Αμέσως την «ευχή»
Του π. Γεωργίου Δορμπαράκη στην Κιβωτό της Ορθοδοξίας
«Μόλις ανοίξετε τα μάτια, αμέσως την ευχή. Μην αφήσετε το μυαλό σας να πετάη εδώ και εκεί και χάνετε την ώρα σας που είναι πολύτιμη για την ευχή. Όταν έτσι βιάσετε τον εαυτό σας, θα σας βοηθήση και ο Θεός να γίνη μία άγια συνήθεια με το άνοιγμα των ματιών, η προσευχή να παίρνη την πρώτη θέσι για όλη την ημέρα. Στην συνέχεια θα εργάζεσθε και θα λέτε την ευχή. Ευλογείται η εργασία, αγιάζεται το στόμα, η γλώσσα, η καρδιά, ο χώρος, ο χρόνος και όλος ο άνθρωπος που προφέρει το όνομα του Ιησού Χριστού. Αυτός που λέει αδιαλείπτως την ευχούλα, οπλίζεται με τέτοια θεϊκή δύναμι που καθίσταται απρόσβλητος από τους δαίμονες, αφού αυτή τους καίει και τους μαστιγώνει» (Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής).
Πέρασαν στους αιώνες μεγάλοι δάσκαλοι της νοεράς προσευχής, κήρυκες του «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» του αποστόλου Παύλου και του «Χριστόν αναπνέετε» των αγίων Γρηγορίου του Θεολόγου και πατρο-Κοσμά του Αιτωλού, ενώ από τους νεωτέρους δασκάλους της πνευματικής αυτής επιστήμης ήταν και ο μεγάλος αγιορείτης όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής (1897-1959). Σημειώνει ο ίδιος σε επιστολή του: «Η νοερά προσευχή εις εμένα είναι όπως η τέχνη του καθενός, καθότι εργάζομαι αυτήν τριανταέξ και επέκεινα χρόνια». Δεν χρειάζονται λόγια για τον γνωστό αυτόν όσιο της Αθωνικής γης. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι πνευματικά τέκνα του που απεκάλυπταν το δικό του τελικώς μεγαλείο, ήταν ο όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, οι άγιοι Γέροντες Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός και Χαράλαμπος ο Διονυσιάτης, ο εξίσου μέγας Γέρων Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης και Αριζονίτης.
Τι σημειώνει ο ησυχαστής όσιος στο αρχικό μας απόσπασμα; Την πρώτη εργασία του ανθρώπου, ιδίως του καλογέρου, που είναι η ευχή. Για ποιον λόγο; Γιατί γνωρίζει πολύ καλά τον άνθρωπο της πτώσεως στην αμαρτία, τον καθένα μας δηλαδή στον κόσμο τούτο. Γνώρισμα του πεπτωκότος ανθρώπου είναι η τρεπτότητα του νου, η ευκολία δηλαδή της διανοίας, του μυαλού, «να πετάη εδώ και εκεί», χωρίς να είναι δεμένη με το κέντρο και την ουσία της, την καρδιά. Υπόκειται ως προϋπόθεση στη σκέψη του οσίου η διάσπαση που συνέβη στον άνθρωπο μετά την αμαρτία των πρωτοπλάστων, αμαρτία που επέφερε τον «χαλασμό» του ενιαίου των ενεργειών και των δυνάμεών του – ο άνθρωπος τραυματισμένος καίρια από την ανυπακοή που επέδειξε στον Δημιουργό του έπαψε να λειτουργεί ολόκληρος, κινούμενος πια αποσπασματικά και «τυφλά», με κατεξοχήν κίνητρο της όποιας ψυχικής και σωματικής δράσεώς του την ικανοποίηση των παθών του. Η «ακτινογραφία» του αποστόλου Παύλου επ’ αυτού είναι μοναδική: «Δεν κάνω το καλό που θα ήθελα, αλλά υπηρετώ το κακό, που δεν το θέλω…Είναι ο νόμος της αμαρτίας που κυριαρχεί στην ύπαρξή μου και με κάνει αιχμάλωτό της. Τι δυστυχισμένος αληθινά που είμαι!»
Κι έπρεπε να έρθει ο ίδιος ο Δημιουργός ως άνθρωπος, ο Ιησούς Χριστός, προκειμένου να τον προσλάβει μέσα στον εαυτό Του, να τον αποκαταστήσει, ώστε να αποκτήσει εκ νέου την ολοκληρία του και την κανονική χαρισματική πια λειτουργία του εαυτού του. «Ποιος μπορεί να με λυτρώσει από την ύπαρξη αυτή που έχει υποταχθεί στον θάνατο; Ας ευχαριστήσουμε τον Θεό που το έκανε αυτό, με το σωτήριο έργο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού» (απ. Παύλος). Γι’ αυτό και ο εν Χριστώ άνθρωπος είναι ο κανονικός άνθρωπος, που πρώτη σκέψη και ενέργεια έχει την αναφορά του προς τον Κύριο, το όνομα του Κυρίου του είναι η κατάθεση του δικού του έργου στο σωτήριο έργο του Θεού, αφού «συνεργοί Θεού εσμεν». Αν δεν το κάνει, «χάνει την ώρα του» επιστρέφοντας και πάλι στη διάσπαση του αμαρτωλού εγώ, λοιπόν απαιτείται «η βιάση του εαυτού» για να παραμένει ο πιστός στη χάρη του μέλους του Χριστού και στην ενότητα με Εκείνον. «Η Βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (ο Κύριος). Δεν αφήνεσαι δηλαδή να γίνεις έρμαιο και πάλι των παθών σου, ενεργοποιείσαι στο έπακρον, γιατί πια μπορείς, και μένεις αδιάκοπα στην όραση του Χριστού – η σχέση με τον Χριστό δεν είναι απροϋπόθετη, απαιτεί το «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου» της Πανάχραντης Μητρός Του.
Και η επιμονή και η υπομονή αυτή, η απόφαση πιστότητας «άχρι θανάτου» γίνεται σιγά σιγά συνήθεια, «άγια συνήθεια» κατά τον άγιο Ιωσήφ, που σημαίνει ότι η αρχική δυσκολία λόγω των παθών εξαλείφεται και το όνομα του Κυρίου όπως και η προσαρμογή στις άγιες εντολές Του αρχίζουν να λειτουργούν με ευκολία και χαρά, γιατί έχει αρχίσει να θερμαίνεται η καρδιά και ο πόθος για τον Θεό να αποκτά σφοδρότητα διαρκώς αυξανομένη. «Όπου Θεός το ποθούμενον, ο κόσμος άπας καταπεφρόνηται» λέει ο υμνογράφος της Εκκλησίας. Και ποια η συνέχεια; «Θα εργάζεσθε και θα λέτε την ευχή», με αποτέλεσμα να ευλογούνται τα πάντα στη ζωή του πιστού: σώμα, καρδιά, χώρος, χρόνος. Ο πιστός αποκτά «θεϊκές δυνάμεις», γινόμενος ο ίδιος «φόβητρο» και για τους πονηρούς δαίμονες, γιατί «το όνομα του Χριστού καίει και μαστιγώνει τους δαίμονες».