Ο Γέροντας αγαπούσε πολύ τους Ψαλμούς του Δαβίδ. Για πολλά χρόνια το Μοναστήρι δεν είχε ρεύμα. Διάβαζε το Ψαλτήρι εμπρός στο τζάκι, νύχτα, ανάβοντας δαδιά το ένα πίσω από το άλλο για να βλέπη. Έκανε πέντε ώρες κάθε βράδυ να το διαβάση όλο. Αυτό γινόταν για πολλά χρόνια. Ήταν ένα μέρος της αγρυπνίας του (γιατί ο Γέροντας για πολλά χρόνια, όταν ήταν νέος μοναχός, δεν κοιμόταν τις νύχτες). Όταν γήρασε, δεν γνωρίζω αν κοιμόταν.
Στην Τράπεζα ο Γέροντας γέμιζε το πιάτο του μέχρι πάνω, ώστε αν το έβλεπε κανείς θα έλεγε: «Τι γαστρίμαργος που είναι!» Μόλις έτρωγε την πρώτη μπουκιά, άρχιζε την διανομή στα πιάτα των άλλων και στο τέλος του έμενε τόσο λίγο, όσο για να ζήση. Εξ άλλου αυτό το μαρτυρούσε το λιπόσαρκο σώμα του.
Εκείνο που με συγκλόνισε προσωπικά στον Άγιο γέροντα Ιάκωβο είναι ότι επέτρεψαν οι συνθήκες, ο Κύριος γνωρίζει το λόγο, να ευρίσκεται χωρίς πνευματικό οδηγό κοντά του για τα περισσότερα χρόνια της μοναχικής του ζωής. Όμως αυτό δεν του στέρησε την αγιότητα. Θέλησε να εφαρμόση το Ευαγγέλιο στη ζωή του και το έκανε.
Κάτι ανάλογο δηλαδή με τον όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ. Μοναδικές αυτές οι δύο περιπτώσεις. Δεν ενδείκνυται κάτι αντίστοιχο (δηλαδή να μην έχη ο πιστός, Ιερωμένος ή λαϊκός, πνευματικό οδηγό). Αυτές οι καταστάσεις είναι χαρισματικές. Δηλαδή, επεμβαίνει άμεσα η Χάρις του Θεού και επισκιάζει τον ταπεινό δούλο του.
Ο Γέροντας Ιάκωβος μου έλεγε: «Ήμουν 10 ή 11 χρονών. Δεν είχα παπούτσια και από τα κρύα και τις λάσπες οι φτέρνες μου είχαν γεμίσει ρωγμές· πόναγα και έτρεχε αίμα. Όταν λιτανεύαμε την Παναγία στο χωριό μου, την παρακάλεσα με πόνο ψυχής να με θεραπεύση. Τότε τα μάτια της Παναγίας ζωντάνεψαν από την εικόνα, στράφηκαν πάνω μου, με κοίταξε με πολλή αγάπη, μου χαμογέλασε και μετά κοίταξε τα πόδια μου. Εγώ ασυναίσθητα έβαλα σάλιο στο δάκτυλό μου (μου έδειξε ο Γέροντας το δεξιό του δείκτη), σκούπισα τις λάσπες από τις φτέρνες μου και διαπίστωσα αμέσως ότι δεν πονούσαν και οι ρωγμές είχαν κλείσει. Τα σημάδια από τις ρωγμές έμειναν μέχρι σήμερα, παιδί μου, για να θυμάμαι το θαύμα Της».
Ένα χαρακτηριστικό του Γέροντα ήταν ότι εμφανιζόταν ξαφνικά από το πουθενά.
Συνέβη, όπως μου είχε πει ο π. Σεραφείμ (μοναχός της Μονής), την μια στιγμή να είναι στον πρώτο όροφο στο διάδρομο έξω από το κελλί του και σε κλάσμα δευτερολέπτου κάτω στο ισόγειο, δίπλα στο καμπαναριό. Μόλις κοίταξε ο π. Σεραφείμ πάνω, ήταν έξω από το κελλί. Μόλις έστριψε το κεφάλι του στο καμπαναριό, ήταν κάτω στο καμπαναριό ο Γέροντας και πήγαινε για την ακολουθία στο ναό.
Άλλο χάρισμα του Γέροντα, που πολλές φορές διαπίστωσα, ήταν ότι ίπτατο. Σύνηθες φαινόμενο να περπατάη ή μάλλον να πετάη έξω στην αυλή ή στους διαδρόμους, χωρίς ίχνος κίνησης των ποδών και κυματισμού των ράσων. (Τα ράσα του έμεναν ακίνητα).
Είδε το διάβολο σαν γριά στην αυλή της Μονής γεμάτο μπουκαλάκια πάνω του. Πριν καταλάβη τι συμβαίνει, ρώτησε ο Γέροντας:
– Πώς βρέθηκες εδώ, γιαγιά; Δεν σε είδαμε μέχρι τώρα. Τι είναι αυτά τα μπουκαλάκια που κουβαλάς; Και η γριά του απαντά:
– Ήρθα εδώ να σας ανακατέψω, αλλά με εμποδίζει αυτός εκεί μέσα (έδειξε τον ναό και προφανώς τον όσιο Δαβίδ). Φεύγω τώρα και πάω σε άλλο Μοναστήρι, που δεν ζουν καλά. Στα μπουκαλάκια έχω τα δικά μου φάρμακα για τον καθένα χωριστά. Κι εξαφανίστηκε σαν αστραπή από τα μάτια του Γέροντα, αφήνοντας μια δυσοσμία…
Ένα ζευγάρι Ελλήνων που έμεναν στο Λονδίνο επισκέφθηκαν τον Γέροντα. Ο άνδρας είχε μια σπάνια μορφή καρκίνου στον οισοφάγο. Ο Γέροντας τον διάβασε, τον σταύρωσε με την Κάρα του Αγίου και τον άλειψε με λάδι. Το βράδυ, όταν πήγαν στο ξενοδοχείο και ξάπλωσαν να κοιμηθούν, πιάνει τον άνδρα ένας δυνατός βήχας και βγάζει από το στόμα του έναν κίτρινο πηχτό ζελέ, σε μέγεθος και σχήμα μεγάλου αυγού. Αυτό ήταν· ο καρκίνος είχε θεραπευθή!
Μαρτυρίες π. Γεωργίου Αυθίνου.
Από το βιβλίο: “Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)”. Γ’. Μαρτυρίες, σελ. 247. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.