Ο Άγιος Νικόδημος συνεχίζει, προσπαθώντας να διαλύσει αυτόν τον μύθο, αναφέροντας ξεκάθαρα ότι ο Άγιος Χριστόφορος είχε ανθρώπινο πρόσωπο, όπως όλοι οι άνθρωποι, αλλά η όψη του ήταν φοβερή, αγριωπή και άσχημη. Το γεγονός ότι στη χώρα καταγωγής του Αγίου υπήρχαν φυλές ανθρωποφάγων μάλλον βοήθησε την ανάπτυξη των δεισιδαιμονιών απ’ τους αφελείς.
Σύμφωνα με την παράδοση, υπήρχε κάποτε -τον 3ο αιώνα μ.Χ. ένας ειδωλολάτρης που τον έλεγαν Ρέπροβο και ήταν αληθινός γίγαντας στο σώμα και στη δύναμη. Ξαφνικά γεννήθηκε μεσ’ τη καρδιά του μια παράξενη επιθυμία. «Το καλλίτερο που έχω να κάνω-σκέφτηκε- είναι να βρω ποιός είναι ο δυνατώτερος άρχοντας του κόσμου και να γίνω υπηρέτης του» κι άρχισε να ψάχνει με ζήλο και να ρωτά γνωστούς και αγνώστους.
Ο δυνατώτερος άρχοντας , του είπε κάποιος, είναι ο βασιλιάς. Ο μετέπειτα Άγιος Χριστόφορος τον άκουσε και μ’ όλη του την όρεξη αφοσιώθηκε στην υπηρεσία του βασιλιά, μέχρι μια μέρα που κάποιος μουσικός τραγούδησε μπροστά στο βασιλιά ένα τραγούδι που υμνούσε τη δύναμη του Σατανά.
Ο βασιλιάς ακούγοντάς το κατατρόμαξε. Τότε ο Ρέπροβος σκέφτηκε, ότι υπάρχει κι από το βασιλιά πιο δυνατός, ο Σατανάς.Έτσι χωρίς να χάσει καιρό άρχισε να τον υπηρετεί.
Ακολουθώντας τώρα τον καινούργιο του αφέντη, έτυχε να περάσουν απο ένα μέρος που υπήρχε ένας τεράστιος Εσταυρωμένος. Στη θέα του Εσταυρωμένου, ο Σατανάς άρχισε να τρέμει και με βία άλλαξε δρόμο. Βλέποντας ο Χριστοφόρος την ταραχή του Σατανά, σκέφτηκε ότι ο Εσταυρωμένος πρέπει να είναι ισχυρότερος.
Χωρίς να χάσει καιρό έτρεξε κοντά του και ρώτησε έναν μοναχό που ήταν εκεί μπροστά γονατισμένος: Πώς μπορώ να υπηρετήσω κι εγώ τον Εσταυρωμένο; Να προσεύχεσαι αδιάκοπα.
Τι είναι αυτό που μου λες. Δεν έχω ιδέα. Αφού δεν ξέρεις τι είναι προσευχή, να νηστεύεις.
Και πώς θα ζήσει ένα σώμα σαν το δικό μου, αν νηστέψω;
Ε τότε, αδελφέ μου, να κάθεσαι εδώ στην όχθη του ποταμού και να βοηθάς αυτούς που θέλουν να περάσουν απέναντι. Είσαι πολύ κατάλληλος για αυτή τη δουλειά.
Έτσι ο Χριστοφόρος αφωσιώθηκε σ’αυτή τη δουλειά και χρόνια πολλά βοηθούσε τους ανθρώπους που ταξίδευαν.
Ένα βράδυ που ήταν στο κελί του, άκουσε τότε κλάματα ενός μικρού παιδιού και όταν βγήκε έξω άκουσε το παιδί που έκλαιγε και Τον φώναζε να τον περάσει πέρα, για να μην πεθάνει από το κρύο και την βροχή. Πήρε λοιπόν ο Άγιος ένα μεγάλο ξύλο, έκαμε το σταυρό του και μπήκε στο ποτάμι. Πέρασε πέρα και πήρε στον ώμο του το παιδί. Όταν μπήκε στο ποτάμι, το παιδί του φαινότανε, πως βάραινε διαρκώς. Στηριζόταν με δύναμη στο ξύλο, για να περάσει και να μη παρασυρθεί από το φουσκωμένο ποτάμι. Η δοκιμασία ήταν μεγάλη.
Όσο προχωρούσε όμως, τόσο βαρύτερο του φαινόταν το φορτίο. Νόμιζε ότι ποτέ δεν είχε σηκώσει κάτι βαρύτερο. Με αφάνταστη προσπάθεια έφτασε στη μέση κι έλεγε ότι θα του ήταν αδύνατο να περάσει και το υπόλοιπο διάστημα. Έβαλε όλες του τις δυνάμεις και κατάφερε τέλος πάντων να περάσει και με κομμένη αναπνοή απόθεσε το παιδάκι κάτω και του είπε:
Παιδί μου, ολόκληρο τον κόσμο να σήκωνα δε θα ήταν βαρύτερος από εσένα.
Τότε το παιδί του απάντησε:
– Και όμως! του είπε το παιδί. Μετέφερες όχι μόνον τον κόσμο όλον, αλλά Εκείνον, που έπλασε τον κόσμο. Είμαι ο Βασιλεύς Χριστός, τον Οποίον εδώ υπηρετείς. Έπειτα από τα λόγια αυτά, το παιδί έγινε άφαντο.
Για το λόγο αυτό, ο Άγιος Χριστόφορος ζωφραφίζεται περνώντας το ποτάμι, στηριζόμενος στο ξύλο και με το παιδίον – Χριστό στον ώμο.
Επειδή δε μετέφερε τον Χριστό ονομάστηκε, κατόπιν όταν βαπτίσθηκε, από Ρέπροβος, Χριστοφόρος.
Από το περιστατικό αυτό, που μετέφερε τον Χριστό, είναι και ο προστάτης των μεταφορών. Είναι ο προστάτης των αεροπόρων, των αυτοκινητιστών, των ταξιδιωτών και όλων των επαγγελμάτων, που απαιτούν μεγάλες δυνάμεις.