Αποτρεπτικές και θεραπευτικές τελετουργίες στον ελληνικό λαϊκό Πολιτισμό – Β΄
Του Δρος Μ. Βαρβούνη
Με τον όρο «περισχοινισμός» εννοούμε ό,τι ο λαός ονομάζει «ζώσιμο» της εκκλησίας ή μιας εικόνας. Πρόκειται για τελετουργία δέσμευσης, που τελείται μετά από σχετικό τάξιμο, οπότε ζώνουν το ναό ή την εικόνα με απλό νήμα, ή νήμα κερωμένο, το οποίο έχουν επίσης τελετουργικά κατασκευάσει για τον σκοπό αυτό, μέσα σε μία ημέρα (μονομερίτικο). Κάποτε μάλιστα το ζώσιμο γίνεται τρεις επάλληλες φορές. Συνήθως μετά τον περισχοινισμό αφαιρούν το νήμα και με αυτό κατασκευάζουν κεριά, που προσφέρουν στο ναό.
Άλλοτε αφήνουν το νήμα στη θέση του για ορισμένο χρονικό διάστημα, συνήθως τρεις ή έξι μήνες ή ένα χρόνο, και κατόπιν το αφαιρούν. Επίσης ο περισχοινισμός συνηθιζόταν και σε περιπτώσεις επιδημιών λοιμωδών ασθενειών, με σκοπό την μαγικοθρησκευτική αποτροπή της ασθένειας και των θανάτων που αυτή προκαλούσε. Σε περιπτώσεις περισχοινισμού εικόνων συνήθιζαν να μετρούν με ένα νήμα μία ή τρεις φορές τις διαστάσεις του εικονίσματος, και κατόπιν να δένουν το νήμα αυτό στη μέση τους, κοιμούνταν έτσι επί τρία βράδια και κατόπιν κατασκεύαζαν από αυτό κεριά για να «καεί η αρρώστια».
Πρόκειται για τελετουργικές πρακτικές δέσμευσης της υπερφυσικής δύναμης του αγίου, όπως αυτή ενυπάρχει στο ναό ή την εικόνα του, με στόχο κατόπιν αυτή να χρησιμοποιηθεί για την θεραπεία ανθρώπινων ασθενειών και αδυναμιών. Στην ίδια κατηγορία μπορούν να ενταχθούν και τα τελετουργικά περιζώματα άτεκνων γυναικών ή όσων υποφέρουν από ορθοπεδικές ασθένειες της μέσης, με κορδέλες που πριν έχουν τοποθετηθεί και συμβολικά «καθαγιαστεί» στην Αγία Ζώνη της Παναγίας, που φυλάσσεται στη μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους, ή σε εικόνες της Αγίας Ζώνης, σε ναούς και μονές της, που υπάρχουν σε διάφορες ελληνικές περιοχές.
Τα «σταυρώματα» είναι λατρευτικές πράξεις με ιαματικό και αποτρεπτικό του κακού χαρακτήρα, κατά τις οποίες ο πιστός σκύβει κάτω από το πετραχήλι του ιερέα, ο οποίος σταυρώνει το άρρωστο μέρος του σώματός του με την ιερή λόγχη. Εδώ επίσης εντάσσεται το σκύψιμο κάτω από το Ευαγγέλιο, τη στιγμή που ο ιερέας διαβάζει την ευαγγελική περικοπή της θείας λειτουργίας, και η ανάλογη επαφή με τα άμφια του ιερέα σε συγκεκριμένες στιγμές της θείας λατρείας, κυρίως κατά την μεγάλη Είσοδο, οπότε ο ιερέας κρατάει τα τίμια δώρα στα χέρια του.
Σε κάθε περίπτωση πιστεύεται ότι το άγγιγμα και η σωματική επαφή μεταφέρει μέρος της υπερφυσικής δύναμης την οποία ο ιερέας εκπροσωπεί και διαχειρίζεται, με αποτέλεσμα την επιθυμούμενη ίαση σωματικών ή ψυχικών ασθενειών.
Στην ελληνική λαϊκή λατρεία αποτελεί συνηθέστατο φαινόμενο η προσφορά ανθέων, στεφάνων και κλάδων στο ναό, για να στολιστούν εικονίσματα, λειψανοθήκες και προσκυνήματα, ιδίως δε περιπτώσεις πανηγύρεων. Το ίδιο συμβαίνει και με τους άνθινους στολισμούς του Σταυρού και του Επιταφίου, την Μεγάλη Πέμπτη και τη μεγάλη Παρασκευή αντιστοίχως, αλλά και της εικόνας της Παναγίας κατά τους Χαιρετισμούς της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Στολίζονται επίσης με δάφνες, μυρτιές και φοινικόκλαδα οι είσοδοι, τα παράθυρα και τα δάπεδα των ναών που πανηγυρίζουν, στις εισόδους μάλιστα προστίθενται και ταινίες αλλά και τα γνωστά τριγωνικά πανηγυρικά σημαιάκια, με χριστιανικά σύμβολα, ρητά και σταυρούς. Με λουλούδια επίσης στολίζονται οι θρόνοι και τα λιτανευτικά προσκυνητάρια των εικόνων, στις πανηγύρεις των ναών και των μονών.
Σε κάθε περίπτωση, ο λαός πιστεύει ότι τα άνθη αυτά αποκτούν μέρος από την αγιαστική και υπερφυσική δύναμη της εικόνας, των λειψάνων και του αγίου, γι’ αυτό και μετά την εορτή συνήθως αναδιανέμονται από τον ιερέα ή τους επιτρόπους στους πιστούς, αποξηραίνονται, φυλάγονται στα εικονοστάσια των σπιτιών και σε περιπτώσεις αιφνιδίων ασθενειών ή κακοκαιριών τοποθετούνται στο θυμιατό με καρβουνάκια, και με αυτά καπνίζεται ο ασθενής ή ο αέρας, σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης του κακού μέσω της δύναμης που πιστεύεται ότι εμπεριέχεται στο καθένα από αυτά τα λουλούδια.
Παρόμοια χρήση έχουν επίσης τα βάγια της Κυριακής των Βαΐων και τα λουλούδια που προέρχονται από το δίσκο με τον οποίο περιφέρεται ο Σταυρός, κατά την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου) και κατά την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, την Γ΄ Κυριακή των Νηστειών, δηλαδή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.