Ο ΤΙΤΟΥΛΑΡΙΟΣ
Δεν σας έχω συνηθίσει σε κείμενα με γρίφους και περίεργες αλληγορίες γιατί ξέρετε ότι όταν έχω να πω κάτι το λέω ευθέως. Λίγο όμως το κρύο, λίγο το κλίμα των επερχόμενων Χριστουγέννων, με έβαλαν σ’ ένα διαφορετικό κλίμα.
Έτσι λοιπόν κι εγώ σαν παππούς, θα καθίσω δίπλα στο τζάκι και θα σας διαβάσω ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι.
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια όμορφη πόλη, εκεί κοντά στο περίφημο Μαντείο που κάποτε οι Θεοί έστελναν χρησμούς και μηνύματα ζούσε ένας άρχοντας.
Τα χρόνια κύλησαν όμως και ο άρχοντας μεγάλωσε. Τα μαύρα του μαλλιά άσπρισαν, ο βηματισμός του έγινε βαρύς και το πνεύμα του άρχισε να κουράζεται. Όσοι τον γνώριζαν από παλιά και τον αγαπούσαν θλίβονταν κάθε φορά που έβλεπαν αυτόν τον ωραίο άνθρωπο να έχει μετατραπεί σε «σκιά» του εαυτού του.
Ακόμη και οι άλλοι άρχοντες, όταν μια μέρα συγκεντρώθηκαν για να πουν τα θέματα τους, λυπήθηκαν πολύ όταν είδαν τον άνθρωπο αυτό, να σηκώνεται και χωρίς ειρμό να διαβάζει ένα κείμενο άσχετο από το θέμα που συζητούσαν.
«Μα γιατί ταλαιπωρείται αυτός ο άνθρωπος; Γιατί δεν αφήνει το αρχοντικό του για να ξεκουραστεί πια;» αναρωτήθηκαν οι υπόλοιποι άρχοντες.
Εκεί στο κέντρο που λαμβάνονται όλες οι μεγάλες αποφάσεις, βάλανε κάτω τα πράγματα για να δουν τι θα γίνει. «Δεν γίνεται αυτός ο άνθρωπος να εκτίθεται έτσι στο λαό… φαίνεται πια ότι το μυαλό του τον έχει εγκαταλείψει» είπαν. Και αποφάσισαν με τρόπο που να μην τον εκθέσει, άλλο, να τον βοηθήσουν να καταλάβει και να πάρει αυτή τη σκληρή αλλά μεγάλη απόφαση… να αποσυρθεί. Αυτήν την αποστολή την ανέθεσαν στον άρχοντα της πρωτεύουσας.
Λογάριαζαν όμως χωρίς τον «ξενοδόχο». Εκεί πίσω στο αρχοντικό του, ο άρχοντας μας, είχε μεγάλη αυλή και ακόμη μεγαλύτερη οικογένεια. Συγγενείς, φίλους, συμβούλους… ανθρώπους που όλα αυτά τα χρόνια «έκλεβαν» από την λάμψη του και ζούσαν στο φως. Όχι όμως αυτόφωτοι αλλά απόλυτα ετερόφωτοι.
Έμαθαν πως ο άρχοντας τους, δεν μπορεί πια να πείσει και πως η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει. Ο χρόνος πλέον κυλούσε αντίστροφα εις βάρος τους και αυτό το λίγο φως που είχε μείνει να τους ζεσταίνει και να τους φωτίζει… θα έσβηνε σύντομα.
Το χειρότερο γι αυτούς ήταν πως αν και συγγενείς του, δεν μπορούσαν να τον διαδεχτούν.
Σκαρφίστηκαν λοιπόν ένα «σατανικό» σχέδιο, από αυτά που μόνο οι αυλικοί των παλιών ανακτόρων ήξεραν να υφαίνουν και αποφάσισαν να τους κοροϊδέψουν όλους μπροστά στα μάτια τους.
Πήραν λοιπόν τον δόλιο τον άρχοντα, τον πότισαν μαντζούνια και βότανα και άρχισαν να τον κυκλοφορούν όπου μπορούσαν. Ήθελαν να αποδείξουν πως ο άρχοντας είναι καλά, ότι βασιλεύει κι ότι κανείς δεν μπορεί να τον κουνήσει από τον θρόνο του.
Τον πήγαν στην πόλη, στα περίχωρα μέχρι και στην πρωτεύουσα. Η προσπάθεια όμως έπεισε λίγους κι αυτοί πιο πολύ λυπήθηκαν παρά πείσθηκαν.
Μέχρι που τους ήρθε στο μυαλό μια ακόμη τρομερή ιδέα. Να δείξουν πως είναι ρήτορας, πως το μυαλό του «κόβει» και πως άδικα τον έλεγαν άρρωστο.
Βλέπετε, μπορεί το μυαλό του να είχε αρρωστήσει, όμως τα μάτια του λειτουργούσαν. Κι έτσι ότι του έγραφες μπορούσε να το διαβάσει.
Βγήκαν στους δρόμους και ρώτησαν. Έμαθαν για έναν πλανόδιο αγγελιοφόρο που κυκλοφορούσε κραδαίνοντας ένα βρώμικο ξίφος. Χρόνια τώρα αυτός έκανε την ίδια δουλειά. Διαλαλούσε ότι τον πρόσταζαν, όσο πιο δυνατά μπορούσε, χωρίς να τον νοιάζει αν ήταν αλήθεια η ψέματα.
Του έταξαν δόξες, τάλαντα και βαλάντια για να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Κι αυτός έτοιμος να παίξει τον σκοπό τους, σαν ορχήστρα που παίζει ότι της ζητήσει ο νοικοκύρης που πληρώνει, πήρε το σπαθί του και ανέλαβε την αποστολή.
Έτσι είναι άλλωστε οι μισθοφόροι σ’ όλες τις εποχές. Το σπαθί τους είναι στην διάθεση όποιου πληρώνει καλύτερα.
Το σχέδιο ήταν απλό. «Αν ο άρχοντας βγει και μιλήσει καθαρά και ωραία κανείς δεν θα έχει πια αμφιβολίες». Οι αυλικοί ανέλαβαν να του γράψουν τα λόγια. Έφεραν και ζωγράφους. Κάθισαν από την μια τον άρχοντα, έβαλαν και τον αγγελιοφόρο με το σπαθί από την άλλη, και τους έφτιαξαν πορτρέτα.
Ο άμοιρος ο άρχοντας, σαν μικρό παιδί που κάνει ότι του λένε οι κηδεμόνες του, συμφωνούσε σε όλα. Άλλωστε ούτε κι αυτός θέλει να χάσει τον θρόνο του, κι ας μην μπορεί να τον βρει που είναι χωρίς βοήθεια.
Κι επειδή το σχέδιο έπρεπε να ειναι απόλυτα σίγουρο, φρόντισαν να στείλουν μήνυμα και στον άρχοντα της πρωτεύουσας λέγοντας του πως είναι ο καλύτερος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση την κατάλληλη εποχή… είχαν τους λόγους τους!
Όταν όλα τελείωσαν, πήραν οι αυλικοί τον αγγελιοφόρο, του είπαν να πάρει τα λόγια και να πει ότι του τα είπε ο άρχοντας. Να ορκιστεί αν χρειαστεί πως όλα είναι αλήθεια και να δείξει τους πίνακες σε όσους τον αμφισβητήσουν.
«Να το φωνάξεις» τον πρόσταξαν « ο άρχοντας είναι καλά και κανείς δεν μπορεί να τον κουνήσει από το θρόνο του».
Εκείνος, φορτωμένος με δώρα και σαφείς εντολές πήρε το δρόμο για την πρωτεύουσα…
Δεν ξέρω να σας πω αλήθεια τι έκανε τελικά. Ίσως μια μέρα ο αγγελιοφόρος με το σπαθί να εμφανιστεί και στην δική σας γειτονιά για να διαλαλήσει όσα τον δασκάλεψαν.
Εσείς όμως ξέρετε τώρα πως αυτό το σπαθί είναι «αγορασμένο» και πως ο αγγελιοφόρος δεν θα σας πει τα γεγονότα αλλά την ιστορία που του είπαν οι αυλικοί.
Αυτοί που θέλουν ντε και καλά να περάσουμε εμείς καλά για να περάσουν αυτοί… καλύτερα.
Δεν ξέρω αν σας άρεσε το παραμύθι μου αλλά είμαι βέβαιος ότι πολλοί θα το βρουν διδακτικό.
Α… και κάτι ακόμα. Οι συγγενείς κι οι αυλικοί, να ξέρετε, πλέον κοιμούνται ήσυχοι. Όχι τόσο γιατί πιστεύουν ότι το κόλπο με τον αργυρώνητο αγγελιοφόρο θα αποδώσει αλλά γιατί έμαθαν πως ένα άλλο σχέδιο τους πάει καλά.
Έπιασαν έναν παλιό φίλο του άρχοντα, συντοπίτη και συμπατριώτη του ο οποίος έχει μεγάλη θέση. Είναι Βασιλιάς ας πούμε ή τουλάχιστον κάθεται σε θρόνο που κάποτε χρησιμοποιούσαν οι Βασιλείς. Τον έπεισαν λοιπόν να παρακαλέσει τον μεγάλο άρχοντα εκεί στην πρωτεύουσα να κάνει πίσω και να μην τον απομακρύνει από την θέση του.
Δεν ξέρω να σας πω την αλήθεια τι απάντησε ο άρχοντας της πρωτεύουσας πάντως οι αυλικοί νιώθουν ασφαλείς…
Ο ΤΙΤΟΥΛΑΡΙΟΣ