Η κοινωνική ευθύνη της Εκκλησίας κατά τον ιερό Φώτιο
Άριστη κοινωνία η κοινωνία πίστης και αληθινής αγάπης, γράφει ο Φώτιος . Αφετέρου αναφέρεται σ’ αυτό που και τότε σπάνια, ιδιαίτερα όμως σήμερα χαρακτηρίζουμε, κοινωνία , και εννοούμε ένα οργανωμένο σύνολο ατόμων με θεσμοποιημένους τρόπους δράσης και συμπεριφοράς .
Νικολαΐδης Απόστολος
1.ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ
Η ευθύνη χαρακτηρίζεται κοινωνική για δύο βασικούς λόγους. Αναφέρεται αφενός στην κοινωνία με την έννοια των διαπροσωπικών σχέσεων που οφείλονται στην ενεργοποίηση της έμφυτης κοινωνικότητας των προσώπων και χαρακτηρίζονται από την κοινωνία πίστης και αγάπης.
Άριστη κοινωνία η κοινωνία πίστης και αληθινής αγάπης, γράφει ο Φώτιος . Αφετέρου αναφέρεται σ’ αυτό που και τότε σπάνια, ιδιαίτερα όμως σήμερα χαρακτηρίζουμε, κοινωνία , και εννοούμε ένα οργανωμένο σύνολο ατόμων με θεσμοποιημένους τρόπους δράσης και συμπεριφοράς . Παράλληλα προς τον όρο κοινωνία χρησιμοποιείται και ο όρος «πολιτεία» , που φαίνεται, αν λάβουμε υπόψη τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, να είναι ευρύτερος της κοινωνίας, μάλιστα δε να την εμπεριέχει.
Ο όρος «κοινωνική ευθύνη» είναι σύγχρονος και επομένως είναι μάταιο να τον αναζητήσει κάποιος είτε στην εκκλησιαστική Γραμματεία, επομένως και στον ιερό Φώτιο, είτε στην θύραθεν. Ωστόσο, ό,τι υπονοείται πίσω από αυτή τη φράση αποτελεί πάγια πρακτική της Εκκλησίας, η οποία από τότε που έλαβε σάρκα και οστά κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, όταν δηλαδή θεσμοποιήθηκε η εμπειρία των αυτοπτών και αυτήκοων μαρτύρων των λόγων και των έργων του Θεανθρώπου Χριστού, αισθάνθηκε υποχρεωμένη να είναι ανοικτή στην κοινωνική πραγματικότητα διδάσκοντας, θεραπεύοντας και αναγεννώντας.
Με το άνοιγμά της στην κοσμική πραγματικότητα η Εκκλησία επιδιώκει να ενσωματώσει όλους όσους αποδέχονται την πρόσκλησή της για τη μετοχή στην εν Χριστώ σωτηρία που δεν εννοείται γενικά αφηρημένα και απρόσωπα, αλλά πολύ συγκεκριμένα. Πρόκειται για την αποδέσμευση των ανθρώπων από τα συγκεκριμένα πάθη που τους αποξενώνουν από το συνάνθρωπο και τους αλλοτριώνουν από το δημιουργό και σωτήρα τους Θεάνθρωπο Χριστό. Πάθη που δεν έχουν μόνο εσωτερικά αλλά και εξωτερικά χαρακτηριστικά. Αφορούν δηλαδή στις διαπροσωπικές σχέσεις και ταυτόχρονα στη διαχρονικά προβληματική θεσμική έκφραση της κοινωνικής πραγματικότητας.
Αυτή την πραγματικότητα ο Φώτιος γνωρίζει ως ποιμένας πολύ καλά. Χαρακτηρίζεται για την κατακράτηση πλούτου, την έλλειψη συμπάθειας, το εξουσιαστικό ύφος, την περιφρόνηση των πεινασμένων, την απόρριψη των φτωχών, την υπεροπτική στάση έναντι των πλησίον, την αλαζονική συμπεριφορά, την ακαμψία προς τους πεινασμένους . Επειδή η δικαιοσύνη κοιμάται, γράφει ο Φώτιος, σήκωσε κεφάλι η παρανομία και δεν υπάρχει κανείς σεβασμός ούτε στους θείους ούτε και στους ανθρώπινους θεσμούς . Η αρετή θεωρείται ως το πιο αδύνατο και επικίνδυνο πράγμα . Η Εκκλησία καλείται να διδάσκει σε μια κοινωνία όπου, όπως και παλαιότερα, πρώτη προτεραιότητα δίνεται στον πλούτο, την κτηματική περιουσία, την τρυφή και τη λαμπρότητα της κοσμικής δόξας . Η κατάσταση είναι μάλιστα τόσο τραγική ώστε οι πιστοί να είναι πιο άθλιοι από τους άπιστους .
Σ’ αυτό το περιβάλλον και με δεδομένο ότι η αμαρτία συνιστά έναν κατεξοχήν αντικοινωνικό παράγοντα η Εκκλησία όχι μόνο συνεργάζεται με τους υπόλοιπους θεσμούς αλλά και παρεμβαίνει στο έργο τους όχι με σκοπό να τους υποκαταστήσει αλλά να τους απελευθερώσει από μηχανισμούς που κρατούν τα άτομα, υποκείμενα ή αντικείμενα των θεσμών, δέσμιους στην αμαρτία με το κοινωνικό της πρόσωπο, και να τους «εκκλησιαστικοποιήσει». Σ’ αυτή τη συνάφεια η θεσμική εκκλησιαστική παρέμβαση είναι υποχρεωμένη να στέκεται κριτικά απέναντι σε όσους συντηρούν την κοινωνική αδικία ή προσβάλλουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, ιδιαίτερα σε όσους δεν ασκούν θεάρεστα την εξουσία που τους έδωσε ο Θεός, τη θρησκευτική, την πολιτική ή την οικονομική.
Όταν αναφερόμαστε στην κοινωνική ευθύνη της Εκκλησίας οφείλουμε να θέσουμε και να απαντήσουμε σε δύο ερωτήματα: α) Ποιοι είναι οι φορείς αυτής της ευθύνης και β) σε τι συνίσταται αυτή η ευθύνη.
Ως προς το πρώτο ερώτημα, είναι σαφές ότι στην Εκκλησία υπάρχουν θεσμοί και πρόσωπα. Θεσμικά λειτουργούν όσοι έχουν την ευθύνη της διοίκησης, της τελετουργίας των μυστηρίων, της διδασκαλίας και της διαποίμανσης, συμπεριλαμβανομένης και της οργανωμένης φιλανθρωπίας. Προσωπική και διαπροσωπική ευθύνη έχουν όλα τα μέλη του εκκλησιαστικού σώματος, σε όποια θέση και αν βρίσκονται, και αυτή η ευθύνη συνίσταται αφενός στον τρόπο που συλλειτουργούν εντός του εκκλησιαστικού οργανισμού με βάση το ορθόδοξο δόγμα και το ήθος και αφετέρου στον τρόπο που ενεργούν και δραστηριοποιούνται στο ευρύτερο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον.
Ως προς το δεύτερο ζήτημα, η κοινωνική ευθύνη της Εκκλησίας κινείται σε δύο βασικά επίπεδα. Αν κρίνουμε από όσα γράφει ο Χρυσόστομος για το δικό του ρόλο απέναντι στους ανθρώπους και επαναλαμβάνει ο Φώτιος η Εκκλησία είναι διδάσκαλος και έχει την εντολή να συμβουλεύει, έστω και αν κανείς δεν διορθώνεται, αλλά και γιατρός προσφέροντας τα φάρμακα σε όσους υποφέρουν . Ωστόσο πέρα και πάνω από το διδακτικό και φιλάνθρωπο έργο της Εκκλησίας είναι η θεσμική εικόνα με την οποία αυτή εμφανίζεται και ενεργεί. Γιατί είναι προφανές ότι μια αρνητική εικόνα της ορατής Εκκλησίας θα την καθιστούσε όχι μόνο αναξιόπιστη αλλά και επικίνδυνη, με δεδομένο μάλιστα ότι στη διαλεκτική σχέση Εκκλησίας και κοινωνίας ίσχυε πάντοτε η αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων.
2.Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
Η ευθύνη του ευαγγελισμού ή επανευαγγελισμού των ανθρώπων είναι η κύρια και πρωταρχική ευθύνη της Εκκλησίας. Άλλωστε η εντολή του Χριστού «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» είναι διαχρονική και πάντοτε αναγκαία, ιδιαίτερα σήμερα όταν οι λεγόμενες «χριστιανικές» κοινωνίες έχουν εκκοσμικευθεί. Η Εκκλησία οφείλει να διδάσκει με συνέπεια και ακρίβεια το λόγο του Χριστού, να διαλύει το σκότος της αγνωσίας, να στηλιτεύει το κακό στην ατομική και κοινωνική του διάσταση και να προσφέρει ρεαλιστικές προοπτικές για την άμβλυνση των κοινωνικών προβλημάτων.
Σ’ αυτή την εντολή ο Φώτιος ανταποκρίθηκε αφενός οργανώνοντας και φέροντας σε πέρας ένα τεράστιο ιεραποστολικό έργο στις σλαβικές χώρες, στοχεύοντας στην «εκκλησιαστικοποίηση του κόσμου» με την πρόσληψή του στο σώμα της Εκκλησίας , ένα θέμα πολύ γνωστό σε όλους, γι’ αυτό και δεν χρειάζεται εδώ εκτενέστερη αναφορά. Αφετέρου κάνοντας πολύ συγκεκριμένες αναφορές σε προβλήματα που ταλαιπωρούν τις κοινωνίες, ασκώντας μάλιστα κριτική σε θεσμικούς παράγοντες ή συμβουλεύοντάς τους. Δεν παραλείπει βέβαια να αναφέρεται και στις προσωπικές ευθύνες των χριστιανών έναντι αυτών των προβλημάτων.
Ο Φώτιος γνωρίζει ότι αν η Εκκλησία παύσει να κατηχεί το λαό αυτός θα αναζητήσει άλλους δασκάλους για να διδαχθεί, ή να ολοκληρώσει την ασέβειά του, κάτι που ισχύει και σήμερα .
Με το κήρυγμά της και την κοινωνική της παρέμβαση η Εκκλησία έχει την ευκαιρία να προβάλλει πρότυπα ενότητας και ορθόδοξου χριστιανικού ήθους αντίστοιχα προς το ορθόδοξο δόγμα για μια ορθή και σωτήρια στάση θεσμών και προσώπων απέναντι στην κοινωνία και τα προβλήματά της. Ο Φώτιος επισημαίνει με έμφαση ότι η πίστη και η αγάπη είναι ανάγκη να αποτελούν ρυθμιστικούς παράγοντες των ενδοπολιτειακών σχέσεων .
Εμφανίζεται δε η Εκκλησία ως ενιαία όταν διατυπώνει ενιαίο θεολογικό λόγο συνδεδεμένο με ένα αντίστοιχο χριστιανικό ήθος, και όταν διασφαλίζει στο εσωτερικό της τη συνοχή, την ενότητα και την ευταξία στο πλαίσιο της διαφορετικότητας και της συλλειτουργικότητας των χαρισμάτων.
α) Η προβολή ενός ενιαίου θεολογικού λόγου με φόντο μια ενιαία εκκλησιαστική εικόνα
Ενιαίος λόγος είναι ο διαχρονικά ορθόδοξα διατυπωμένος λόγος. Ο Φώτιος επικαλείται τη διδασκαλία όλων των Οικουμενικών Συνόδων , επιμένει ιδιαίτερα στην ακεραιότητα του τριαδολογικού δόγματος με έμφαση στην ορθόδοξη διδασκαλία για τη σχέση του Αγίου Πνεύματος με τον Πατέρα και τον Υιό , και αγωνίζεται εναντίον των αιρέσεων. Γνωρίζει δε πολύ καλά ότι το ορθόδοξο δόγμα ενώνει, ενώ το αιρετικό διασπά το ενιαίο εκκλησιαστικό σώμα προκαλώντας μάλιστα και τη μισοθεΐα, αφού καθώς γράφει ο Φώτιος η ασέβεια στα ορθά δόγματα εκφράζει την εχθρότητα και μίσος προς το Θεό , η οποία εκδηλώνεται και ως μίσος προς τον πλησίον. Η υποτίμηση του Χριστού π.χ. που επιχειρεί ο Άρειος, οδηγεί στον εξοστρακισμό από την Εκκλησία της τιμής και του σεβασμού στο Χριστό .
Η εκφορά του ορθού δόγματος, ιδιαίτερα αυτού που αναφέρεται στην εκπόρευση του αγίου Πνεύματος, διασφαλίζει την ακεραιότητα της ευσέβειας κυρίως σε ό,τι αφορά στη μονοθεΐα (μοναρχία), αφού ως βασική συνέπεια της εκπόρευσης του αγίου Πνεύματος και εκ του υιού θεωρείται από το Φώτιο η πολυθεΐα, η οποία προκύπτει από τη δυαρχία, όταν γίνεται λόγος για δύο αίτια και δύο αρχές στην Τριάδα, προκαλώντας σύγχυση των ιδιωμάτων .
Είναι λοιπόν προφανές ότι με το φιλιόκβε έχουμε διαστροφή της θεολογίας . Καταργείται η ισότητα και εισάγεται στην Τριάδα η ανισότητα . Εξορίζεται το Πνεύμα από την κυριότητα και την ισοδύναμη εξουσία με αποτέλεσμα την κολόβωση και τη διαβολή του . Αποδίδεται ετεροβαρής εύνοια («ετεροκοινής φιλοτιμία») στον Υιό με ταυτόχρονη υποβάθμιση του Πνεύματος (αποστέρηση των ίσων) . Προσβάλλεται επίσης η αδιαίρετη κοινωνία των προσώπων .
Η τριάδα εικονίζει το άτμητο και αδιάχυτο και ό,τι άλλο υποστηρίζει την αδιαίρετη και αδιάχυτη φύση. Αυτός είναι και ο λόγος που το θείο αξιώνει να αναγνωρίζεται μέσω της τριαδικότητας . Η δυάδα φέρει μαζί της τα ίχνη του μη όντος. Είναι η πηγή της διάλυσης, της τομής και της διάχυσης, καθώς και η αιτία της φθοράς. Στην ουσία προκύπτουν δύο πνεύματα, ένα που εκπορεύεται από τον πατέρα και το άλλο από τον υιό .
Τελικά με το φιλιόκβε μαραζώνει η πνευματολογία, υπερτονίζεται η χριστολογία και η εξουσία του Χριστού στην Εκκλησία, που εύκολα χρησιμοποιείται για την εδραίωση της μονοκρατορίας στη διοίκηση της Εκκλησίας . Χάνεται δε η ευσέβεια προς το Πνεύμα, το οποίο ταπεινώνεται και ατιμάζεται .
Η αιρετική διδασκαλία δεν θα απασχολούσε και τόσο την Εκκλησία, αν αυτή δεν είχε οδυνηρές συνέπειες για την εκκλησιαστική και κοινωνική ζωή. Ο Φώτιος επισημαίνει ότι η επικράτηση στην Εκκλησία του συντάγματος (παράταξης) της ασέβειας (αιρετική συμμορία) δημιουργεί στάσεις, φιλονικίες που κατασπαράζουν την πίστη, την αρμονία της ασέβειας, ενώ διασκορπίζουν τα μέλη .
Πρότυπο της κοινωνίας των πιστών θα έπρεπε να είναι η τριαδική ενότητα με το άγιο Πνεύμα να ενεργεί ως πνεύμα της αληθείας, ως αυτό που οδηγεί στην αλήθεια όχι μόνο την Εκκλησία αλλά και την κοινωνία . Πνεύμα σύνεσης, πνεύμα γνώσεως, πνεύμα αγάπης, πνεύμα σωφρονισμού, πνεύμα υιοθεσίας . Με το φιλιόκβε υποβαθμίζεται η παρουσία και η υπόληψη του αγίου Πνεύματος τόσο στη θεσμική έκφραση της Εκκλησίας με την κυριαρχία των πρωτείων, των αλαθήτων και άλλων φιλοδοξιών, όσο και στην εκκλησιαστική ζωή με την αλλοίωση της πνευματικής ζωής, την εκκοσμίκευση των μυστηρίων, τον εξορθολογισμό του χριστιανικού ήθους, και γενικότερα την επικράτηση του κοσμικού πνεύματος.
β) Η προβολή ενός ενιαίου χριστιανικού ήθους
Ιδιαίτερη σημασία έχει για την εκκλησιαστική και κοινωνική ζωή η προβολή ενός εκκλησιαστικού ήθους συνδεδεμένου με το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα. Η αντίφασή τους καθιστά τον εκκλησιαστικό λόγο υποκριτικό, αναξιόπιστο και επικίνδυνο, ενώ η συνύπαρξή τους διασφαλίζει το κύρος της θεσμικής Εκκλησίας. Γιατί κατά το Iσίδωρο τον Πηλουσιώτη Εκκλησία είναι το άθροισμα των αγίων «το εξ ορθής πίστεως και πολιτείας αρίστης συγκεκροτημένον» . Ο Φώτιος γνωρίζει ότι κάθε λάθος σε δόγματα και ζωή μπορεί να ακυρώσει όλη την προηγούμενη εκκλησιαστική ζωή .
Ο Φώτιος επιμένει ότι αρετή υπάρχει όπου υπάρχει και ορθή διδασκαλία, η δε διδασκαλία δεν μπορεί να είναι ορθή χωρίς την αρετή . Οι αρετές είναι εδραιωμένες στην πίστη. Η ορθότητα των δογμάτων προβάλλει την κοσμιότητα της πολιτείας, ενώ η καθαρότητα των πράξεων διακηρύσσει τη θεϊκότητα της πίστης. Το ένα χωρίς το άλλο ξεπέφτει εύκολα και παρασύρεται και δεν μπορεί από μόνο του να εγκατασταθεί στις ψυχές των ανθρώπων . Η νηστεία π.χ. όταν συνοδεύεται από κατάκριση, συκοφαντία και πλεονεξία, φθόνο και κενοδοξία, κάτι που δεν ωφελεί σε τίποτε .
Η δυσαρμονία αλήθειας και ζωής έχει άμεσες συνέπειες στην εκκλησιαστική ζωή. Σ’ αυτήν οφείλονται οι αντιπαλότητες, οι συγκρούσεις και οι ανταγωνισμοί. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση της εναρμόνισης ενός κακόδοξου ήθους με ένα κακόδοξο δόγμα.
Γιατί η κοινωνιολογική εμπειρία από την παρατήρηση αρνητικών θρησκευτικών φαινομένων μαρτυρεί πως τόσο οι αιρέσεις όσο και κυρίως τα σχίσματα δεν οφείλονται στην αδυναμία κατανόησης των δογμάτων αλλά στη σκόπιμη παρερμηνεία τους για τον εξαγιασμό φίλαρχων και φιλόδοξων επιδιώξεων.
Έτσι είμαστε σχεδόν βέβαιοι, ότι όπου στην Εκκλησία υπάρχουν ψίθυροι, καχυποψίες, ανταγωνισμοί, συγκρούσεις, δαιμονοποιήσεις, σχίσματα και άλλα αρνητικά, η βασική αιτία είναι όχι τόσο η φιληδονία, η φιλοχρηματία ή άλλες ειδωλολατρικές συνήθειες αλλά η φιλαρχία, τα παιχνίδια εξουσίας. Ο λόγος του Χρυσοστόμου είναι πολύ πιο σαφής: «ουδέν ούτως Εκκλησίαν δυνήσεται διαιρείν, ως φιλαρχία» . Όλα αυτά δεν είναι άγνωστα στο Φώτιο γι’ αυτό και επισημαίνει ότι προσφεύγουν ή κατασκευάζουν νέα δόγματα όσοι είναι ερωτευμένοι με την κενοδοξία και την αλαζονεία .
Είναι προφανές ότι μια διηρημένη Εκκλησία δεν μπορεί να πείσει την κοινωνία για την ορθότητα του εκκλησιαστικού της ήθους όσα κηρύγματα και όσες φιλανθρωπικές πράξεις και αν οργανώσει. Γι’ αυτό προέχει η ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος. Ο ίδιος θεωρεί πως η ενότητα της Εκκλησίας λειτουργεί ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ενότητα της Πολιτείας, αλλά και μεταξύ των δύο στο επίπεδο της συναλληλίας .
Όταν στην Εκκλησία λείπει η σταθερότητα και η ειρήνη τότε αυτό μεταδίδεται σε όλη την οικουμένη στη μορφή της σύγχυσης και της ταραχής, σημειώνει ο Φώτιος . Προς την κατεύθυνση αυτή ο Φώτιος κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες με λόγια και με έργα. Στις διαπροσωπικές σχέσεις, γράφει, η ενότητα διασφαλίζεται μέσω της αγάπης και της φιλανθρωπίας, ενώ στις θεσμικές μέσω της κανονικής ακρίβειας και της κανονικότητας ή της αποκατάστασης της κανονικής τάξης .
Απαραίτητη είναι η με ταπείνωση τήρηση των κανόνων, ιδιαίτερα από όσους διοικούν την Εκκλησία , αλλά κυρίως η ακριβής τήρηση των δογμάτων, μέσα από την οποία προκύπτει ο σύνδεσμος της συγγένειας των αδελφών με αναφορά στον ουράνιο Πατέρα . Αναγκαία είναι επίσης και η συμπαθητική, οικονομική και αγαπητική στάση έναντι των αιρετικών και σχισματικών απορρίπτοντας την αυστηρότητα, η οποία μπορεί να ψυχράνει τους αιρετικούς και να τους αποθαρρύνει να επιστρέψουν. Δεν μπορούμε να γράφει να τους κρίνουμε αφ’ υψηλού, γιατί έτσι θα τους απομακρύνουμε, αλλά άνωθεν και σύμφωνα με τους θείους νόμους .
Όποιος είναι καθοδόν προς την επιστροφή έχει ανάγκη από στοργή αγάπη και ειλικρινή κατανόηση, λόγω της ιδιαίτερης ψυχολογικής κατάστασης που δημιουργεί το σχίσμα . Ο Φώτιος θεωρεί ότι όσοι απομακρύνθηκαν από την Εκκλησία δεν έπαυσαν να είναι τέκνα του Θεού και αδέλφια των πιστών. Με αυστηρότητα θα πρέπει όμως να αντιμετωπίζονται τα πρωτεία με το Φώτιο να υπογραμμίζει ότι όποιος επιθυμεί πρωτεία ας πάει στην τάξη των υπηρετών και κατώτερων, να μισήσει τη δόξα και τα πρωτεία . Σημαντική είναι και η συμβολή των εκκλησιαστικών συνάξεων που λειτουργούν καταλυτικά στη διάλυση διαφορών και ερίδων και τη συνένωση όλων παρά τις διαφορετικές τους γνώμες.
Το εκκλησιαστικό σώμα έχει την ευκαιρία να απολαμβάνει τα κοινά χαρίσματα , ενώ επιβεβαιώνεται ή αποκαθίσταται ο δεσμός της αγάπης . Η αγάπη δεν διασπά την Εκκλησία και δεν δημιουργεί στάσεις σ’ αυτή . Όλα αυτά τα λόγια ο Φώτιος τα συνοδεύει με την προσωπική του συμβολή στην ειρήνευση της Εκκλησίας αντιμετωπίζοντας τις κατηγορίες, την εχθρική στάση και τις εξορίες με υπομονή και αγάπη, και χωρίς εκδικητικά αισθήματα. Διαλέγεται με την Εκκλησία της Ρώμης που τον αμφισβητεί, ενώ φέρεται με συμπάθεια στους αιρετικούς, στοχεύοντας στην επιστροφή τους. Τελικά πεθαίνει συμφιλιωμένος με όλους.
Με φόντο την ενότητά της αλλά και τη συνεπή προς τα δόγματα και το χριστιανικό ήθος ζωή της η Εκκλησία είναι έτοιμη να παρέμβει στα κοινωνικά προβλήματα, ιδιαίτερα στο μεγάλο κεφάλαιο της κοινωνικής αδικίας αλλά και του τρόπου που πρέπει να ασκείται η πολιτική εξουσία, προβάλλοντας ως κύριο μοχλό κοινωνικής συνοχής την αγάπη.
Η αδικία είναι η αιτία για πολλά δεινά. Είναι το χειρότερο όλων των αμαρτημάτων, σημειώνει ο Φώτιος . Οφείλεται δε όχι στη φύση, αλλά στην τυραννική συμπεριφορά έναντι του πλησίον και στην έλλειψη συμπάθειας και την ασπλαχνία . Οι συμφορές πολλών έγιναν ευφροσύνες για κάποιους λίγους . Αδικεί όμως όχι μόνο αυτός που αποστερεί αγαθά από τους ενδεείς, αλλά και αυτός που δεν τους βοηθά .
Σημαντικά προβλήματα δημιουργεί η φιλοχρηματία, Ο Φώτιος υπογραμμίζει ότι όσοι έχουν το νου τους στα χρήματα είναι αποξενωμένοι από το Θεό και την αρετή. Όποιος αγαπά τα χρήματα, σημειώνει δεν αγαπά την αρετή. Ως αντίδοτο προβάλλει την ελεημοσύνη η οποία όμως προϋποθέτει το σβήσιμο της φλόγας της πλεονεξίας . Ο πλούτος είναι χάρισμα για καλή χρήση και η φτώχεια επίσης χάρισμα ως συνεργός στη σωτηρία .
Δεν εμποδίζεται η δίκαιη κτήση και χρήση υλικών αγαθών αλλά η προσκόλληση και προσήλωση σ’ αυτά . Προέχει η ευσπλαχνία που ο Θεός την έδωσε ως χάρισμα σε όλους πλουσίους, μεσαίους, φτωχούς, άπορους . Κανείς δεν δικαιούται να μην είναι φιλάνθρωπος, έστω και αν αυτή η τάση δεν εκφράζεται ως αυτονόητη.
Δεν μπορείς λόγω της φύσης σου, σημειώνει ο Φώτιος, κάντο για την αντιμισθία, και αν δεν το κάνεις γι’ αυτό κάντο για την αποφυγή της κόλασης . Σκέψου τη φλόγα του πλουσίου για να σβήσεις τη φλόγα της φιλαργυρίας. Μη μαζεύεις το χέρι απέναντι στο φτωχό για να μη συμβεί να χρειαστείς δάκτυλο για να σε δροσίσει. Γίνε φιλάνθρωπος για να σου είναι φιλάνθρωπος ο Θεός .
Ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης της αδικίας, όταν πρόκειται για αδικία που αφορά στα υλικά αγαθά ή στον ίδιο τον αδικούμενο ισχύει αυτό το «αν σου δώσει κάποιος ράπισμα στο δεξί μάγουλο, γύρισέ του και το άλλο», αφήνοντας την εκδίκηση στο Θεό. Στην περίπτωση αυτή η σιωπή αυτού που αδικείται κάνει αυστηρότερο τον έλεγχο των αδικούντων . Το σκοτάδι ελέγχεται ίσως αποτελεσματικότερα με την παράθεση του ενάρετου . ‘
Όταν όμως πρόκειται για την προσβολή της ευσέβειας τότε ισχύει το του Χριστού «γιατί με κτυπάς», κάτι που σημαίνει ότι δεν δεχόμαστε αδιάφορα την προσβολή (και την αδικία των άλλων), γιατί τότε γινόμαστε συνεργοί της, αλλά με παρρησία γνώμης και γλώσσας διαμαρτυρόμαστε. Στην πρώτη περίπτωση η σιωπή είναι αρετή, στη δεύτερη αποθρασύνεται η ασέβεια . Σε κάθε περίπτωση είναι καλύτερα να προλαμβάνεται (η αδικία) και άλλα κακά, παρά να διαπιστώνονται.
Με την ευκαιρία της επίθεσης των Ρώσων ο Φώτιος επισημαίνει πως σπουδαιότερο από τα δάκρυα (καλύτερα να προλάβαινες παρά να κλαις), την εμπορία του οίκτου και τις ολονύκτιες προσευχές, είναι το μίσος της αμαρτίας που οδηγεί στη συμφορά, η αποφυγή των ηδονών που οδηγούν στο πένθος, η επίδειξη σωφροσύνης, η αποχή από ξένα πράγματα, η αποφυγή της αδικίας, η μετάνοια, η ευεργεσία , η μετριοφροσύνη, η συμπάθεια . Ο φτωχός ήταν πεσμένος και ταπεινωμένος στα πόδια σου και εσύ γελούσες απολαμβάνοντας τα αγαθά σου , έβαζες το κέρδος μπροστά στη φιλία, αρνιόσουν τη φυσική συγγένεια, ήσουν εριστικός, φιλόνικος και μισάνθρωπος , είχες καρδιά με φλεγμονή και δεν την διόρθωνες .
Σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση των κοινωνικών παθών και ιδιαίτερα στην αντιμετώπιση της κοινωνικής αδικίας παίζει ο τρόπος που ασκείται η εξουσία των αρχόντων. Ο Φώτιος δεν χάνει την ευκαιρία να διδάξει πολιτική ηθική ιδιαίτερα όταν γράφει στον άρχοντα της Βουλγαρίας Μιχαήλ, τον οποίο χαρακτηρίζει «ευγενές και γνήσιο γέννημα των πνευματικών του ωδίνων» .
Η πολιτική ευθύνη συνιστά μέριμνα και της Εκκλησίας , υπογραμμίζει ο ίδιος. Η εξουσία είναι από Θεού και γι’ αυτό αποκλείεται η αποθέωση του άρχοντα. Ο άρχοντας δεν μπορεί να καταντροπιάζει την πίστη με τις πράξεις του . Όσο υπερέχει κάποιος στην εξουσία τόσο είναι υποχρεωμένος να πρωτεύει στην αρετή. Η συμπεριφορά των αρχόντων γίνεται νόμος για τους αρχόμενους . Ο άρχοντας οφείλει να κάνει την πόλη από φαύλη ηθική .
Ο άρχοντας είναι χρήσιμος για το λαό του όταν είναι ανώτερος χρημάτων , αποφεύγει τις μεγάλες υποσχέσεις , δεν διαψεύδει όσους τον εμπιστεύτηκαν , δεν κάνει παράνομες χάρες , δεν ασκεί την εξουσία τιμωρητικά αλλά παιδαγωγικά .
Μεγάλη σημασία δίνει ο Φώτιος στο ήθος της αγάπης, υιοθετώντας πλήρως την περί αγάπης διδασκαλία του Παύλου . Η αγάπη αντιμετωπίζεται ως βασικό εργαλείο κοινωνικής αναφοράς της Εκκλησίας. Τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι πιο αγαθό και ωφέλιμο από αυτή, αλλά και τίποτε πιο κατάλληλο για να συγκρατήσει τη ζωή ή να συγκροτήσει την κοινωνικότητα και την ημερότητα της ανθρώπινης φύσης. Μέσα από την αγάπη αναγνωρίζεις στον πλησίον ότι είναι έργο των ίδιων χεριών και της ίδιας φύσης, ότι ήλθε στη ζωή και θα φύγει από αυτή με τον ίδιο τρόπο, ότι περιμένει τον ίδιο εξεταστή των πράξεών του. Επομένως δεν πρέπει να ανέχεται κάποιος να κάνει στον πλησίον του όσα δεν θα ήθελε να συμβούν στον ίδιο .
Η αγάπη έχει θεανθρώπινο χαρακτήρα. Αγάπη στον πλησίον χωρίς αγάπη προς το Θεό δεν νοείται. Όποιος αποκόπτεται από την αγάπη του πλησίον αποκόπτεται και από την αγάπη του Θεού . Αλλά και όποιος μισεί τους ανθρώπους μισεί και το Θεό . Ωστόσο είναι απαραίτητη η διάκριση του θείου και ανθρώπινου χαρακτήρα της αγάπης.
Το να αγαπά κάποιος αυτούς που τον μισούν είναι δείγμα αρετής και θείο γνώρισμα. Το να αγαπά όμως αυτούς που τον αγαπούν είναι γνώρισμα ανθρώπινο και κοινό σε όλους, ενώ το να μισεί κάποιος αυτούς που τον αγαπούν είναι κάτι που ξεπερνά και τη συμπεριφορά των θηρίων . Η αγάπη δεν μπορεί να είναι επίπλαστη και υποκριτική, αλλά απροσποίητη, ανυπόκριτη και αληθινή .
Ιδιαίτερη σημασία δίνει ο Φώτιος στο συνδετικό και συνεκτικό χαρακτήρα της αγάπης. Μέσω της αγάπης «τα διεστώτα συνάπτεται και ειρηνοποιείται τα μαχόμενα και τα οικεία μάλλον συσφίγγεται, ταις στάσεσι και ταις φιλονικίαις πάροδον ου παρεχόμενα» . Αντίθετα ο ξεπεσμός από την αγάπη οδηγεί σε διαμάχες, σε φιλονικίες, την απώλεια και την καταστροφή . Αν εκλείψει η αγάπη αφανίζεται κάθε αρετή, η κοινωνία σπαράσσεται και κάθε πολιτεία καταστρέφεται μαζί με τους νόμους και τους πολίτες .
Η αγάπη έχει δύναμη, συνδέει και συγκρατεί. Μοιάζει με τους σωματικούς συνδέσμους που συγκρατούν τα μέλη . Πολιτεία χωρίς αγάπη είναι χωρίς τάξη, αρετή, με κακία, φθορά και αταξία, σύγχυση. Κανένα από τα καλά που γίνονται χωρίς αγάπη δεν ωφελεί . Εξάλλου χαρίσματα χωρίς αγάπη είναι επικίνδυνα, ακόμη και η πίστη (Ουδ’ η των χαρισμάτων κτήσις χωρίς αγάπης ωφέλιμος») .
Με αυτά τα δεδομένα ο Φώτιος επιμένει πως η αγάπη θα πρέπει να είναι απαραίτητο συνοδευτικό στις αγορές, τους δρόμους, τις πόλεις, τα δικαστήρια, τις ερημιές, τα βουλευτήρια. Όποιος έχει αγάπη δεν πηγαίνει ούτε καν στα δικαστήρια, γιατί η αγάπη είναι πηγή της φιλανθρωπίας, της μακροθυμίας, της καλοσύνης, της επιείκειας, της αοργησίας, της πραότητας, της πίστης, της ελπίδας και της υπομονής. ‘Οπου υπάρχουν αυτά απουσιάζουν οι έριδες, οι φιλονικίες, οι δίκες .
Θα κλείσουμε αυτήν την παράγραφο για την διδακτική παρέμβαση της Εκκλησίας στην κοινωνία με την παρακάτω προτροπή του Φωτίου που στοχεύει στην κοινωνική ειρήνη: Οι πλούσιοι να ανακουφίζουν τους φτωχούς και οι φτωχοί να κάνουν υπομονή. Οι άρχοντες να αποδεικνύουν ότι είναι ταγμένοι από το Θεό για να προστατεύουν τους αδικούμενους, να διοικούν με πραότητα, σκεπτόμενοι ότι αυτοί είναι συνάνθρωποί τους, ενώ οι εξουσιαζόμενοι να είναι ήρεμοι και ευπρεπείς και όχι άτακτοι. Οι ιερείς και οι ποιμένες να είναι άγρυπνοι φρουροί και επιστάτες του ποιμνίου τους προβάλλοντας το παράδειγμά τους, ενώ οι ποιμαινόμενοι να είναι υπάκουοι και πειθαρχημένοι .
3. Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΗΣ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑΣ
Η φιλανθρωπία ως μια εκκλησιαστική πρακτική δεν νοείται μονοσήμαντα. Εκφράζει το σύνολο της εκκλησιαστικής παρέμβασης στον κόσμο που κατανοείται ως προέκταση της θείας οικονομίας, έχοντας κατά νουν ότι η διακονία είναι χάρισμα . Έτσι εκτός από ελεημοσύνη ή οργανωμένη κάλυψη των αναγκών των ανήμπορων και των φτωχών φιλανθρωπία σημαίνει 1) αναζήτηση των πλανεμένων και επιστροφή τους στην Εκκλησία .
Σε κάθε περίπτωση η Εκκλησία οφείλει να επαναλαμβάνει ό,τι και ο Χριστός, ότι δηλαδή δεν ήλθε για να κρίνει τον κόσμο αλλά να τον σώσει. Ο παρών καιρός δεν είναι καιρός κρίσης αλλά οικονομίας, φιλανθρωπίας, συμπάθειας, καλοσύνης και ανάκλησης . 2) Φιλανθρωπία σημαίνει ακόμη τη μετάδοση της πνευματικής τροφής χωρίς καθυστέρηση και αναβολή , και 3) δηλώνει επίσης την πολυεπίπεδη συμπαράσταση στους εμπερίστατους.
Γράφει ο Φώτιος: Αν δεν έχεις χρήματα για ελεημοσύνη επισκέψου τον ασθενή και φυλακισμένο, δείξε συμπάθεια στους πάσχοντες, στάξε δάκρυ για τις δυστυχίες των άλλων. Η συμπάθεια αποτελεί σημαντική παρηγοριά. Ελαφρύνεις τη συμφορά διηγούμενος του τα δικά σου παθήματα. Τίποτε από αυτά δεν αποστρέφεται ο Θεός, αλλά όλα τα δέχεται και ανταποδίδει αντίστοιχο έλεος .
-Η ευθύνη για την άσκηση και δοκιμασία της φιλανθρωπίας ανήκει τόσο στην εκκλησιαστική διοίκηση όσο και στους μεμονωμένους πιστούς. Αποτελεί δε απαραίτητο συνοδευτικό και συστατικό στοιχείο της εκκλησιαστικής ζωής. Δε γνωρίζω να υπήρξαν εποχές όπου η Εκκλησία δεν ενδιαφερόταν για τους πένητες και φτωχούς, τις χήρες και τα ορφανά, τους ξένους ή αιχμαλώτους, για τους ασθενείς και ανήμπορους, με το ενδιαφέρον να μην εξαντλείται στα λόγια αλλά στην ίδρυση νοσοκομείων, γηροκομείων, ξενώνων, ορφανοτροφείων, ενεργοποιώντας πλήθος εθελοντών χριστιανών.
-Ωστόσο η φιλανθρωπία στην εκκλησιαστική πράξη αποτελεί μέρος ενός όλου που περιλαμβάνει το ορθόδοξο κήρυγμα και τη Θεία Ευχαριστία. Είναι προέκταση του «εκκλησιασμού» και όχι μια αυτόνομη και ανεξάρτητη κοινωνική ακτιβιστική δραστηριότητα, γιατί είναι άλλο να λέμε ότι ο Θεός είναι αγάπη και άλλο η αγάπη είναι Θεός. Η φιλανθρωπία δεν μπορεί να παρακωλύει ή να παραμερίζει το ευαγγέλιο ή να είναι αποξενωμένη από το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής, από το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Το παράδειγμα της πρώτης εκκλησιαστικής κοινότητας είναι ενδεικτικό. Πρώτο έργο είναι ο λόγος του Θεού και το κοινό δείπνο της ευχαριστίας. Μετά έρχεται η κάλυψη των λοιπών αναγκών. Έτσι εξηγείται η κίνηση των αποστόλων να εκλέξουν τους επτά διακόνους με κύρια αποστολή την κατά κάποιο τρόπο οργανωμένη διακονία του πλησίον, των ορφανών και χηρών, των πενήτων, των φτωχών και των ξένων, των καταπιεσμένων και κατατρεγμένων.
Αυτό το αίτημα της πρώτης χριστιανικής κοινότητας διαιωνίζεται στη ζωή της Εκκλησίας με τους Πατέρες να διασώζουν και να αναπτύσσουν στην εκκλησιαστική τους διδασκαλία τις βασικές αρχές που πρέπει να διέπουν τη διακονία των αναγκών των ανθρώπων όχι μόνο των εγγύς και των οικείων αλλά και των μακράν, ακόμη και των εχθρών.
-Στη φιλανθρωπική της δράση η Εκκλησία οφείλει να αποφεύγει τα δύο άκρα. Τον εγκλωβισμό άλλοτε στο ενδοκοσμικό και άλλοτε στο απόκοσμο. Από τη μια πλευρά η παρουσία της Εκκλησίας στην κοινωνία και η ανταπόκρισή της στις άμεσες ανάγκες των ενδεών δεν πρέπει να οδηγεί στην αλλοίωση του χαρακτήρα και της βασικής αποστολής της, όπως ακριβώς ο Θεός είναι παρών στον κόσμο χωρίς να χάνει τη θεότητά του . Από την άλλη είναι παράνομο και δείχνει σκληρότητα η αδιαφορία της Εκκλησίας προς τους συνανθρώπους και η άρνηση προστασίας και πρόνοιας γι’ αυτούς .
-Η φιλανθρωπία δεν είναι ξένη ή ανεξάρτητη προς τη φιλοθεΐα. Η ευσέβεια συμπεριλαμβάνει τον οίκτο για το συνάνθρωπο, γράφει ο Φώτιος . Όποιος ευσπλαχνίζεται τον ομόδουλο καθιστά υπόχρεο τον κοινό Κύριο, το Χριστό. Τα κουρέλια του φτωχού δεν πρέπει να είναι αφορμή για προσπέραση και περιφρόνηση. Είναι και αυτός άνθρωπος, πλάσμα του Θεού, που με την αρετή της ψυχής του εικονίζει καλύτερα τον κοινό πλάστη από ό,τι εσύ . Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάς ότι η φιλανθρωπία είναι η μέγιστη ευχαριστία στο Θεό .
-Είναι προφανές ότι το βασικό κίνητρο της φιλανθρωπίας είναι η αγάπη. Ο Φώτιος σημειώνει πως φανερή απόδειξη και δοκιμή της αγάπης είναι η ελεημοσύνη . Ο ίδιος χρησιμοποιεί συχνά την εικόνα του πεπτωκότος στους ληστές ανθρώπου για να αναδείξει την πραγματική και ανιδιοτελή αγάπη του καλού σαμαρείτη και να επισημάνει ότι η αγάπη του Θεού δεν είναι αυτό που διαπιστώνεται στην Παλαιά Διαθήκη, δηλαδή μια αγάπη όπως του εαυτού μας αλλά πάνω από αυτόν .
Η ελεημοσύνη προσφέρεται με διάθεση συμπάθειας, βγαίνει από δάκρυα, αλλά ποτέ δεν χρησιμοποιείται η συμφορά του συνανθρώπου για επίδειξη και μεγάλα λόγια. Το έλεος που δίνεται από έπαρση, φιλαυτία και επίδειξη καταλήγει σε περιφρόνηση παρά σε ανακούφιση. Το καλό δεν γίνεται με άσχημο τρόπο, υπογραμμίζει ο Φώτιος .
– Η φιλανθρωπία ασκείται απροϋπόθετα. Προσφέρεται χωρίς διάκριση και δισταγμούς, χωρίς εξέταση ποιος την αξίζει και ποιος όχι. Όποιος πέταξε το ψωμί στο πέλαγος το πέταξε στο άγνωστο και δεν γνωρίζει που θα το παρασύρει το ρεύμα, σημειώνει ο Φώτιος . Όποιος ελεεί δεν δικάζει με ζυγό ακριβείας, αλλά χαρίζει με φιλανθρωπία .
– Η φιλανθρωπία δεν ενεργείται αποσπασματικά ούτε και προσωρινά, αλλά έχει μόνιμο και σταθερό χαρακτήρα. Το ενδιαφέρον για τον αδελφό που λειώνει από φτώχια και πεθαίνει από την ανέχεια είναι χρέος που καταβάλλεται εμπρόθεσμα . Όπως συμβαίνει και με την πρόνοια του Θεού. Ποτέ μέχρι τώρα δεν σταμάτησε η πρόνοια του Θεού την επιστασία και φροντίδα της, αλλά πάντοτε μεθοδεύει τα πράγματα με μια σοφή και απόρρητη και πέρα από κάθε οικονομία προς το άριστο και το πλέον θαυμαστό . Το έλεος αναβλύζει συνεχώς, όπως κάνει και ο Θεός, και όχι με δόσεις, δηλαδή άλλοτε να σκορπιέται και άλλοτε να αναστέλλεται .
-Η φιλανθρωπία δεν ενεργείται μόνο με τα περιττά αλλά και τα αναγκαία . Προέχει το συμφέρον των πολλών και όχι το δικό μας . Πρέπει δε να λαμβάνεται υπόψη ότι ο Θεός είναι ο χορηγός και το αίτιο των καλών . Σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να συνυπάρχουν πλεονεξία και φιλανθρωπία . Με την πλεονεξία διαπράττεται η αδικία, εξορίζεται η δικαιοσύνη, ευτελίζεται η φιλαδελφία, περιθάλπτεται η μισανθρωπία .
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μερικοί από σας, βλέποντας στην Πρόκληση το θέμα της σημερινής μας σύσκεψης , πιθανόν να σκέφτηκαν ότι ο ιερός Φώτιος δεν είναι ίσως ο καταλληλότερος εκκλησιαστικός ανήρ για να ξεδιπλώσουμε με βάση το έργο του ολόκληρο το φάσμα των αρχών που διέπουν αυτή την κοινωνική ευθύνη, όπως θα συνέβαινε π.χ. με τον ιερό Χρυσόστομο, τον Ιωάννη τον Ελεήμονα ή άλλους «κοινωνικούς» λεγόμενους Πατέρες. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, συνδύαζε θεολογία, ποιμαντική ευθύνη και πολιτική εμπειρία . Και μόνο το γεγονός ότι είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται μια κοινωνιολογική προσέγγιση, άξιζε τον κόπο. Βοηθητικές προς την κατεύθυνση αυτή ήταν οι δύο παρακάτω υποθέσεις:
-Kανένας από τους σπουδαίους θεολόγους, ούτε και ο Φώτιος, δεν κατέστησε τη θεολογία αυτοσκοπό, δεν χρησιμοποίησε δηλαδή τη Θεολογία για την ίδια τη Θεολογία, τα δόγματα για τα ίδια τα δόγματα, αλλά για τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, πνευματικές και υλικές. Η ενότητα δόγματος και ήθους εκδηλώνεται κατά το Φώτιο σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις και διαμορφώνει τις διαπροσωπικές σχέσεις στην Εκκλησία και την κοινωνία .
-Ένας καταξιωμένος εκκλησιαστικός ηγέτης, όπως ο Φώτιος, είναι αδύνατον να είναι μόνο Πατριάρχης ή σπουδαίος διδάσκαλος ή μαχητής της πίστης ή μέγας ιεραπόστολος, και να μην είναι πατέρας και ποιμένας των πιστών ή σημαντικός κοινωνικός παράγοντας και μάλιστα σε μια κοινωνία όπου η Εκκλησία ήταν πανταχού παρούσα. Ο Φώτιος σίγουρα δεν αγνοεί αυτό ο προκάτοχος του Χρυσόστομος έγραφε: «Όσον προς μείζονα όγκον της αρχιερωσύνης αναβέβηκεν ο την επισκοπήν λαχών, τοσούτω πλείονα απαιτηθήσεται λόγον, ουχί διδασκαλίας μόνον, αλλά και πενήτων προστασίας» .
Αυτές ήταν οι υποθέσεις εργασίας πριν ξεκινήσω την έρευνα. Τώρα όμως μετά από όσα εκτέθηκαν δεν μιλάμε πλέον με υποθέσεις αλλά με την απόδειξη ότι ο Φώτιος είχε βαθιά αίσθηση της εκκλησιαστικής και κοινωνικής ευθύνης.