Ο αδελφός, αφού γύρισε πολλούς τόπους, έφτασε σε κάποια πόλη που λεγόταν Ερμώθη και εκεί βρήκε έναν άνθρωπο πολύ ευλαβή και θεοφοβούμενο που είχε ακούσει και για τη ζωή του αγίου Παχωμίου και των αδελφών. Αυτός ήταν κρατικός υπάλληλος υπεύθυνος για το σιτάρι του δημοσίου.
Τον πλησίασε λοιπόν ο αδελφός και τον παρακάλεσε να του πουλήσει σιτάρι αξίας εκατό νομισμάτων, αυτός όμως του απάντησε: «Αλήθεια σου λέω, αδελφέ· αν είχα δικό μου σιτάρι, θα το έπαιρνα από τα παιδιά μου και θα το έδινα σ’ εσάς, καθώς ακούω για την άγια και ενάρετη ζωή σας. Άκουσε όμως τι θα σου πω: Έχω στην αποθήκη σιτάρι του δημοσίου, και μέχρι τώρα δεν το ζήτησε ο άρχοντας. Αν λοιπόν θέλεις να πάρεις μέχρι τον καιρό του αλωνίσματος, εγώ μπορώ να καλύψω μέχρι τότε το έλλειμμα του δημοσίου. Επομένως, αν είσαι σίγουρος ότι μπορείς να επιστρέψεις τότε το σιτάρι, πάρε όσο θέλεις».
Ο αδελφός του είπε: «Δεν θέλω να το κάνεις αυτό, γιατί δεν μπορώ να επιστρέψω την ποσότητα που θα πάρω. Αν όμως θελήσεις να μου πουλήσεις με οποιαδήποτε τιμή σιτάρι για εκατό χρυσά νομίσματα, αν βέβαια μπορείς πράγματι να καλύψεις το έλλειμμα μέχρι τον καιρό του αλωνίσματος, καλά θα κάνεις». Αυτός του απάντησε: «Ναι, μπορώ να καλύψω μέχρι τότε ποσότητα όχι μόνο για τα εκατό αυτά νομίσματα, αλλά και για άλλα τόσα, μόνο εσείς να προσεύχεστε για εμένα». Ο αδελφός του δήλωσε ότι, εκτός από αυτά, δεν έχει άλλα χρήματα, και αυτός απάντησε: «Μη σε νοιάζει γι’ αυτό· πάρε το σιτάρι και, όταν βρεις τα χρήματα, μου τα φέρνεις».
Με αυτόν λοιπόν τον όρο ο αδελφός φόρτωσε το πλοίο με σιτάρι προς ένα χρυσό νόμισμα τις δεκατρείς αρτάβες, (*) ενώ πουθενά σε όλη την Αίγυπτο δεν το έβρισκε κανείς, παρά μόνο προς ένα χρυσό νόμισμα τις πέντε αρτάβες. Έπειτα ταξίδεψε με πολλή χαρά ως τη μονή.
Όταν ο μέγας Παχώμιος πληροφορήθηκε την άφιξη του φορτωμένου πλοίου και τον τρόπο της αγοράς του σιταριού, έστειλε αμέσως να πουν στο πλοίο: «Ούτε ένα σπυρί από το σιτάρι να μη φέρετε μέσα στη μονή. Και αυτός που το αγόρασε να μην εμφανιστεί μπροστά μου, προτού επιστρέψει το σιτάρι στη θέση του, γιατί αμάρτησε πολύ με αυτό που έκανε. Και δεν έκανε μόνο αυτό, αλλά πήρε σιτάρι και για άλλα εκατό νομίσματα, πράγμα που δεν του είχα δώσει εντολή να κάνει. Τυφλώθηκε από το πάθος του κέρδους και μας έκανε δούλους, βάζοντάς μας σε χρέος. Εκμεταλλεύτηκε με απληστία την καλοσύνη του ανθρώπου που του έδωσε το σιτάρι και ενήργησε με πλεονεξία. Και δεν είναι μόνο αυτό· αν, καθώς ερχόταν, συνέβαινε κανένα ατύχημα και ναυαγούσε το πλοίο, τι θα κάναμε; Δεν θα έπρεπε όλοι να πουληθούμε δούλοι; Γι’ αυτό, όσο σιτάρι έφερε, να το πουλήσει στους κοσμικούς των γύρω περιοχών στην τιμή που το πήρε, δηλαδή προς ένα χρυσό νόμισμα τις δεκατρείς αρτάβες. Αφού το πουλήσει, να πάρει τα χρήματα και να τα πάει σε εκείνον που του έκανε πίστωση. Έπειτα, με τα δικά μας εκατό νομίσματα να αγοράσει και αυτός σιτάρι στην τιμή που πουλιέται παντού και να μας το φέρει».
Ο αδελφός έκανε ό,τι του είπε ο μέγας Παχώμιος και έφερε σιτάρι αγορασμένο προς ένα χρυσό νόμισμα τις πεντέμιση αρτάβες. Και από εκεί και πέρα ο άγιος δεν του επέτρεψε να βγει από τη μονή για κάποια υπηρεσία της αδελφότητας, αλλά τον άφησε να κάθεται μέσα και όρισε άλλον σε αυτό το διακόνημα.
(*) Η αιγυπτιακή αρτάβη ήταν μονάδα όγκου στερεών ίση με 40 περίπου λίτρα.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Γ’, Υπόθεση Μ’ (40), σελ. 325. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2006.