Γίνονται εκλογές Επισκόπων από τους πιστούς;
Γράφει ο Δημήτριος Ν. Μόσχος*
Όπως είναι γνωστό, σήμερα οι λαϊκοί παίζουν ενεργό ρόλο σε μια τέτοια διαδικασία, βασικά, στην Εκκλησία της Κύπρου, ενώ επίσης εμφανίζονται να συμμετέχουν, τουλάχιστον στο πρόσφατο παρελθόν, με αποφασιστικές αρμοδιότητες και σε Σύνοδο, στο παράδειγμα της Εκκλησίας της Γεωργίας (κληρικολαϊκή συνέλευση που διακήρυξε το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Γεωργίας και εξέλεξε Πατριάρχη και επισκόπους, τον Σεπτέμβριο του 1917). Αντίθετα, οι κληρικολαϊκές συνελεύσεις που διοργανώνονται στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν υποκαθιστούν σε καμιά περίπτωση το συνοδικό θεσμό.
1. Η χειροτονία επισκόπων από Σύνοδο.
Αποτελεί αρχαίο έθος για την Εκκλησία η τοποθέτηση (κατάσταση) ενός επισκόπου να γίνεται από τους επισκόπους όμορων περιοχών – δύο ή τριών τουλάχιστον – σε μια διαδικασία που βαθμιαία χρησιμοποιήθηκε και για να λύσει κι άλλα ζητήματα, δηλαδή το συνοδικό θεσμό.
Ο επίσκοπος τοποθετείται στη θέση του με ένα πανηγυρικό τυπικό, το οποίο περιέχει τα κεντρικά μυστηριακά στοιχεία που ενεργοποιούν τον ιδιαίτερο εκκλησιολογικό του ρόλο, δηλαδή την ομολογία της ορθοδοξίας του, την επίθεση των χειρών, την τέλεση της Θ. Λειτουργίας από τον χειροτονηθέντα, τις επευφημίες του λαού.
Το πρώτο μας ερώτημα είναι, λοιπόν, αν λαϊκοί ή κληρικοί που δεν είναι επίσκοποι μπορούν να συμμετέχουν στη σύνοδο. Είναι φανερό, από την πρώτη μαρτυρία της Εκκλησίας, ήδη από την αποστολική εποχή μέχρι την παγίωση του θεσμού των συνόδων σε τοπικό και οικουμενικό επίπεδο μέχρι τον 4ο αιώνα, ότι συμμετοχή με δικαίωμα ψήφου έχουν μόνο οι απόστολοι και οι διάδοχοί τους επίσκοποι, διότι ο καθένας τους εικονίζει την πληρότητα-καθολικότητα της κάθε τοπικής εκκλησίας και εμπεριέχει την ενότητά της, χωρίς να καταργεί τις άλλες διακονίες και λειτουργίες σ’ αυτήν.
Όμως, είναι εξίσου παλαιό έθος η συμμετοχή με λόγο και υπογραφή στα πρακτικά κληρικών, μοναχών (αργότερα) και λαϊκών, οι οποίοι πολλές φορές επέδρασαν καθοριστικά στο θεολογικό αποτέλεσμα των συνόδων. Ενδεικτικό είναι ότι η ορθοδοξία στην Α’ Οικουμενική σύνοδο διατυπώθηκε από τον διάκονο τότε Μέγα Αθανάσιο και αποτυπώθηκε σε Σύμβολο κάτω από την πολιτική καθοδήγηση ενός λαϊκού, που δεν ήταν τότε ούτε καν Χριστιανός, του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου!
Σπουδαίοι, επίσης, μοναχοί όπως ο Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Ιωάννης Δαμασκηνός και ο Γρηγόριος Παλαμάς, συνέβαλαν άμεσα ή έμμεσα στις αποφάσεις των Συνόδων του Λατερανού το 649, της Νικαίας (Ζ’ Οικουμενική) το 787 και της Κωνσταντινουπόλεως το 1341 και κατόπιν. Επομένως, σε μια σύνοδο που χειροτονεί και καθιστά κάποιον επίσκοπο οι λαϊκοί και γενικά οι μη επίσκοποι μόνο έμμεσα θα μπορούσαν να συμμετάσχουν.
2. Η εκλογή ενός επισκόπου.
Προσεκτική, όμως, εξέταση της όλης διαδικασίας δείχνει ότι αυτή γίνεται σε δύο φάσεις. Πριν την συνοδική χειροτονία και κατάσταση του επισκόπου, γίνεται η εκλογή του προσώπου. Στις μέρες μας, όπως προείπαμε, κι αυτό γίνεται μέσα στη σύνοδο των επισκόπων. Όμως, εδώ υπάρχει μια διαφοροποίηση, που έχει μάλιστα μελετήσει το πρόσφατο βιβλίο του λογίου π. Αντωνίου Πινακούλα «Ψήφω κλήρου και λαού», Αθήνα 2007 (εκδόσεις Εν πλω), στο οποίο και παραπέμπουμε: υπήρχε προηγουμένως τοπική εκλογή. Κανόνες της τοπικής συνόδου της Λαοδικείας (380) απαγόρευαν συμμετοχή σε εκλογές στους όχλους (κανόνας 13) και τους ακροωμένους (αποκλεισμένους από τη Θ. Ευχαριστία, κανόνας 5).
Άρα επέτρεπαν σε άλλους; Προφανώς, πρέπει να επέτρεπαν μόνο συντεταγμένη συμμετοχή όσων λαϊκών ήταν πλήρη μέλη του εκκλησιαστικού σώματος. Αυτό, πράγματι, επιβεβαιώνεται από περιπτώσεις όπου ανέκυψαν κάποια προβλήματα με επισκόπους στην Α΄ και τη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο το 325 και το 451 αντίστοιχα. Εκεί διαβάζουμε τη φράση «ει ο λαός αιροίτο» (αν ο λαός διαλέξει), ή χρησιμοποιείται ο τεχνικός όρος «ψηφίσματα». Επίσης, σε επιστολές του ο Μέγας Βασίλειος σε χηρεύουσες επισκοπές υπονοεί ότι πρέπει να οργανώσουν μια διαδικασία εκλογής.
Όμως, ήδη από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, προστίθεται πλέον σε δεύτερο βαθμό η επιλογή του προσώπου ή των προσώπων από την επαρχιακή σύνοδο και η επισφράγιση της διαδικασίας από το Μητροπολίτη (τον πρόεδρο) ή τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, μετά την εισαγωγή του μητροπολιτικού συστήματος, όπως το έχουμε περιγράψει σε άλλο άρθρο μας. Αργότερα, οι Μητροπολίτες επιλέγονται σε δεύτερο βαθμό από τον Πατριάρχη. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να υποβάλλεται από την «πρωτοβάθμια» εκλογή ένας κατάλογος τριών προσώπων (τριπρόσωπο) και σε «δεύτερο βαθμό» επιλέγεται ένα, ώστε να αποφεύγεται η τοπική συναλλαγή – αυτό τουλάχιστον προβλέπεται στον Ιουστινιάνειο Κώδικα.
Όσο, πάντως, η αυτονομία και η οικονομική σημασία των πόλεων παρακμάζει τόσο ο πρώτος βαθμός εκλογής υποβαθμίζεται. Μια Νεαρά (νέος νόμος) του Ιουστινιανού το 546 περιορίζει τη λαϊκή συμμετοχή για την κατάρτιση του τριπρόσωπου στους «πρώτους της πόλεως». Στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο (787) απαγορεύεται αυστηρά η ανάμειξη λαϊκών (από το φόβο νέων επεμβάσεων των αυτοκρατόρων στις πατριαρχικές εκλογές) και, τελικά, ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ (886-912) κατήργησε τελείως τις συνελεύσεις των πόλεων (που ήταν από καιρό νεκρό γράμμα).
Οι λαϊκοί συνέχισαν, κατά περιπτώσεις, να παίζουν κάποιο ρόλο σε εκλογή Πατριαρχών, ειδικά σε έκτακτες περιπτώσεις (π.χ. στον πρώτο Πατριάρχη επί Τουρκοκρατίας Γεννάδιο Δ΄ το Σχολάριο), αλλά δεν υπάρχει ένα μόνιμο θεσμοποιημένο σύστημα, εκτός από την περίοδο των Γενικών Κανονισμών του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1860-1923).
Αυτό που συμπεραίνουμε είναι ότι η συμμετοχή των λαϊκών δεν είναι άγνωστη στα της Εκκλησίας. Καταβλήθηκε, όμως, κάθε προσπάθεια να είναι συντεταγμένη και να συμπληρώνεται από τη σύνοδο των επισκόπων, τον Πατριάρχη ή τελικά το κράτος, ώστε να αποφεύγεται η συναλλαγή, η βία, η ανάμιξη άσχετων προσώπων κλπ.
Φυσικά, με τα χρόνια υποβαθμίστηκε πολύ και σήμερα περιορίζεται στην υποβολή ενστάσεων, κατά την κατάρτιση των πινάκων των «προς αρχιερατεία εκλόγιμων». Μέσα από προσεκτικά, αλλά σταθερά βήματα μπορεί, παρά τα πελώρια τεχνικά και ουσιαστικά προβλήματα εφαρμογής, να αποτελέσει, πάντως, ανανεωτικό παράγοντα στα εκκλησιαστικά πράγματα, απεικονίζοντας την ενότητα της Εκκλησίας και στην πρακτική καθημερινότητα.
*O κ. Δημήτριος Μόσχος είναι Λέκτωρ Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας Τμήματος Θεολογίας Παν/μίου Αθηνών