Απόστολος Παύλος, ο ποιμένας της Εκκλησίας του Χριστού
Στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας»
Γράφει: ο Βασίλης Τσιαμάκης, θεολόγος ΜΑ (ΕΚΠΑ)
Ο αξεπέραστος ποιμένας της Εκκλησίας του Χριστού, είναι ο απόστολος Παύλος. Η διακονία στο όνομα του Κυρίου, συνιστά το δρόμο της σωτηρίας, όπως μας διδάσκει η Καινή Διαθήκη. Ο Παύλος γίνεται πιστός πρωτοπόρος στα καλά έργα και την εν Χριστώ ζωή. Πιστεύει και αναγνωρίζει τον Ιησού ως Υιό του Θεού και σωτήρα του κόσμου. «Πιστός ο λόγος και πάσης αποδοχής άξιος, ότι Χριστός Ιησούς ήλθεν εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτός ειμι εγώ»· (Α’ Τιμ. 1,15). Το κήρυγμα και η διδασκαλία του αποστόλου των Εθνών, έχει ως βασικό περιεχόμενο τον θάνατο και την ανάσταση.
Μετά τον θάνατο και την Ανάσταση του Ιησού, το ιεραποστολικό έργο διάδοσης του ευαγγελίου, αναλαμβάνουν οι μαθητές. Ο Σαύλος (Πραξ. 7.59) ή Παύλος (Πραξ. 13.13) αν και δεν άνηκε στο κύκλο των δώδεκα, εντούτοις αποτέλεσε την σημαντικότερη μορφή του Χριστιανισμού. Θεωρείται από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, λόγω του αξιόλογου ιεραποστολικού του έργου με οικουμενική διάσταση. Υπήρξε ο απόστολος των Εθνών που διέδωσε το ευαγγέλιο του Χριστού στον εθνικό κόσμο. Ήταν Ιουδαίος ελληνιστής της διασποράς και Ρωμαίος πολίτης, γεννημένος στην Ταρσό της Κιλικίας. Σπούδασε τις Γραφές δίπλα στον φαρισαίο διδάσκαλο Γαμαλιήλ. Αν και άκακος ο ίδιος, στην αρχή της ενήλικης ζωής του ήταν εχθρός των χριστιανών, έχοντας φανατιστεί μέσα στο φαρισαϊκό περιβάλλον που μεγάλωσε. Ο Αναστάς Κύριος όμως, του φανερώθηκε στο δρόμο προς την Δαμασκό (Πραξ. 9,1-9) και τον οδήγησε προς το «φως» της αληθείας, εκλέγοντάς τον απόστολο των Εθνών. Έτσι ο Παύλος δέχτηκε το φωτισμό του αγίου Πνεύματος και κατέστη κήρυκας και απόστολος ολόκληρης της οικουμένης. Η εν Χριστώ ζωή του Παύλου ξεκίνησε με την κλήση του. Η κλήση υπήρξε έργο του αγίου Πνεύματος αλλά παράλληλα και προϊόν της ελεύθερης βούλησης του Παύλου, ο οποίος αποδέχθηκε ελεύθερα το θείο κάλεσμα. Η πίστη στη θεολογία του Παύλου, είναι πίστις στο Χριστό και μάλιστα της Ανάστασης, αναδεικνύοντας έτσι το σωτηριολογικό χαρακτήρα του Πάθους. Μέσα από την πίστη, ο θάνατος του Ιησού δεν θεωρείται κατάρα, αλλά ως σωτηρία δια του αίματος του Κυρίου. Ο άνθρωπος που πιστεύει πια απελευθερώνεται από το κεντρί του θανάτου και της αμαρτίας.
Την διδασκαλία αυτή ως πίστη την παρέλαβε από την πρώτη Χριστιανική κοινότητα και με το αποστολικό αξίωμα του τι διέδωσε στα έθνη ως τρόπο ζωής όλων τον χριστιανών. Ο σπουδαίος υμνογράφος και ποιητής μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης έγραψε το εξής ποίημα για τον απόστολό Παύλο: «Ως εκλογής της του Χριστού σκεύος υπέρτιμον, επί τα έθνη της ζωής το ευαγγέλιον, απεστάλης και εκήρυξας θείε Παύλε. Αλλ’ ως μύστης ευσεβείας και διδάσκαλος, καθοδήγησον ημάς προς βίον κρείττονα, τους βοώντάς σοι..» Έτσι ο Παύλος δέχτηκε το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και κατέστη κήρυκας και απόστολος ολόκληρης της οικουμένης. Η εν Χριστώ ζωή του Παύλου ξεκίνησε με την κλήση του. Η κλήση υπήρξε έργο του Αγίου Πνεύματος αλλά παράλληλα και προϊόν της ελεύθερης βούλησης του Παύλου, ο οποίος ήταν έτοιμος και αποδέχθηκε ελεύθερα το θείο κάλεσμα.
Η Εκκλησία λοιπόν η οποία χαρακτηρίζεται από τον Παύλο ως «οίκος Θεού» και εδραίωμα της αληθείας, βρήκε την πιο κατάλληλη και τέλεια περιγραφή της ως «Σώμα» με κεφαλή τον Χριστό. Εν τέλει, ο Παύλος μέσα από τις επιστολές του, τονίζει ότι, τόσο ο θάνατος και η Ανάσταση του Ιησού, όσο και η δημιουργία της Εκκλησίας, αποτελούν την εκπλήρωση του προαιώνιου σχεδίου του Θεού που αποκαλύφθηκε στην ανθρωπότητα. Ας μην μας διαφεύγει τέλος, ότι οι μεγάλοι κόποι και τα φρικτά παθήματα του Παύλου στα Λύστρα της Μ. Ασίας είχαν σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια μεγάλη φιλία και να γεννηθεί ένα πνευματικό του τέκνο. Τον Τιμόθεο, που μαζί με τον Τίτο, αποτέλεσαν την βασική τετράδα συνεργατών του μαζί ο Σίλας και ο Λουκάς. Το έτος 67 μ.Χ. πάρθηκε η οριστική απόφαση καταδίκης του Παύλου, ο διά ξίφους θάνατος, οδηγήθηκε στον τόπο του μαρτυρίου του ήρεμος, χωρίς ίχνος λύπης και φόβου, ήξερε, είχε την απόλυτη βεβαιότητα ότι ο θάνατος γι’ αυτόν ήταν κέρδος. Εξάλλου, νωρίτερα, σε επιστολή του προς τον αγαπημένο μαθητή του Τιμόθεο του αποκαλύπτει ότι το τέλος είναι κοντά: «Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος ον αποδώσει μοι Κυριος εν εκείνη τη ημέρα…». (Β’ Τιμ. 4, 7-8).