Ένας αδελφός ανέφερε στον αββά Σισώη: «Βλέπω ότι έχω μόνιμα τη μνήμη του Θεού». Ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Δεν είναι σπουδαίο να βρίσκεται ο λογισμός σου στον Θεό. Το σπουδαίο είναι να βλέπεις τον εαυτό σου πιο κάτω απ’ όλη την κτίση. Γιατί αυτό και ο σωματικός κόπος οδηγούν στην ταπεινοφροσύνη».
Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη: «Τι να κάνω, αββά, που έπεσα;» «Σήκω πάλι», του απάντησε ο γέροντας. «Σηκώθηκα», είπε ο αδελφός, «και πάλι έπεσα». «Σήκω ξανά και ξανά», του είπε ο γέροντας, και ο αδελφός ρώτησε: «Ως πότε;» Ο γέροντας αποκρίθηκε: «Ώσπου να σε βρει ο θάνατος, είτε στο καλό είτε στην πτώση. Γιατί σε όποιο βρεθεί ο άνθρωπος, μ’ εκείνο και φεύγει».
Έλεγαν για τον αββά Σισώη ότι, όταν πλησίαζε ο θάνατός του και οι πατέρες κάθονταν κοντά του, έλαμψε το πρόσωπό του, και τους είπε: «Μόλις ήρθε ο αββάς Αντώνιος». Σε λίγο είπε: «Τώρα ήρθε η χορεία των προφητών». Έπειτα το πρόσωπό του ξαναέλαμψε πάρα πολύ, και είπε: «Ήρθε και η χορεία των αποστόλων». Και το πρόσωπό του έλαμψε άλλο τόσο και φαινόταν σαν να συνομιλούσε με κάποιους. Τον παρακάλεσαν οι γέροντες λέγοντας: «Με ποιον μιλάς, πάτερ;» «Να», είπε, «ήρθαν άγγελοι να με πάρουν, και τους παρακαλώ να με αφήσουν να μετανοήσω λίγο». Οι γέροντες του απάντησαν: «Δεν έχεις ανάγκη από μετάνοια, πάτερ». «Ειλικρινά», τους αποκρίθηκε ο γέροντας, «δεν βλέπω στον εαυτό μου ότι έβαλα αρχή». Από αυτό κατάλαβαν όλοι ότι είναι τέλειος. Ξαφνικά έλαμψε πάλι το πρόσωπό του σαν τον ήλιο, και όλοι φοβήθηκαν. Και τους είπε: «Κοιτάτε, ήρθε ο Κύριος και λέει· “Φέρτε μου το σκεύος της ερήμου”». Και αμέσως παρέδωσε το πνεύμα· φάνηκε τότε κάτι σαν αστραπή και όλο το κελλί πλημμύρισε ευωδία.
Από το βιβλίο: Το Γεροντικό, τόμος Α’, μετάφραση. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 310 (Αββάς Σισώης 5, 13, 38, 14).