Ο άνθρωπος τα πήρε, ταξίδεψε καλά, γύρισε με κέρδος και πήγε στον άγιο να αποδώσει το χρέος. Αυτός, χωρίς να ελέγξει καθόλου και χωρίς να τα μετρήσει, όπως κάνουν οι πολλοί, τον πρόσταξε να πάει ο ίδιος και να τα βάλει στο χρηματοκιβώτιο εκείνο από το οποίο τα είχε πάρει προηγουμένως.
Ο έμπορος τότε, από σεβασμό προς την καλοσύνη και την αθωότητα του δανειστή, έβαλε τα χρυσά νομίσματα εκεί που προστάχτηκε. Και όποτε είχε ανάγκη, με την ίδια ευκολία τα έπαιρνε και με την ίδια τιμιότητα τα έβαζε στη θέση τους. Αφού αυτό έγινε πολλές φορές, ο έμπορος κυριεύτηκε από το πάθος της φιλαργυρίας και αποφάσισε να φερθεί δόλια και πονηρά σε εκείνον που του έδειχνε εμπιστοσύνη, και να τον εξαπατήσει. Για το κακούργημα εκμεταλλεύτηκε την ελευθερία κινήσεων που είχε· υποκρίθηκε δηλαδή ότι βάζει τα χρήματα στη θέση τους, δεν έβαλε όμως τίποτε, αλλά κλείδωσε άδειο το χρηματοκιβώτιο και έφυγε.
Τα χρήματα αυτά τα ξόδεψε έπειτα σε άσκοπες δαπάνες και, αφού βρέθηκε στην ανάγκη, θυμήθηκε πάλι την προηγούμενη συνήθειά του και πήγε στον άγιο ζητώντας τα χρήματα που δεν είχε αφήσει, σαν να τα είχε αφήσει. Ο άγιος, χωρίς να αγνοεί την κλοπή, του είπε με πραότητα να πάει όπως πάντα και να τα πάρει. Αυτός, σαν να μην είχε κάνει τίποτε κακό και μικροπρεπές, πήγε να πάρει αυτά που είχε δήθεν αφήσει. Ανοίγοντας το χρηματοκιβώτιο και βρίσκοντάς το άδειο, όπως ακριβώς το είχε αφήσει, το ανέφερε στον άγιο, νομίζοντας ότι δεν το ήξερε, εκείνος όμως του είπε να ψάξει πιο προσεκτικά, προσθέτοντας: «Αφότου τα άφησες εσύ, δεν τα πήραν άλλα χέρια». Αυτός προσποιήθηκε πάλι ότι ψάχνει, επειδή όμως είναι αδύνατο να υπάρχει το ανύπαρκτο, έκανε τον ανήξερο και είπε ότι δεν βρίσκει απολύτως τίποτε. Τότε ο καλός και πράος εκείνος άνθρωπος του απάντησε: «Αν τα είχες πραγματικά βάλει στη θέση τους, αγαπητέ μου, εύκολα θα τα έβρισκες. Αν όμως, αυτά που κράτησες εσύ, τα ζητάς τώρα από εμένα, να το ξέρεις ότι τον εαυτό σου μάλλον κοροϊδεύεις και όχι εμένα».
Όταν το άκουσε αυτό ο έμπορος, καθώς είχε ταυτόχρονα και τον κρυφό έλεγχο της συνείδησης, δεν άντεξε πια, αλλά έπεσε αμέσως στα πόδια του αγίου και ζήτησε συγγνώμη. Εκείνος τον συγχώρησε πριν ολοκληρώσει τον λόγο του, και τον συμβούλεψε, από εκεί και πέρα να μην επιθυμεί με τέτοιον τρόπο τα ξένα και να μη μολύνει τη συνείδησή του με απάτες και ψέματα. Γιατί αυτό που βγαίνει από αυτά, όπως είπε, καθόλου δεν είναι κέρδος αλλά καθαρή ζημιά.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Β’, Υπόθεση ΛΗ’ (38), Από τον βίο του αγίου Σπυρίδωνος, σελ. 324. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2003.