Το έργο του πνευματικού πατέρα
Στην Ορθόδοξη παράδοσή μας ο ρόλος του πνευματικού πατέρα είναι σημαντικός για να πορευτούμε με ασφάλεια την «οδόν του Κυρίου».
Όσοι τον βρήκαν, τον εμπιστεύτηκαν, τον υπάκουσαν αγόγγυστα κι ελεύθερα, φαίνεται πως βάδισαν εύκολα και χαρούμενα. Όσοι όμως τον κρίναν και κατακρίναν, τον δυσκόλεψαν και τον αμφισβήτησαν, όχι μόνο παραπάτησαν στην πνευματική τους πορεία αλλά και μέσα τους δεν είχαν ούτε την ελευθερία των τέκνων του Θεού ούτε αγαλλίαση.
Η Εκκλησία τοποθέτησε πολλούς πνευματικούς πατέρες για να εξομολογούν και να δέχονται τα «κακώς συμβαίνοντα εν τω λαώ». Αυτό διώχνει την πίεση που ενδεχομένως θα συνοδεύει την αναγκαστική εξομολόγηση σε συγκεκριμένο ιερέα στον οποίο, για τον α ή β λόγο, δεν αναπαύεται η καρδιά. Έτσι, διαλέγοντας τον πνευματικό – εξομολόγο που μας «ταιριάζει» ως έχοντες το ίδιο πνεύμα, άνετα λέμε «τα κρυφά της καρδιάς μας».
Όμως, αν και ταυτίστηκε σε αρκετούς ο ιερέας – πνευματικός με τον εξομολόγο, εν τούτοις η Ορθοδοξία γνωρίζει, πως πνευματικός πατέρας είναι αυτός που γεννά πνευματικά παιδιά μέσω του λόγου του, ανεξάρτητα αν έχει την ιεροσύνη ή όχι. Είναι ο άνθρωπος που ο λόγος του, εμπειρικός, πηγαίος, αληθινός, πηγάζει από την αγάπη για τον «ευαγγελισμό» των ανθρώπων που ο Θεός θα του στείλει στο δρόμο του. Στην πραγματικότητα η σχέση πνευματικού πατέρα – παιδιού γεννάται με το άγιο Πνεύμα. Δεν στηρίζεται ούτε σε κοινωνικά ούτε σε ανθρώπινα δεδομένα. Δεν εξαρτάται δηλαδή από τη μόρφωση, κοινωνική θέση, χαρίσματα του πνευματικού. Το Πνεύμα το άγιο δείχνει και στους δύο αυτή τη σχέση με στόχο την εν Χριστώ μόρφωση και θεραπεία του πνευματικού παιδιού.
Το χάρισμα του πνευματικού πατέρα δίνεται σε ορισμένα μέλη της Εκκλησίας για τον πιο πάνω στόχο κι όχι «προς ίδιον όφελος». Είναι δηλαδή διακόνημα κι όχι κοσμική εξουσία που εκφράζεται με επιβολή της θέλησης του πνευματικού πατέρα. Γι’ αυτό ενεργοποιείται το χάρισμά του στο βαθμό που ο άνθρωπος θέλει, αφού γνωρίζουμε πως ούτε ο Θεός μπορεί να σώσει τον άνθρωπο χωρίς τη θέλησή του. Ποιος, άλλωστε, θα μπορούσε να θεραπεύσει κάποιο αναγκαστικά;
Ωστόσο η ελευθερία περιορίζεται στην επιλογή του πνευματικού πατέρα. Μετά, το πνευματικό παιδί θα πρέπει να εμπιστευτεί την καθοδήγηση και τον τρόπο που κρίνει ο πνευματικός για αυτόν. Αυτό δεν εξυπακούει απόλυτη υπακοή, όπως απαιτείται στη Μοναχική πολιτεία, αλλά δίνεται η δυνατότητα στον πνευματικό να ενεργήσει με τη φώτιση και καθοδήγηση από το άγιο Πνεύμα, γιατί θα αισθανθεί την άνεση και την ευρύτητα της καρδιάς.
Σε τελευταία ανάλυση η σχέση αυτή, ενώ κινείται σε ανθρώπινα πλαίσια, έχει διαστάσεις αιωνιότητας, αφού καθορίζει την αιώνια πορεία μας. Τα όποια ανθρώπινα λάθη εκατέρωθεν μπορούν να υπερπηδηθούν, αν στοχεύουμε στη μία αγάπη, αυτή του Χριστού, που καθορίζει όλες τις άλλες και τις ωραιοποιεί. Μέσα από τη συνεχή μετάνοια, ως πορεία προς τα εμπρός, θα αναδυθεί η ευλογία και η Χάρη του Θεού που «τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληρεί». Θα γνωρίσουμε τη δύναμη και τη ζωντανή παρουσία του ζώντος Κυρίου, που έχει και τον τελευταίο λόγο στην πορεία μας.
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Πηγή: Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος