Στο νησί των ιπποτών υπάρχουν 31 ιεροί ναοί και μοναστήρια, ωστόσο σταθήκαμε ιδιαίτερα σε τέσσερις από αυτές επειδή παρουσιάζουν ξεχωριστό ιστορικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον.
Η Παναγία του Κάστρου
Είσοδος στην Παναγία του Κάστρου
Η εκκλησία της Παναγίας του Κάστρου βρίσκεται στο ανατολικό άκρο της οδού Ιπποτών, στο Κολλάκιο της Μεσαιωνικής Πόλης. Ο ναός ήταν ο μητροπολιτικός της βυζαντινής πόλης, και κατά την ανέγερσή του εφαρμόστηκαν οι αρχές της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Ο αρχικός πυρήνας του κτηρίου οικοδομήθηκε πιθανότατα κατά τον 11ο αι. και ανήκε στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο ναού.
Το εσωτερικού του ναού
Μετά την κατάληψη της Ρόδου από τους Ιωαννίτες ιππότες, η βυζαντινή εκκλησία μετασκευάστηκε και πήρε τη μορφή τρίκλιτης γοτθικής βασιλικής με εγκάρσιο κλίτος. Αποτέλεσε τον καθεδρικό τους ναό. Τα οικόσημα του μεγάλου μαγίστρου Helion de Villeneuve και του πάπα Ιωάννη XXII που σώζονται στο κεντρικό οξυκόρυφο παράθυρο της αψίδας συνηγορούν στη χρονολόγηση της φάσης αυτής μεταξύ των ετών 1319 και 1334.
Η ανατολική πλευρά του ναού εφάπτεται με την θαλασσινή οχύρωση και διαμορφώνεται εξωτερικά σε πύργο με ορθογώνιες επάλξεις. Στη δυτική όψη, επάνω από την κεντρική θύρα εισόδου, σώζεται ένα μεγάλων διαστάσεων ορθογώνιο πλαίσιο, το οποίο θα φιλοξενούσε ζωγραφική σύνθεση, χαμένη σήμερα, με θέμα την Παναγία με αγίους και ιππότες.
Είσοδος από την Πλατεία Μουσείου
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ο ναός μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος και ονομάστηκε Εντερούμ Τζαμί. Την ίδια εποχή κτίσθηκε στοά και υψώθηκε μιναρές στη νότια πλευρά, οικοδομικά στοιχεία τα οποία αφαιρέθηκαν κατά τις εργασίες αποκατάστασης του μνημείου που εκτελέστηκαν στην περίοδο της ιταλικής κατοχής του νησιού.
Από τον ζωγραφικό διάκοσμο της εκκλησίας διατηρούνται ελάχιστα λείψανα. Αξίζει να αναφερθεί η Παναγία Βρεφοκρατούσα και ζεύγη αγίων στο βορειοδυτικό πεσσό (β΄τέταρτο 14ου αι.) και η μορφή της αγίας Λουκίας στο νότιο τοίχο, έργο πιθανότατα δυτικοευρωπαίου ζωγράφου (β΄μισό 14ου αι.).
Από την είσοδο της Μεσαιωνικής Πόλης
Η Παναγία του Μπούργκου (ή του άστεως)
Η Παναγία του Μπούργκου
Η Παναγία του Μπούργκου είναι ένας ναός ο οποίος δεν διατηρείται ακέραιος. Ωστόσο, είναι εμφανές με την πρώτη ματιά ότι πρόκειται για ένα λαμπρό μνημείο. Αποτελεί την απόδειξη ύπαρξης στη Ρόδο μιας ιδιαίτερης εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, που αναπτύχθηκε την περίοδο της Ιπποτοκρατίας, και της οποίας αποτελεί ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα δείγματα (το άλλο είναι η Παναγία της Φιλερήμου). Τα ίχνη της εκκλησίας μέχρι την εποχή της Ιταλοκρατίας ήταν δυσδιάκριτα, καθώς στο εσωτερικό της είχαν ανεγερθεί έξι κατοικίες. Δεν υπάρχουν ίχνη που να υποδηλώνουν ότι κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας ο χώρος είχε μετατραπεί σε τέμενος, πρακτική πολύ συνηθισμένη.
Πανοραμική άποψη της εκκλησίας
Οι Ιταλοί απαλλοτρίωσαν τα οικήματα και τα κατεδάφισαν, διατηρώντας μόνο τα τμήματα που ανήκαν στο ναό. Πότε ακριβώς κατασκευάστηκαν αυτά τα σπίτια είναι άγνωστο, καθώς ο Rottiers, περιηγητής που επισκέφθηκε τη Ρόδο, απεικονίζει το ναό ερειπωμένο σε γκραβούρα της αρχής του 19ου αι.. Στην αρχή του 20ου αι. ο Ιταλός ανασκαφέας του ναού Balducci αναφέρει τα σπίτια και παραδίδει φωτογραφίες τους.
Επομένως, η κατασκασκευή τους πρέπει να πραγματοποιήθηκε στο ενδιάμεσο διάστημα, δηλαδή μέσα στο 19ο αι. Πάντως, σύμφωνα με πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες ο ναός πρέπει να βρισκόταν σε χρήση μέχρι την αρχή του 16ου αι. και μάλλον καταστράφηκε κατά την πολιορκία του 1522. Σε αυτό το συμπέρασμα οδήγησαν τα ευρήματα πρόσφατης ανασκαφής στο εσωτερικό του ναού.
Εντοπίστηκε ομαδικός τάφος σαράντα περίπου ατόμων, που ενταφιάστηκαν εκεί με βιαστικό τρόπο, και θησαυρός νομισμάτων του πρώτου τετάρτου του 16ου αι. Πρόκειται, μάλλον, για θύματα της πολιορκίας του 1522.
Ο ναός χρησιμοποιήθηκε αναμφισβήτητα για την εξυπηρέτηση των αναγκών του καθολικού δόγματος, όπως συμπεραίνεται από τη μορφή και τα χαρακτηριστικά του. Κατά πάσα πιθανότητα υπήρξε ένα από τα πρώτα κτήρια που κατασκεύασαν οι ιππότες για την εξυπηρέτησή τους. Ο Balducci θεωρεί ότι μετετράπη σε καθεδρικό ναό των δυτικών, αφιερωμένο στην Αγία Αικατερίνη, περί το 1480, όταν η Παναγία του Κάστρου έπαψε να αποτελεί τον καθεδρικό της Ρόδου.
Αυτή η υπόθεση βασίζεται στο συσχετισμό του ναού με το γειτονικό κτήριο του Ναυαρχείου, όπως αποκαλείται σήμερα. Για το κτήριο αυτό, ο Balducci αναπτύσσει την άποψη ότι κατασκευάστηκε για να φιλοξενήσει το Λατίνο επίσκοπο του νησιού. Με αφορμή αυτήν τη γειτνίαση, ο Ιταλός ανασκαφέας θεωρεί ότι και ο καθεδρικός μεταφέρθηκε πλησιέστερα στον τόπο διαμονής του επισκόπου. Αυτή η άποψη δεν είναι αποδεκτή σήμερα, μιας και θεωρείται ότι το Ναυαρχείο αποτελούσε την έδρα του Έλληνα ορθόδοξου μητροπολίτη.
Το 1936, κατά τη διάρκεια της εφαρμογής του ρυθμιστικού σχεδίου της πόλης, διανοίχτηκε ένας δρόμος (η οδός Αλχαδέφ), που διερχόταν μέσα από την εκκλησία, κατά πλάτος του κυρίως ναού, λίγο εμπρός από το ιερό. Η ρύθμιση αυτή λειτούργησε για πολλά χρόνια. Σχετικά πρόσφατα πραγματοποιήθηκαν εργασίες αποκατάστασης και στερέωσης, με τις οποίες ενοποιήθηκαν τα δυο τμήματα του ναού.
Η Παναγία του Μπούργκου αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της ιπποτικής αρχιτεκτονικής, και παρόλο που οι διαστάσεις της είναι μικρότερες από αντίστοιχους ναούς στην Ευρώπη, ανταποκρινόνταν στις ανάγκες των καθολικών της πόλης της Ρόδου. Η σημασία της είναι ακόμη μεγαλύτερη αν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι οι υπόλοιποι καθαρά δυτικοί ναοί της πόλης δεν υφίστανται πλέον. Κάποιοι έχουν καταστραφεί ολοσχερώς, όπως ο Άγιος Ιωάννης του Κολακίου.
Από άλλους πάλι, όπως η Παναγία της Νίκης, δεν διατηρούνται παρά μόνο ελάχιστα λείψανα, ώστε είναι δύσκολη η εξαγωγή ολοκληρωμένων συμπερασμάτων. Τέλος, ο Άγιος Αυγουστίνος και ο Άγιος Σεβαστιανός είναι γνωστοί μόνο από ιστορικές πηγές και δεν έχει εντοπιστεί η θέση τους με ακρίβεια. Η επίδραση του εξεταζόμενου ναού στην αρχιτεκτονική ολόκληρου του νησιού, ίσως και της Δωδεκανήσου, ήταν σημαντική.
Στην αρχική της μορφή η εκκλησία ήταν τρίκλιτη βασιλική με δυο τοξοστοιχίες από τέσσερις κίονες η καθεμία. Το τριμερές ιερό φαίνεται ότι απηχεί επίδραση της βυζαντινής αρχιτεκτονικής και παράδειγμα συνύπαρξης στοιχείων από τους διάφορους αρχιτεκτονικούς τύπους που συνυπήρχαν ταυτόχρονα στη Ρόδο. Η είσοδος γινόταν από δυτικά, αλλά μεταγενέστερα, σίγουρα πριν από το 1480, ανοίχτηκε ακόμη μια πύλη, στο μέσο περίπου της βόρειας πλευράς.
Η Παναγία της Νίκης
Τα ερείπια της Παναγίας της Νίκης δίπλα ακριβώς από τον Άγιο Παντελεήμονα
Το εσωτερικό από άλλη άποψη
Το εσωτερικό της εκκλησίας
Η Παναγία της Φιλερήμου
Η Παναγία της Φιλερήμου
Ο ναός της Παναγίας της Φιλερήμου βρίσκεται σε ένα ειδυλλιακό τοπίο πάνω στο λόφο που δεσπόζει στον όρμο Τριάντα και στην πόλη της Ιαλυσού. Η τοποθεσία φαίνεται ότι υπήρξε από παλαιότερα ιδιαίτερα ελκυστική. Στην ίδια ακριβώς θέση προϋπήρξε ένας αρχαίος ναός της Αθηνάς, ο οποίος, με την έλευση του χριστιανισμού, μετατράπηκε σε παλαιοχριστιανική βασιλική, τρίκλιτη, με νάρθηκα και τριμερές ιερό.
Ο ναός είναι γνωστός επειδή φιλοξένησε ένα διάσημο προσκύνημα, την εικόνα της Φιλερήμου. Πρόκειται για μια εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας, που η λαϊκή παράδοση αποδίδει στον Απόστολο Λουκά. Η εικόνα μεταφέρθηκε στη Ρόδο το δέκατο τρίτο περίπου αιώνα, πιθανότατα από την Ιερουσαλήμ, και εγκαταστάθηκε στο λόφο της Φιλερήμου ως και το 1523, οπότε το νησί περιήλθε στην οθωμανική κατοχή. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε από τους Ιππότες στη Γαλλία και από εκεί διαδοχικά στην Ιταλία, τη Μάλτα και τη Ρωσία, όπου παρέμεινε ως και την επανάσταση του 1917. Από το 2002 φιλοξενείται στο Μπλε Παρεκκλήσι του Εθνικού Μουσείου Μαυροβουνίου.
Από την περίοδο της Ιπποτοκρατίας διακρίνονται στο ναό τρεις οικοδομικές φάσεις, εκτός από τον αρχαίο και τον παλαιοχριστιανικό ναό. Ο ναός έχει υποστεί πολύ βαριές αναστηλωτικές επεμβάσεις κατά τη διάρκεια της Ιταλοκρατίας της Ρόδου, μεταξύ των ετών 1912-481.
Ο H. Balducci έγραψε το 1931 μια μονογραφία για το συγκεκριμένο μνημείο με τίτλο Il Santuario di Tutte le Grazie sulFilerimo presso Rodi , όπου ανάγει την πρώτη φάση της Ιπποτοκρατίας στο πρώτο μισό του 14ου αι2. Πρόκειται για ένα μονόχωρο ναό που στεγάζει το μοναδικό του κλίτος με τέσσερα σταυροθόλια με διαγώνιες νευρώσεις. Στα ανατολικά σχηματίζει πεντάπλευρη κόγχη του ιερού, στεγασμένη με θόλο με διαγώνιες νευρώσεις. Στα μέσα του 19ου αι. ο ναός ήταν μισογκρεμισμένος και διετηρείτο μόνο το σταυροθόλιο του ιερού, ενώ στην ιταλοκρατία δεν σώζονταν πλέον ίχνη από την υπόλοιπη ανωδομή της συγκεκριμένης φάσης. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών για την αποκάλυψη του ελληνιστικού ναού, εξαλείφθηκαν τα ίχνη του υπόλοιπου ναού.
Σε μια δεύτερη φάση, που ανάγεται στα 1450-803, προστέθηκαν δυο εξαγωνικά παρεκκλήσια σε επαφή με την αψίδα του ιερού. Στην κοινή πλευρά τους δημιουργείται ένα αψιδωτό άνοιγμα για τη μεταξύ τους επικοινωνία. Η στέγαση γίνεται με θόλους με ακτινωτές νευρώσεις.
Η προσθήκη αυτή αποδίδεται από τον Balducci στην ανάγκη εξυπηρέτησης και των δυο δογμάτων που συνυπήρχαν στη Ρόδο, του λατινικού και του ορθόδοξου, τη στιγμή, μάλιστα, που στο ναό εφιλοξενείτο το σημαντικό προσκύνημα της εικόνας της Παναγίας της Φιλερήμου5. Και αυτά τα παρεκκλήσια ήταν κατεστραμμένα σε μεγάλο βαθμό, ήδη από τα μέσα του 19ου αι. Την εποχή που ξεκίνησαν οι αναστηλωτικές εργασίες δεν σωζόταν σχεδόν τίποτα.
Σε μια τρίτη φάση προστίθενται δυο ακόμη παρεκκλήσια, στα ανατολικά και σε επαφή με τα πρώτα. Έχουν επίμηκες πεντάπλευρο σχήμα και στεγάζονται επίσης με σταυροθόλια με διαγώνιες νευρώσεις.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το βόρειο παρεκκλήσι. Οι νευρώσεις του σταυροθολίου του στερεώνονται πάνω σε φουρούσια που κοσμούνται με το οικόσημο του τάγματος των ιπποτών και το σταυρό του μεγάλου μαγίστρου Pierre d’Aubusson (1476-1503). Τα διακοσμητικά στοιχεία που φέρουν τα οικόσημα αυτά δεν διαθέτουν ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία και πρέπει να εκτελέστηκαν από ντόπιους τεχνίτες, ή λιθοξόους από την Κρήτη. Το νότιο παρεκκλήσι φαίνεται πως ήταν το μόνο από τα δυο που λειτουργούσε.
Ο Balducci θεωρεί ότι η ανάγκη δημιουργίας των τελευταίων δυο παρεκκλησίων προέκυψε έπειτα από σοβαρές καταστροφές που υπέστη ο υπόλοιπος ναός είτε μετά από τη μεγάλη πολιορκία του 1480, είτε εξαιτίας των ισχυρών σεισμών του 14818. Η καταστροφή της προγενέστερης φάσης θα είχε ως αποτέλεσμα να κατασκευαστούν δυο διαφορετικά παρεκκλήσια για την εξυπηρέτηση των δυο διαφορετικών δογμάτων.
Η χρονολόγηση αυτής της φάσης μπορεί να γίνει με μεγαλύτερη ασφάλεια, καθώς τα οικόσημα του d’ Aubussonτην ανάγουν γύρω στα 1490. Αυτή η φάση διατηρήθηκε σε καλύτερη κατάσταση από τις προηγούμενες και οι πρώτες επεμβάσεις πραγματοποιήθηκαν από τον ιταλικό στρατό το 1910.
Η επέμβαση του Ιταλού μηχανικού Petracco επέλεξε να ανακατασκευάσει μόνο τα δυο τελευταία σταυροθόλια προς τα ανατολικά της πρώτης ιπποτικής φάσης, προκειμένου να είναι ευανάγνωστα και τα παλαιότερα ίχνη της παλαιοχριστιανικής βασιλικής και του κλασσικού ναού. Τότε προστέθηκε και το τετραγωνικής κάτοψης καμπαναριό σε μορφή πύργου, με κυκλικούς πυργίσκους-εξώστες στις τέσσερις γωνίες και έναν μεγάλο ανάγλυφο σταυρό των Ιωαννιτών ιπποτών.
Στο μνημείο εντοπίζονται ομοιότητες και με άλλα μνημεία του νησιού, κυρίως από την παλαιά πόλη της Ρόδου. Ο Balducci, στη μελέτη του για το μνημείο, υποστηρίζει την άποψη ότι μέσω της Ρόδου έφτασαν δυτικές επιδράσεις και στην αρχιτεκτονική της Κύπρου, οι οποίες εντοπίζονται κυρίως στις εκκλησίες της Αμμοχώστου που χτίστηκαν στο τέλος του 15ου αι.11
Άλλα μοναστήρια της Ρόδου
Πηγή: oikologicarodiaka.wordpress.com