Συγκεκριμένα, πήγε στον άγιο και του είπε: «Ο βασιλιάς, δέσποτα, χρειάζεται πολλά χρήματα, καθώς ξοδεύει συνεχώς για τις απαραίτητες ανάγκες του λαού. Βλέπεις βέβαια και εσύ ο ίδιος σε ποια δύσκολη κατάσταση βρίσκεται το κράτος. Πρέπει λοιπόν, αυτά που εσύ ξοδεύεις όπως τύχει και για το τίποτε, να δοθούν στο δημόσιο ταμείο».
Ο άγιος, χωρίς διόλου να ταραχτεί, απάντησε: «Δεν είναι δίκαιο, αυτά που αφιερώθηκαν στον επουράνιο Βασιλιά, να παραδοθούν στον επίγειο· τούτο είναι φανερή ιεροσυλία και μεγάλη αμαρτία απέναντι στον Θεό. Αν όμως εσύ έτσι αποφάσισες να πράξεις, ορίστε, πάρε όλα τα χρήματα της Εκκλησίας και κάνε αυτό που θέλεις, αν βέβαια δεν αλλάζεις γνώμη με τα λόγια. Γιατί με τη δική μου θέληση δεν θα δώσω από αυτά ούτε ένα λεπτό».
Ο εξαίρετος λοιπόν εκείνος άνθρωπος, χωρίς να διστάσει καθόλου – δεν ξέρω πώς το έκανε αυτό –, κάλεσε τους ακολούθους του και τους διέταξε να πάρουν τα χρήματα. Στον πατριάρχη δεν άφησε παρά μόνο εκατό λίτρες (1) χρυσού.
Καθώς κατέβαιναν εκείνοι που μετέφεραν τα χρήματα, συναντήθηκαν με κάποιους που ανέβαιναν προς τον πατριάρχη κουβαλώντας πήλινα δοχεία με μέλι, από τα οποία άλλα είχαν την επιγραφή “πρωτείον” και άλλα την επιγραφή “άκαπνον” (2). Μόλις ο πατρίκιος τα είδε και διάβασε και τις επιγραφές τους, μήνυσε αμέσως στον πατριάρχη να του στείλει ένα δοχείο.
Ο αρμόδιος που παρέλαβε τα δοχεία, άνοιξε, όπως συνηθίζεται, για να τα δοκιμάσει, και διαπίστωσε ότι είχε γίνει θαύμα, το οποίο και ανέφερε στον άγιο: όλα ήταν γεμάτα με χρυσά νομίσματα! Εκείνος τότε έστειλε αμέσως στον πατρίκιο ένα από αυτά, το οποίο είχε επιγραφή “πρωτείον”· του έστειλε επίσης και επιστολή με το εξής περιεχόμενο:
«Ο Κύριος, ο οποίος είπε· “Δεν θα σε αφήσω μόνο, ούτε θα σε εγκαταλείψω” (Εβρ. 13:5), είναι αδιάψευστος, και στη θέση των χρημάτων που αφαίρεσε η εξοχότητά σου έδωσε τώρα άλλα. Θα σε πείσει και το δοχείο που σου στέλνω, το οποίο είναι ένα από αυτά. Να το ξέρεις λοιπόν καλά, ότι τον Θεό που δίνει τροφή και πνοή σε όλα, άνθρωπος φθαρτός ποτέ δεν θα μπορέσει να τον φέρει σε δύσκολη θέση».
Έδωσε μάλιστα εντολή σε εκείνους που μετέφεραν το δοχείο να το ανοίξουν ως μάρτυρες μπροστά στα μάτια του πατρικίου και να του πουν ότι και όλα τα άλλα, όσα είδε, είναι το ίδιο γεμάτα με χρυσά νομίσματα.
Οι μεταφορείς βρήκαν τον πατρίκιο να τρώει και του έδωσαν την επιστολή, δείχνοντας και το δοχείο. Εκείνος, μόλις το είδε, είπε: «Σίγουρα ο δεσπότης μου είναι θυμωμένος μαζί μου· διαφορετικά, δεν θα μου έστελνε μόνο ένα».
Οι μεταφορείς τότε, σύμφωνα με την εντολή που είχαν, άνοιξαν μπροστά του το δοχείο, άδειασαν τα χρήματα και είπαν ότι και τα υπόλοιπα είναι το ίδιο γεμάτα με χρυσάφι. Και καθώς εκείνος διάβασε στην επιστολή ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να φέρει τον Θεό σε δύσκολη θέση, ντράπηκε, κυριεύτηκε από δέος – γιατί μια ευγενική και ενάρετη ψυχή γρήγορα μετανοεί για κάτι μη καλό που έκανε – και φώναξε: «Μα τον Κύριο, ούτε ο ταπεινός Νικήτας θα αποπειραθεί να το κάνει αυτό!»
Σηκώθηκε λοιπόν αμέσως, πήρε τα χρήματα που είχε αφαιρέσει από την Εκκλησία, πήρε και το σταλμένο δοχείο, έβαλε και από τα δικά του τριακόσιες λίτρες χρυσάφι, και πήγε στον πατριάρχη, ζητώντας συγγνώμη για την απερισκεψία του.
Εκείνος τον δέχτηκε με χαρά και δεν τον μάλωσε, ούτε του είπε τίποτε που να τον λυπήσει· αντίθετα, τον στήριξε με λόγια παρηγορητικά και πνευματικές συμβουλές και τον έστειλε στο καλό. Και από εκεί και πέρα με τόση φιλία δέθηκαν, ώστε να γίνει και ανάδοχος των παιδιών του ο πατριάρχης.
(1) λίτρα: μονάδα βάρους ίση με 325 γραμμάρια περίπου.
(2) Πρωτείον λεγόταν το μέλι πρώτης ποιότητας, ενώ άκαπνον εκείνο που τρυγήθηκε χωρίς να καπνιστεί το μελίσσι.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Β’, Υπόθεση ΛΘ’ (39), σελ. 334. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2003.