Τρία χρόνια μετά, με δύο παιδιά που τώρα είναι κληρικοί, πήγαμε στον Όσιο Δαβίδ. Τότε ήταν τρεις πατέρες. Μας φιλοξένησαν με αγάπη και απλότητα. Κάποια στιγμή, μας είπε ο παπα-Κύριλλος ότι ο Γέροντας μας περιμένει στον Άγιο Χαράλαμπο, παρεκκλήσιο της Μονής. Ο Γέροντας φορούσε ένα σιέλ πετραχήλι και όρθιος άρχισε να μας εξιστορή όλη του την ζωή και να μας λέη διάφορες περιπέτειες της υγείας του με πολύ χαριτωμένο τρόπο.
– Μήπως, παιδιά μου, θέλετε να εξομολογηθήτε; Αυτό το επανέλαβε πολλές φορές.
– Όχι, Γέροντα, έχομε Πνευματικούς. Ήρθαμε για προσκύνημα και να πάρωμε την ευχή σας. (Τότε δεν είχαμε διαπιστώσει ότι πρόκειται περί γίγαντος του Πνεύματος).
– Πάντως, τέκνα μου, προσέξτε διότι (υπάρχει) πολλή μαγεία, πολλή αρσενοκοιτία στον κόσμο.
Παραξενευτήκαμε που εστίασε στα δύο μεγάλα ακραία αμαρτήματα και το επανέλαβε τρεις φορές.
– Επίσης, παιδιά, ό,τι έχει ο καθένας μ’ αυτά να ευχαριστήται και να δοξάζη τον Θεό. Γιατί εγώ, με συγχωρείτε, εάν επιθυμήσω του Γεωργίου ή του Νικολάου ή του Ευαγγέλου, είναι γραμμένο στο βιβλίο, κολάστηκα, τέκνα μου. Γι’ αυτό σας λέγω ό,τι έχει ο καθένας σ’ αυτά που έχει να αρκήται.
Πάντως, μετά την πρώτη αυτή επαφή, μέχρι που εκοιμήθη ο Γέροντας το 1991, οι επισκέψεις πύκνωσαν· πολλές φορές και κάθε μήνα, εκτός των τηλεφωνικών επικοινωνιών. Πάντοτε όταν έφευγα απ’ το Μοναστήρι, μέχρι την Χαλκίδα αισθανόμουν τον Γέροντα από πίσω να με ακολουθή και να με σταυρώνη και να με κοιτάη με δύο τεράστια φωτεινά μάτια. Ένα μυστήριο που δεν μπορούσα να το ερμηνεύσω.
Κάποτε, τον ρώτησα για τον καφέ, αν επιτρέπεται να πίνω.
– Ε, έναν καφέ ας πίνης, τα ναρκωτικά να προσέξης.
– Εγώ, Γέροντα, ναρκωτικά; τι λέτε; Και γέλασα.
– Τέκνον μου, ποτέ μην λέγης μεγάλα λόγια. Ο Θεός να μας φυλάγη όλους.
Από το βιβλίο: Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες), σελ. 258. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.