Εκδηλώσεις προς τιμήν της Όλγας Παπασαράντου
Την Κυριακή 13 Αυγούστου 2017 στον Ενοριακό Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Ροεινού Αρκαδίας τελέσθηκε πολυαρχιερατική Θεία Λειτουργία, συλλειτουργούντων των Αρκάδων τη καταγωγή Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Πατρών κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ιλίου κ.κ. ΑΘΗΝΑΓΟΡΟΥ και του επιχωρίου Επισκόπου μας, Μαντινείας και Κυνουρίας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ.
Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας Κλήρος και Λαός, με την παρουσία πλήθους κόσμου και τη φροντίδα του Συλλόγου Ορθοδόξου Ιεραποστολής «Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ», συμμετείχαν στις εκδηλώσεις προς τιμήν της αειμνήστου Ιεραποστόλου Όλγας Παπασαράντου στον τόπο γεννήσεώς της, το Ροεινό, τιμώντας με αυτό τον τρόπο την πολυετή και σημαντική προσφορά της μακαριστής στην Αφρική, ενώ αμέσως μετά στον προαύλειο χώρο του Αγίου Γεωργίου έγιναν τα αποκαλυπτήρια προτομής της αειμνήστου αδελφής, ασκητρίας και Ιεραποστόλου Όλγας Παπασαράντου.
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ὄλγα Παπασαράντου (1904-1996)
(του Ἀρχιμ. π. Χαρίτωνος Πνευματικάκη)
Υπάρχουν άνθρωποι που κατά το πέρασμα της ζωής τους δεν εντυπωσιάζουν με τις επιστημονικές τους επιδόσεις, τις εξειδικευμένες γνώσεις τους, τις δεξιοτεχνίες. Με την αθόρυβο, όμως, προσφορά τους στους συνανθρώπους τους γίνονται φωτεινά παραδείγματα.
Μία τέτοια ευλογημένη ύπαρξι υπήρξε και η σεβαστή αδελφή νοσοκόμος Όλγα Παπασαράντου.
Με την συμπλήρωσι 20 χρόνων από την κοίμησί της μερικές πληροφορίες από την βιογραφία της είναι διδακτικές.
Το 1904 γεννήθηκε στο Ροεινό Αρκαδίας από γονείς εργατικούς και απλούς, με πίστι στον Θεό και αγάπη στους συνανθρώπους.
Από τη νηπιακή της ηλικία γνώρισε την δοκιμασία της ορφάνιας. Η μητέρα της έφυγε από τον κόσμο πρόωρα και η μικρή Όλγα, που δεν είχε άλλη αδελφή, άρχισε να προσαρμόζεται στις δουλειές του σπιτιού.
Στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού της παρακολούθησε μόνον τις πρώτες τάξεις.
Σε ηλικία 15 ετών έφθασε στον Πειραιά, όπου βοηθούσε στο σπίτι του αδελφού της.
Όταν το 1939 εξελέγη Μητροπολίτης Αργολίδος ο αδελφός του πατέρα της Ιωάννης Παπασαράντος, τον ακολούθησε στο Ναύπλιο, προκειμένου να του συμπαρασταθή στα προβλήματα υγείας που είχε παρουσιάσει.
Πλησίον του αγίου αυτού Ιεράρχου η Όλγα διδάχθηκε το ασκητικό ιδεώδες και τη φιλανθρωπία ως εσωτερική ώθησι. Ο ίδιος προτιμούσε το λιγοστό φαγητό του να το μοιράζεται με τους ενδεείς. Μετά την εκδημία του θείου της η Όλγα επέστρεψε στην Αθήνα, όπου φρόντισε τον πατέρα της, που είχε τυφλωθεί. Τον περιποιόταν με περισσή αγάπη μέχρι την τελευτή του.
1945. Αδελφή Νοσοκόμος.
Η προσφορά στους συνανθρώπους και μάλιστα στους πάσχοντες την διακατείχε. Ήθελε και παρακαλούσε τον Θεό να υπηρετήση στο Νοσοκομείο «ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ» τους καρκινοπαθείς αδελφούς.
Την προσέλαβαν αρχικά ως βοηθό νοσοκόμο νυκτερινή. Η εργατικότητα και το ήθος της την προήγαγαν σε προισταμένη του χειρουργείου. Οι ιατροί την θεωρούσαν πολύτιμο συνεργάτη. Ακούραστη στο να διακονή τους ανθρώπους στις δύσκολες και οδυνηρές ώρες που βίωναν. Παρείχε τις νοσηλευτικές της γνώσεις και εδέετο για την σωτηρία τους.
Στον «ΑΓΙΟ ΣΑΒΒΑ» συμπλήρωσε είκοσι πέντε χρόνια υπηρεσίας, όταν συνταξιοδοτήθηκε.
Το 1970 λαμβάνει μία επιστολή από τον θείο της πρωτοπόρο της συγχρόνου ορθοδόξου ιεραποστολής στην Αφρική, αείμνηστο Αρχιμ. π. Χρυσόστομο Παπασαραντόπουλο. Της πρότεινε να μεταβή κοντά του προς βοήθειάν του. Στην αρχή διστάζει. Μετά όμως από θερμές προσευχές, το αποφασίζει.
Για την Αδελφή Όλγα ο φλογερός ιεραπόστολος χαρακτηριστικά σ’ επιστολή του είχε σημειώσει: «Αδελφή Όλγα = Ασκήτρια – Ιεραπόστολος».
Πλησίον του έμεινε μέχρι την κοίμησί του στις 29/12/1972.
Το έργο της Ορθοδόξου Ιεραποστολής στην Αφρική, που άναψε, δεν έπρεπε να σβήση.
Και αναφέρει ο π. Χαρίτων: «Η Αδελφή Όλγα ήλθε στην Πάτρα καθ’ υπόδειξιν του π. Χρυσοστόμου, για να παρακαλέση, να ξεσηκώση τον παλαιό του φίλο, ώστε η προσπάθεια να συνεχισθή.
Αυτή χρησιμοποίησε ο Θεός ως σκεύος εκλογής Του, για να μεταφέρη την πρόσκλησι – κλήσι, να μεταβώ στην Κανάνγκα.
Όταν το 1973 έφθασα εδώ αντιμετωπίζοντας πλήθος προβλημάτων και δυσκολιών, η αδελφή Όλγα πρώτη προσέτρεξε, για να βοηθήση και να συμπαρασταθή στο ιεραποστολικό έργο.
Ευρέθηκε πάλι σε ένα αγαπημένο χώρο με γνώριμα πρόσωπα. Επικοινωνούσε άριστα μαζί τους με νεύματα, με νοήματα, με τα μάτια και την καρδιά, μια και ήταν ολιγογράμματη και δεν γνώριζε ξένες γλώσσες. Σε όλους παραστεκόταν, ζούσε στις αγωνίες τους, μοχθούσε για τα προβλήματά τους, μετείχε στις χαρές τους, εφήρμοζεν το γραφικόν «χαίρειν μετά χαιρόντων και κλαίειν μετά κλαιόντων».
Το 1995 εξαιτίας κατάγματος στο πόδι επέστρεψε στην Αθήνα, όπου υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβασι και παρέμεινε προς ανάρρωσι στον «οίκο ειρήνης».
«Το μόνο που θέλω είναι να φύγω. Έζησα αρκετά. Να δω Άγγελο Κυρίου φωτεινό να με πάρη μαζί του. Τίποτε άλλο δεν θέλω.», ήταν ο διακαής πόθος της, όπως έλεγε.
Στις 19/8/1996 παρέδωσε το πνεύμα της εν ειρήνη και ενταφιάσθη στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Μακρυνού Μεγάρων.
Το 2005 έγινε ανακομιδή των λειψάνων της και μετεφέρθησαν προς ενταφιασμόν στην Κανάνγκα, που τόσο είχε αγαπήσει.
«Μικροί και μεγάλοι δεν θα την ξεχάσουν ποτέ, γιατί το πέρασμά της άφησε αχνάρια… Αχνάρια βαθειά, ανεξίτηλα τυπωμένα, που δεν θα σβήσουν με την πάροδο του χρόνου, επειδή είναι χαραγμένα και στα βιβλία του Ουρανού»
+π.Ι.Σ