάντα με την παρουσία Του, κάνοντάς τα πια να ανασαίνουν μέσα στη στοργική αγκαλιά Του. Ο Χριστός, κατά τον απόστολο, είναι «ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών».
Η πανταχού παρουσία του Κυρίου δεν αποτελεί μία περιθωριακή σκέψη του αποστόλου. Αποτελεί τη βασική αλήθεια της Εκκλησίας και το ίδιο το θεμέλιό της: ο Χριστός, εκτός από άνθρωπος, είναι ο Υιός του Θεού, ο Οποίος βρίσκεται παντού και γεμίζει με την παρουσία Του όλο το σύμπαν. Δεν πρόκειται βεβαίως για μία φυσικού τύπου παρουσία Του, ένα είδος πανθεϊσμού για παράδειγμα, οπότε το κάθε τι είναι και Θεός, αλλά για την πανσθενή και πανάγαθη ενέργειά Του, η οποία όχι μόνο δημιούργησε τον κόσμο, αλλά και τον διακρατεί στην ύπαρξη και τον καθοδηγεί στον τελικό του προορισμό. «Ότι εξ αυτού και δι’ αυτού και εις αυτόν τα πάντα έκτισται». Κατά τον μεγάλο Πατέρα μάλιστα όσιο Μάξιμο τον ομολογητή, «πάντα απέχει του Θεού ου τόπω αλλά φύσει» – όλα απέχουν από τον Θεό όχι τοπικά αλλά φυσικά, διότι άλλη η φύση των κτισμάτων και άλλη η φύση του Δημιουργού Θεού.
Κι είναι τόσο σημαντική η παραπάνω αλήθεια, ώστε ο απόστολος σε άλλο σημείο της ίδιας επιστολής (κεφ. 1) την έχει ξανατονίσει: η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, «η πληρότητα Εκείνου που με την παρουσία Του γεμίζει πλήρως τα πάντα». Πρόκειται για συνέπεια αυτού που θεόπνευστα καταγράφει και ο ευαγγελιστής Ιωάννης ήδη στην αρχή του ευαγγελίου του: «Πάντα δι’ Αυτού (του Χριστού) εγένετο και χωρίς Αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονε». Όλα δημιουργήθηκαν από τον Χριστό και συνεπώς όλα έχουν τη δική Του σφραγίδα και παρουσία. Όπως ποιητικά έχει κάπου γραφτεί: όποια πέτρα της Δημιουργίας κι αν σηκώσουμε, πίσω στέκει ο Χριστός.
Μιλώντας βεβαίως για την πανταχού παρουσία του Κυρίου σε οτιδήποτε υπάρχει, εννοείται ότι την κατανοούμε ως κοινή παρουσία και ενέργεια όλης της Αγίας Τριάδος. Τρισυπόστατος ο Θεός μας, αλλά με μία κοινή ενέργεια: του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Συνεπώς, η επίκληση στο κάθε πρόσωπο της Αγίας Τριάδος συνιστά επίκληση και στα άλλα πρόσωπα. Όλος ο Θεός μας βρίσκεται ως ενέργεια μαζί μας και δίπλα μας και μέσα μας, έχοντάς μας στο κέντρο της γεμάτης άπειρης αγάπης καρδιάς του, κατά το γνωστό πατερικό λόγιο, «ο Πατήρ δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύματι ποιεί τα πάντα».
Η καλλιέργεια της αίσθησης αυτής της πανταχού παρουσίας του Κυρίου και Θεού μας αποτελεί και την προϋπόθεση της πνευματικής ζωής του χριστιανού. Χριστιανός που δεν καλλιεργεί μέσα του αυτήν την αίσθηση δεν μπορεί να σταθεί ή να προοδεύσει ως χριστιανός, αφού ούτε προσευχή μπορεί να κάνει σωστά, (πού να στραφεί για προσευχή;), ούτε μπορεί να τηρήσει τις εντολές του Χριστού, («χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν»), κι ούτε πολλώ μάλλον μπορεί να νιώσει ως μέλος Χριστού, συνεπώς να ζήσει το βάπτισμά του, ενδεδυμένος τον Χριστό και έχοντας αίσθηση της εγγύτητάς Του περισσότερη από ό,τι εμείς οι ίδιοι του εαυτού μας. Με τη φράση του αποστόλου Παύλου και πάλι: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».
Από την άποψη αυτή, όσο κανείς βλέπει στον εαυτό του και στα πάντα τον Χριστό, τόσο και παίρνει δύναμη και θάρρος για να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα και οποιαδήποτε δοκιμασία τού παρουσιαστεί, ακόμη δε και τον ίδιο τον θάνατο. «Ει ο Θεός υπέρ ημών, τις καθ’ ημών;» λέει ο κάθε γνήσιος πιστός μαζί με τον απόστολο, όπως και «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντί με Χριστώ».
Ο κόσμος είναι ακατανόητος και συνήθως μας φοβίζει, όταν τον βλέπουμε έξω από την παρουσία του Κυρίου. Και δικαίως. Διότι διαγράφοντας τον πανταχού παρόντα Κύριο και την ενέργειά Του, αφήνουμε δίοδο εισόδου στον πονηρό και τις καταστροφικές δυνάμεις του. Είναι γνωστό ότι η πνευματική χαλάρωση δεν συνιστά μία απλή στάση, αλλά κάθοδο και αλλοίωση του ανθρώπου. Ο φόβος έτσι γίνεται το καθοριστικό γνώρισμα της ψυχής ενός τέτοιου ανθρώπου. Αντιθέτως, δυναμώνοντας την πίστη μας και βλέποντας τον εαυτό μας και τον κόσμο μέσα στην παντοδύναμη ενέργεια του Κυρίου, ο κόσμος γίνεται φιλικός και κοντινός, κυριολεκτικά μέσο δοξολογίας του Θεού, που σημαίνει ότι μας οδηγεί στην εύρεση της αληθινής αγάπης. Όπου όμως αγάπη εκεί και ο Θεός, εκεί και η σωτηρία μας.