Αναμνήσεις από τον άγιο Παΐσιο τον Αγιορείτη
Το καλοκαίρι του 1975 αξιώθηκα να μεταβώ για πρώτη φορά στο «Περιβόλι της Παναγίας», το Άγιον Όρος. Σ’ αυτή την επίσκεψη, παρά την επιθυμία μου, δεν αξιώθηκα να συναντήσω τον Γέροντα Παΐσιο, που τότε ασκήτευε στο Σταυρονικητιανό κελλί του Τιμίου Σταυρού.
Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Χρ. Ευθυμίου
Τούτο έγινε αργότερα, «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ. 4:4). Εκείνο, όμως, που απεκόμισα γι’ αυτόν τον χαριτωμένο άνθρωπο, στο πρώτο προσκύνημά μου στο Άγιον Όρος, ήταν τα χαρακτηριστικά λόγια ενός συμπροσκυνητού, σήμερα ομοτίμου καθηγητού στην Ιατρική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που τον είχε συναντήσει και μου είπε, ότι «η αγάπη του σε διαλύει», κάτι που διεπίστωσα και ο ίδιος αργότερα.
Ερωτήσαμε τον Γέροντα Παΐσιο σε κάποια επίσκεψή μας για την ελεημοσύνη. Η απάντησή του ήταν κατηγορηματική, ότι πρέπει να ασκούμε την μεγάλη αυτή χριστιανική αρετή, που την συνιστά ο Χριστός, μακαρίζοντας αυτούς που την ασκούν, στην επί του Όρους ομιλία, με αυτά τα λόγια: «Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται» (Ματθ. 5:7).
Ιδιαιτέρως προέτρεπε να βοηθούμε χήρες, ορφανά, πολυτέκνους και γενικώς ανθρώπους που έχουν μεγάλη ανάγκη. «Αυτοί», έλεγε, «δεχόμενοι την βοήθεια εύχονται από την καρδιά τους για μας και τους κεκοιμημένους μας, λέγοντας γι’ αυτούς, “Θεός σχωρέσ’ τους, να αγιάσουν τα κόκκαλά τους!” και ο Θεός ακούει τις εκ βαθέων προσευχές τους».
Στην ερώτηση, ότι πολλές φορές μας βασανίζει ο λογισμός, ότι οι ζητούντες μπορεί να είναι απατεώνες ή να χρησιμοποιούν την ελεημοσύνη μας για επιβλαβείς σκοπούς, απαντούσε, ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις καλό είναι εμείς να τηρούμε με διάκριση την εντολή του Χριστού, δίνοντας έστω ένα μικρό ποσό και Εκείνος φροντίζει τα χρήματα να πηγαίνουν εκεί που πρέπει.
Είναι γνωστή η άθλια κατάσταση του κόσμου, που «όλος εν τω πονηρώ κείται» (Α’ Ιω. 5:19), και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο συνειδητός χριστιανός, εφόσον είναι «στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν» (Ματθ. 7:14). Οι «εχθροί του ανθρώπου», ο διάβολος, που «ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α’ Πέτρ. 5:8), ο παλαιός άνθρωπος, ο υποδουλωμένος στο φρόνημα της σαρκός, και ο κόσμος, ο υποχείριος στον διάβολο, που προβάλλει ελκυστικά τα θελήματα αυτού, πολεμούν με λύσσα τον χριστιανό, ο οποίος κυριολεκτικά «διαβαίνει εν μέσω παγίδων» (Σοφ. Σειράχ 9:13).
Στο αγωνιώδες ερώτημα χριστιανών οικογενειαρχών προς τον Γέροντα, για το τι έπρεπε να κάνουν προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις δεινές περιστάσεις, εκείνος έδωσε σε δύο διαφορετικούς ανθρώπους απαντήσεις, που δείχνουν την διέξοδο από τον ασφυκτικό κλοιό της καθημερινής πραγματικότητος. Στον ένα είπε, ότι θα γλυτώσουμε απ’ όλα αυτά και θα σωθούμε, εάν «γαντζωθούμε στην Εκκλησία μας». Στον δεύτερο απάντησε σε άλλη χρονική στιγμή, σαν επεξήγηση στο παραπάνω· «να εκκλησιάζεσθε, να εξομολογείσθε, να κοινωνάτε και τον μέσο όρο θα τον πιάσετε».