Οι Αρχιερείς που δίκασαν το Χριστό, ο Άννας και ο Καϊάφας, δρούσαν για λογαριασμό των Ρωμαίων. Ο Άννας ήταν ο πρώτος Αρχιερέας που διόρισαν οι Ρωμαίοι στην Ιουδαία, το 6 μ.Χ. Διαχειριζόταν το θησαυροφυλάκιο, πρωτοστατούσε στις θρησκευτικές τελετές, διηύθυνε την αστυνομία του Ναού και εκτελούσε χρέη δικαστή. Όμως δεν μπορούσε να διατάξει την εκτέλεση εγκληματιών. Αυτή ήταν απόφαση του Ρωμαίου κυβερνήτη της περιοχής.
Ο Αρχιερέας διασφάλιζε τα συμφέροντα του λαού του και του ναού, αλλά με τα χρόνια το αξίωμα ταυτίστηκε με τη ρωμαϊκή εξουσία. Οι αρχιερείς είχαν πλούτη και προνόμια που δεν συμβάδιζαν με το αξίωμα τους και ο λαός τους αντιπαθούσε. Αναγκαστικά για να μείνουν στην εξουσία συνεργάζονταν με τον ρωμαίο κατακτητή. Αυτό έκανε ο Άννας και την παράδοση συνέχισε ο διάδοχος του, ο Καϊάφας.
Αυτός τον διαδέχθηκε το 15 μ.Χ και είχε παντρευτεί την κόρη του. Η οικογενειοκρατία όμως δεν τελείωνε εδώ. Ο Άννας είχε προνοήσει και εκτός από τον γαμπρό του, τοποθέτησε τους πέντε γιους του σε διάφορες θέσεις στο ιερατείο. Με αυτό τον τρόπο κινούσε τα νήματα, ακόμα και όταν επισήμως είχε απομακρυνθεί από την εξουσία. Φυσικά, είχε βολέψει σε προσοδοφόρες θέσεις όλη την οικογένεια. Είναι ενδεικτικό ότι όταν συνελήφθη ο Χριστός, η πρώτη ανάκριση διενεργήθηκε από τον Άννα, που υποτίθεται ότι δεν είχε πια θέση στο ιερατείο.
Ο Καϊάφας ακολούθησε τα ίδια βήματα με τον πεθερό του. Μάλιστα, η θητεία του διήρκεσε 20 χρόνια περισσότερο από οποιουδήποτε άλλου, στοιχείο που αποδεικνύει τις στενές σχέσεις του με τους Ρωμαίους.
Ο Καϊάφας, σύμφωνα με μια εκδοχή, ερμήνευε το κήρυγμα Του, ως κοινωνικό και ανατρεπτικό, που θα μπορούσε να οδηγήσει τον λαό σε εξέγερση. Άλλωστε ο Χριστός είχε ξεσπάσει εναντίον των εμπόρων έξω από τον Ναό και η οργή του έπιανε και αυτούς που επέτρεπαν την εμπορική δραστηριότητα στον οίκο του κυρίου.
Ο κόσμος που επικροτούσε το Λόγο Του και τον ακολουθούσε μαζικά τρόμαζε το ιερατείο, που επιθυμούσε την απόλυτη υποταγή και δεν δεχόταν καμία αμφισβήτηση. Ο Καϊάφας κατηγόρησε τον Χριστό για βλασφημία, αλλά ο ρωμαϊκός νόμος δεν προέβλεπε κάποια τιμωρία για τέτοια αδικήματα μονοθεϊστικών θρησκειών.
Ο Πιλάτος, πολύ φυσιολογικά, δεν δέχτηκε να καταδικάσει σε θάνατο κάποιον για τα μη αδικήματα που του απέδιδαν οι αρχιερείς. Ο Καϊάφας τότε τροποποίησε την κατηγορία και τόνισε ότι ο Χριστός αυτοαποκαλούνταν «Βασιλιάς της Ιουδαίας», γιατί σκόπευε να επαναστατήσει εναντίον των Ρωμαίων και να κυριεύσει ο ίδιος την Ιουδαία. Ο Πιλάτος, με την εμπειρία που είχε, δεν πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος ήταν ένοχος, αλλά αντιλήφθηκε την πολιτική ανάγκη και τον αναπόφευκτο συμβιβασμό με το ιερατείο, που τακτικά συνεργάζονταν μαζί του για τα συμφέροντα της Ρώμης. Έτσι έδωσε τη διαταγή εκτέλεσης. Η καριέρα του Καϊάφα τελείωσε το 36 μ.Χ. Ο Πιλάτος επιτέθηκε εναντίον Ιουδαίων προσφύγων, γιατί πίστευε ότι οργάνωναν εξέγερση εναντίον των Ρωμαίων. Έπειτα από διαμαρτυρίες, ο κυβερνήτης της Συρίας, Βιτέλιος, απέλυσε τον επίτροπο και τον συνεργάτη του, τον Καϊάφα. Βέβαια η εξουσία παρέμεινε στα χέρια της οικογένειας, αφού τον αντικατέστησε ο κουνιάδος του, Ιωνάθαν.
Πηγή: mixanitouxronou.gr
Διαβάστε επίσης: Γιατί ο Χριστός ως μωρό φοράει σκουλαρίκι